“Ο δέκατος τρίτος μήνας, 4 ιστορίες απ/εγκλεισμού”, Μίρκα Στρατικοπούλου (Ποταμός)
“Ο δέκατος τρίτος μήνας, 4 ιστορίες απ/εγκλεισμού”, Μίρκα Στρατικοπούλου (Ποταμός)
Τι είναι το σκοτάδι; Ο τίτλος του βιβλίου «τέσσερις ιστορίες απ/εγκλεισμού» θέτει την ερώτηση και οι εσωτερικές φωνές των τεσσάρων ιστοριών απαντούν: σκοτάδι είναι ένας κόσμος κοφτερός, γνήσια σπαρασσόμενος, χωρίς κατασκευάσματα και βοηθητικά δακρύβρεχτα στοιχεία.
Πρώτη παραλλαγή του σκοταδιού, Ο Καναπές. Ένα παιδί, συστηματικά βασανισμένο από κάποιον πατέρα, ενηλικιώνεται μέσα σε τοίχους (σπιτιού; Φυλακής; Δεν έχει σημασία) και φθάνει στα 28. Τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια; Ακατέργαστη απάντηση σαν τόσες και τόσες εικόνες καθαρής βίας πάνω σε παιδιά. Τον λένε Νικ και θα μπορούσε να είναι καθένας που περνά δίπλα και σε ακουμπά, κάθεται μαζί σου και πίνετε καφέ, τον αγαπάς καθώς σου κάνει έρωτα. Αν και το μέγιστο χάρισμα του Νικ είναι η φωνή του, τις πιο πολλές φορές είναι άφωνος και αν και είναι ψηλός και μάλλον πολύ όμορφος, διαρκώς στέκει γονατιστός και δίχως υπεροψία. Απέναντι στον καναπέ του (βλ. ακριβούς καναπέδες σύμβολα ευμάρειας και αφασίας σε σαλόνια, απέναντι από τηλεοράσεις «νεοπλασματικές») μες στη μοναξιά των τοίχων, ανάμεσα σε λέξεις που δεν ξεστομίζονται, κάτω από στρώματα συναισθημάτων, ο Νικ έρχεται διαρκώς αντιμέτωπός τους, προσπαθεί να απεγκλωβιστεί, να ζήσει, παίρνει ένα τρυπάνι, ανοίγει τρεις τρύπες στο κάτω μέρος του καναπέ, μια για να μιλάει, τη δεύτερη για να τραγουδάει δυνατά και την τρίτη σε περίπτωση που θα μπορούσε απ’ αυτήν να ακούσει. Και ύστερα ιδρωμένος και λαχανιασμένος, νικητής και κυβερνήτης, έστω και για λίγο, υψώνει το χέρι με το ανοιχτό τρυπάνι ψηλά και πυροβολεί μ’ αυτό στον αέρα. Ήταν πάρα πολύ νέος, θα πει η συγγραφέας. Και είχε κάθε δικαίωμα στο έγκλημα, και είχε κάθε δικαίωμα στο λάθος, όπως όλοι οι νέοι που έχουν καυτό αίμα κάτω απ’ το πετσί τους, που δεν κάνουν «λάθη», που κάνουν γενοκτονίες ολόκληρες στο διάβα τους, ανελέητα, όπως θα κάνει μόνο το ακατέργαστο, γιατί το ακατέργαστο δεν έχει ακόμα εικόνα καμία.
Δεύτερη παραλλαγή του σκοταδιού, η ιστορία του Έλιοτ και του πατέρα του, που δεν περιγράφεται, μονάχα ρουφιέται. Προτείνω να διαβαστεί βράδυ, με διάθεση σκαψίματος κάτω από τις επιφάνειες.
Τρίτη παραλλαγή του σκοταδιού: Ντίρλα. Γέρος αλκοολικός καθισμένος σε πεζούλι με τη μούρη στο δρόμο, ω, τι φρικτή εικόνα θα πείτε αμέσως και η συγγραφέας, κλείνοντάς σας παιχνιδιάρικα το μάτι, σας παίρνει βόλτα στα στενά της πόλης, μακριά από τις λεωφόρους: όλα στο δρόμο ξεκινούν, όλα εκεί συμβαίνουν και όλα εκεί τελειώνουν. Ένας άνθρωπος βγάζει βόλτα τις δυο υποστάσεις του, διασχίζει την ίδια διαδρομή εννιά φορές, η γυναικεία υπόστασή του ακολουθεί αδιάκριτα την ανδρική, φορά κάτι θορυβώδη τακούνια που την ενοχλούν, καθώς το τακ-τακ τους χτυπά στο πλακόστρωτο. Η γυναικεία υπόσταση μιλά, σχεδόν παρακλητικά και ταυτόχρονα τολμηρά στον ανδρικό εαυτό της: αίμα, παντού αίμα, κοίτα με λίγο, δεν θα σου κοστίσει, ντροπή, νιώθεις ντροπή ε; και ύστερα ξεκινά ένα ποιητικό και μοναχικό μέτρημα της ζωής της, ένα φανταστικό παιχνίδι με αριθμούς. Μια γυναικεία ψυχή σε ανδρικό σώμα, μετράει. Κόλλησα στον αριθμό δύο. «Αυτά τα νύχια είναι δύο χρόνια. Βλέπεις πόσο μαύρα είναι; Σ’ αυτά τα δύο χρόνια έχω γρατσουνίσει όλο το μαύρο της πόλης, το ’χω ξύσει, ρε παιδί μου, πώς να σ’ το πω; Αισθάνομαι τα χέρια μου εκατό κιλά και την ψυχή μου πούπουλο. Είμαι νέα, λέω. Είμαι ωραία. Η ψυχή μου κελαηδά ρυθμούς και εγώ χορεύω. Έχω ζωή και άπειρη άνοιξη μέσα μου. Είμαι κοριτσάκι σού λέω, τελείως.
Έτσι όπως πέφτει πάνω σου η λάμπα του δήμου, θέλω να μπω και εγώ κάτω απ’ το φως της και να χορέψουμε. Σε θέλω. Την παρέα σου» Αυτή είναι η Ντίρλα, πάτε μαζί της μια βόλτα, θα ευχαριστηθείτε.
Τέταρτη παραλλαγή του σκοταδιού: Ο Δέκατος τρίτος μήνας, η πιο αγαπημένη μου ιστορία και η πιο καλοδουλεμένη ιστορία του βιβλίου. Να πώς πάει: Ένας, έχει γυναίκα και δύο κόρες αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτε άλλο από μια ζωή σε κασετόφωνο. Το κασετόφωνο παίζει διαρκώς μια μόνο πρόταση: «Νεκρό ποντίκι σε σακούλα που κάποιοι είχαν αφήσει δίπλα σε σκουπίδια» που θα πει «εκτός κινδύνου νοσηλεύεται βρέφος το οποίο βρέθηκε παρατημένο στα σκουπίδια σήμερα ξημερώματα.».
Ένας, ανέστιος και έρημος, με την απουσία της μάνας του να πλανάται στις σελίδες, περιπλανιέται, φθάνει σε ένα υπόγειο, συναντά μια κάποια, γαντζώνεται από μια γριά και από εδώ αρχίζει να πλέκεται από την αρχή η ζωή. Τι είναι η μητρική αγάπη; Πώς μπορεί ένας ενήλικος να βρεί την παιδική αθωότητα που δεν γεύτηκε ποτέ; Τι θα πει παιδική ηλικία; Τι είναι η οικογενειακή ομορφιά; Μπορείς να αγαπάς κάποιον άσχημο σαν από πάντα; Τι θα πει πληρότητα; Πώς αναπληρώνεται ο χρόνος που έχεις αφορίσει; Υπάρχει ευτυχία; Πώς επιλέγεις τι θες; «Παρόλο που είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που είναι σε θέση να το βρίσκει πολύ λογικό ότι έχετε σκοτώσει τους γονείς σας, οφείλω να σας πω πως η μητέρα σας, αυτή που εγώ γνώρισα, ήταν ένας συντετριμμένος άνθρωπος. Για λίγο, όταν την είχα κοιτάξει, αισθάνθηκα έναν έντονο καθρεφτισμό – τη θεώρησα πολύ δυστυχισμένη, μου εξομολογήθηκε πως, λίγο πριν γεννηθείτε, ο πατέρας σας της είχε αποκαλύψει πως δεν την αγαπάει πια. Το μόνο που μου είπε για τη στιγμή εκείνη ήταν πως δεν είχε καμία μα καμία εξωτερική αντίδραση. Παρά μόνο έπνιξε μέσα της τον ανεξέλεγκτο θυμό και το σαρωτικό πόνο. Λίγες ώρες μετά γέννησε εσάς. Δε θυμότανε ότι σας είχε αφήσει στα σκουπίδια, παρά αναρωτήθηκε για εσάς μόνο όταν ο πατέρας σας επέστρεψε και ζήτησε να σας δει. Από τότε φαντάζομαι μείνατε για πάντα οι τρεις σας, σαν κάθε ευτυχισμένη οικογένεια». Ίσως, η καλύτερη παράγραφος όλου του βιβλίου.
Τέσσερα πρόσωπα, τέσσερις παραλλαγές του σκοταδιού. Σαν να έχει σεισμό κάθε μέρα.
Τέσσερα πρόσωπα συναντούν και αφήνουν πρόσωπα που τους έχουν καθορίσει στη ζωή, γυναίκες ορόσημα οργώνουν και σπέρνουν τις ζωές των ηρώων, αριθμοί παίζουν με τα νοήματα, χώροι υπηρετούν τα συναισθήματα και την κλιμάκωσή τους και όλα αυτά μαζί αναδεικνύονται αστραφτερά μέσα από λέξεις, τόσο άψογα δουλεμένες, τόσο ταιριαστές, που κάνουν ένα βιβλίο που αστράφτει. Τέσσερα πρόσωπα κρατιούνται χέρι-χέρι, σε κοιτούν κατευθείαν στα μάτια, χωρίς ερωτήσεις αρπάζουν την καρδιά σου, δεν ζητούν κλάματα, δεν ζητούν τίποτε, έχουν πει τα πάντα, έχουν καταπιεί όλα τα λεξικά του κόσμου, δεν θα μπορούσαν να τα πουν καλύτερα, υπόκλιση, δεν έχει τίποτε άλλο. Τα είπε όλα η Μίρκα. Αυλαία.
Ο δέκατος τρίτος μήνας είναι ο χρόνος της γνώσης, είναι εκείνος ο απίθανος χρόνος που αγκαλιάζει στοργικά κάθε ήρωά του και σέρνοντας τον ίσια μέσα από το σκοτάδι τον ξαναβγάζει σε ένα πρώτο φως.
Ένα αστραφτερό βιβλίο, σίγουρα το πιο γοητευτικό της χρονιάς και ίσως και των τελευταίων ετών, από μια πολύ νέα συγγραφέα, εντυπωσιακά καθηλωτική, αληθινά ορμητική και σίγουρα ζηλευτή. Η κυρία Στρατικοπούλου αξίζει όλους τους προβολείς πάνω της, γιατί καταφέρνει να αναδεικνύει τα πρώτα νοήματα της ζωής κλείνοντας απλά στους αναγνώστες της το μάτι, χωρίς να φωνάζει προσέξτε με. Πάρτε το βιβλίο της, χαρίστε το σε όσους δηλώνουν ότι δυστυχούν, θα πάρουν μια ιδέα τι εστί αληθινός ατόφιος σπαραγμός και ίσως να συμφωνήσετε μαζί μου πως η ελληνική σκηνή μόλις καλωσόρισε τη δική της Σάρα Κέην.
*Το βιβλίο της Μίρκας Στρατικοπούλου "Ο δέκατος τρίτος μήνας, 4 ιστορίες απ/εγκλεισμού", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News