Το Σάββατο 29η Ιουνίου 1874 η εφημερίδα «Καιροί» δημοσίευσε ένα ανώνυμο κύριο άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει;». Ο στόχος του άρθρου ήταν να καυτηριάσει την πολιτική του Παλατιού, κυρίως την πρακτική διορισμού κυβερνήσεων μειοψηφίας που μπορούσε ο Θρόνος να ελέγχει ευκολότερα. Το άρθρο ενεργοποίησε μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν στην αρχή της δεδηλωμένης και την πολιτική κυριαρχία του Χαρίλαου Τρικούπη για την επόμενη εικοσαετία. Σήμερα έχουμε την επέτειο των 145 χρόνων από τη δημοσίευση του σημαντικότερου πολιτικού άρθρου που έχει δημοσιευθεί στον ελληνικό Τύπο. Αλλά ενώ αυτά τα γεγονότα είναι αρκετά γνωστά, όπως και το πολιτικό τους αποτέλεσμα, ο Λόγος του Θρόνου έναν χρόνο μετά, μάλλον δεν θα γνωρίζετε τι συνέβη στην Ελλάδα εκείνο το καυτό καλοκαίρι του 1874, αμέσως μετά τη δημοσίευση του πολύκροτου άρθρου.
Εκείνον τον Ιούνιο, ο διευθυντής της εφημερίδας, ο Πέτρος Κανελλίδης βρισκόταν σε ολιγοήμερες θερινές διακοπές στη Ζάκυνθο. Έτσι άφησε στο πόδι του έναν συνεργάτη του, τον νεαρό φοιτητή Νομικής, Γεώργιο Τσιάκο. Ο Κανελλίδης ζήτησε, πριν φύγει, από τον 42χρονο πολιτικό και φίλο του Χαρίλαο Τρικούπη να βοηθήσει γράφοντας μερικά κύρια άρθρα για την εφημερίδα. Έτσι ο Τρικούπης έγραψε το «Τις πταίει;» στο οποίο υποστήριζε την αρχή της δεδηλωμένης, την αρχή δηλαδή που υποχρεώνει τον ανώτατο άρχοντα να διορίζει μόνο κυβερνήσεις που συγκεντρώνουν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Ο Τρικούπης έλπιζε ότι η εφαρμογή της αρχής θα οδηγούσε την Ελλάδα από την ακυβερνησία του πολιτικού κατακερματισμού σε έναν υγιή, ευρωπαϊκού τύπου, δικομματισμό. («Ας αφεθή να λειτουργήση το πολίτευμα εν τη βεβαιότητι ότι εκ της πλειονοψηφίας της βουλής μορφόνεται [σχηματίζεται] η κυβέρνησις και ταχέως θα ίδωμεν την βουλήν συντασσομένην εις δύο κόμματα.»). Ποιος έφταιγε λοιπόν για τον Τρικούπη; Μα το Παλάτι! (“Η ευθύνη άρα πάσα της καταστάσεως ταύτης ανήκει εις τους παραβιάζοντας την κοινοβουλευτικήν αρχήν του σχηματισμού των κυβερνήσεων εκ της πλειονοψηφίας της βουλής […] δεν πταίει το έθνος. Αλλού έγκειται το κακόν και εκεί πρέπει να ζητηθή η θεραπεία.»). Ο Τσιάκος παρέλαβε το άρθρο από τον Τρικούπη και το έστειλε στο τυπογραφείο για εκτύπωση.
Όπως θα φαντάζεστε έγινε χαλασμός μόλις κυκλοφόρησε η εφημερίδα. Το άρθρο είχε προφανώς στόχο τον Θρόνο. Το συγκεκριμένο φύλλο κατασχέθηκε με βάση το άρθρο 14 του Συντάγματος του 1864 που προστάτευε ικανοποιητικά την ελευθερία του Τύπου αλλά καθιέρωνε δύο εξαιρέσεις: την προσβολή της χριστιανικής θρησκείας και την προσβολή του προσώπου του Βασιλέως. Μόλις ο Κανελλίδης επέστρεψε από τη Ζάκυνθο συνελήφθη, διότι ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας. Αλλά ο Τρικούπης έσπευσε να αναλάβει την ευθύνη στις 4 Ιουλίου ενημερώνοντας τον Εισαγγελέα Εφετών. Έτσι ο Κανελλίδης αφέθηκε ελεύθερος και ο Τρικούπης συνελήφθη στη θέση του. Ο Τρικούπης ήταν ήδη ένας γνωστός πολιτικός. Οι συλλήψεις ενός πολιτικού και ενός διευθυντή εφημερίδας για τη δημοσίευση άρθρου γνώμης δεν ήταν συμβατή με ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα. Υπήρχαν βέβαια νόμοι και πρακτικές που επιχειρούσαν να περιορίσουν τον Τύπο αλλά υπήρχαν και μαχητικοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί που δεν φιμώνονταν εύκολα. Το πολιτικό κόστος για το Παλάτι και την διεφθαρμένη Κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη θα ήταν μεγάλο.
Oμως, ο Εισαγγελέας Εφετών Επαμεινώνδας Λουριώτης, μετά από κυβερνητικές πιέσεις, αποφάσισε να παραπέμψει τον Τρικούπη, τον Κανελλίδη και τον Τσιάκο στο Κακουργιοδικείο για προσβολή του προσώπου του Βασιλέως και απόπειρα προτροπής του λαού σε στάση για την ανατροπή του πολιτεύματος, δηλαδή για εσχάτη προδοσία! (με βάση οθωνικούς νόμους του 1837 και 1850 που ρύθμιζαν ζητήματα εξύβρισης δια του Τύπου και το συντηρητικό άρθρο 129 του Ποινικού Νόμου του 1834). Στις 7 Ιουλίου ο Τρικούπης προφυλακίστηκε. Θα μείνει προφυλακισμένος μέχρι τις 10 Ιουλίου, μέχρι, δηλαδή, να καταβάλει υψηλή εγγύηση 2.000 δραχμών που ισοδυναμούσε με τη μισή ετήσια βουλευτική αποζημίωση της εποχής.
Στο μεταξύ οι «Καιροί» δημοσιεύουν και δεύτερο άρθρο του Τρικούπη, το «Παρελθόν και ενεστώς» (9 Ιουλίου 1874). Εκεί εκθέτει με περισσότερες λεπτομέρειες τη θεσμική παθογένεια της Ελλάδας («O νόμος, αντί να εκτιμάται παρά των προσωπικών κυβερνήσεων ως εγγύησις της τάξεως, θεωρείται ως αυθάδης περιορισμός της ελευθέρας ασκήσεως της εξουσίας και αθετείται διά τούτο και μόνον ότι είναι νόμος»). Και γράφει κάτι πολύ επικίνδυνο: «Την ευθύνην των επαναστάσεων φέρουσιν ουχί οι εκτελούντες, αλλ’ οι καθιστώντες αυτάς αναποδράστους.»
Αυτά ακριβώς θα πει και στους δύο Εισαγγελείς (Επαμεινώνδα Λουριώτη και Γεώργιο Θανόπουλο και τον ανακριτή Βασίλειο Κριεζή, στη διάρκεια της ανάκρισης. Θα προσθέσει αυτά τα λόγια: «Εν δεσποτικώς κυβερνωμέναις επικρατείαις το μόνον αντίδοτον κατά της αυθαιρεσίας είναι η επανάστασις αλλ’ εν επικρατείαις ένθα ανθούσιν φιλελεύθεροι θεσμοί, ισχυροτέρα των επαναστάσεων είναι η ειρηνική και νόμιμος ενέργεια της κοινής γνώμης […] Και εν ταις υπό δεσποτικού και εν ταις υπό φιλελευθέρου πολιτεύματος διεπομέναις επικρατείαις όταν το κακόν υπερβή όριον τι, επέρχεται κατά φυσικόν και ανεπίδραστον νόμον μεταβολή. Η μεταβολή όμως αύτη έχει εν ταις δεσποτικαίς επικρατείαις, ως αντίτιμον την επανάστασιν, ήτις ουδέποτε είναι αμιγής κακών, ενώ εν ταις επικρατείαις ένθα επιτρέπεται εις την κοινήν γνώμην να φωτίζηται να μορφούται και να λειτουργή εν τη ελευθερία κατωρθοί εκείνη νομίμως ειρηνικής αταράχως ότι αλλαχού κατορθούται δια των επαναστάσεων».
Τι θα έκαναν οι Δικαστές; Η εφημερίδα «Αιών» στις 8 Ιουλίου τόνιζε στο κύριο άρθρο της:
«Η δικαστική εξουσία ετίμησε μέχρι στιγμής την Ελλάδα και εδίδαξε τους διωκομένους ότι δύνανται να εύρωσιν εις τους κόλπους της ανεξαρτησίας αυτής λιμένα ασφαλή κατά των επιδρομών της πολιτικής διαφθοράς».
Μετά το τέλος της ανάκρισης, ο Εισαγγελέας Γεώργιος Θανόπουλος υπέβαλε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την πρότασή του. Ζήτησε να απαλλαγούν οι Κανελλίδης και ο Τσιάκος αλλά να παραπεμφθεί σε δίκη για εσχάτη προδοσία ο Χαρίλαος Τρικούπης για το «αξιοκατάκριτο άρθρο» του. Κυρίως γιατί «σκοπόν μόνον κύριον είχε να διαγείρη το μίσος και την αγανάκτησιν κατά της Βασιλείας […] θέλων να μεταβληθή το καθεστώς δια βιαίων μέσων».
Στις 23 Ιουλίου 1874 ο Τρικούπης και οι συγκατηγορούμενοί του θα απαλλαγούν από όλες τις κατηγορίες με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που υπογράφουν δύο γενναίοι Δικαστές: Ο Σπυρίδων Μαυρομμάτης (πρόεδρος) και ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος. Το υπογράφει βέβαια και το τρίτο μέλος, ο ανακριτής Βασίλειος Κριεζής, που μειοψήφησε.
Ας δούμε μερικά αποσπάσματα αυτού του συγκλονιστικού απαλλακτικού βουλεύματος (που περιέχει αναφορές στη γαλλική νομολογία και θεωρία αλλά ακόμα και στον μεγάλο Βρετανό νομικό William Blackstone. Τονίζει, μάλιστα, ότι ο Τρικούπης γνωρίζει πολύ καλά το βρετανικό συνταγματικό δίκαιο καθώς και το ότι στο άρθρο του το έλαβε υπόψη!):
«Προκειμένου περί αδικημάτων, διαπραττομένων δια του προφορικού λόγου, ου μην αλλά και δια του τύπου η ποινική δικαιοδοσία οφείλει να λάβη υπ’ όψιν, πρώτον, ότι τα όρια, εντός των οποίων περιορίζεται η έννομος ενέργια αυτής εισί λίαν πεπερασμένα εν όσω μόνον πρόκειται περί εξελέγξεως της διανοίας του λογικού και ελευθέρου ανθρώπου, ίσως διαφεύγει τον έλεγχον της ανθρωπίνης δικαιοσύνης και περί ης ουδείς δύναται να ζητηθή λόγος, μη υποκειμένης εις βάσανον ή εις οιονεί λογοκρισίαν, καθ’ ότι μόνον εφ’ όσον εξωτερικεύεται ο ενδιάθετος λόγος δια του προφορικού, και εφ’ όσον δι’ αυτού εκδηλούται να επιληφθή η ανθρώπινος δικαιοσύνη, ουχί δε να εισδύη εις τους μυχούς της εξωτερικής ανεξελέγκτου διανοίας.»
«Το δικαστήριο τούτο δεν κέκληται το παράπαν ν’ ασχοληθή εις την ορθότητα ή μη των δοξασιών του συγγραφέως, εφ’ όσον αύται ως πολιτικαί απλώς δοξασίαι εκφέρονται. […] Περί δεν της ορθότητος των φρονημάτων του τούτων ουδεμίαν βεβαίως έχει αρμοδιότητα το συμβούλιον τούτο».
«Δια του συστήματος τούτου [εννοεί την ερμηνεία του Εισαγγελέα] ήθελεν επέλθη το άτοπον της δεσμεύσεως της ελευθερίας του φρονήματος, ην το σύνταγμα εξασφαλίζει, όταν ήθελεν απαγορευθή εις τον κατηγορούμενον, ως δημοσιογράφον, να συζητήση δια του τύπου μίαν πολιτικήν, δοξασίαν, ήν φρονεί περί του σχηματισμού των κυβερνήσεων της πατρίδος του.».
Την απόφαση αυτή θα εκθειάσουν ακόμα και οι Times του Λονδίνου αλλά και πολλές άλλες ευρωπαϊκές εφημερίδες.
Όμως η κυβέρνηση θα πιέσει τον Εισαγγελέα να προσβάλει το βούλευμα ενώπιον του Εφετείου. Αλλά και πάλι, στις 9 Αυγούστου, τρεις άλλοι γενναίοι Εφέτες, ο Αριστείδης Οικονόμου, ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης και ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης θα απορρίψουν την ανακοπή και θα επικυρώσουν το ιστορικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με παρόμοιο σκεπτικό.
Η κυβέρνηση αντέδρασε με αναμενόμενο τρόπο. Στις 16 Αυγούστου ο Υπουργός Δικαιοσύνης Βασίλειος Νικολόπουλος θα μεταθέσει τον Σπυρίδωνα Μαυρομμάτη στην Σπάρτη (και αργότερα στη Λαμία) και τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο στην Κυπαρισσία (και έπειτα στη Σύρο). Στις 20 Αυγούστου θα μεταθέσει τους Εφέτες Αριστείδη Οικονόμου και Εμμανουήλ Αντωνιάδη στο Ναύπλιο και τον Ιωάννη Δυοβουνιώτη στην Πάτρα.
Και οι πέντε δικαστές που υπερασπίστηκαν την ελευθερία του λόγου και του Τύπου θα επανέλθουν στην Αθήνα με απόφαση του, πρωθυπουργού πλέον, Χαρίλαου Τρικούπη στις αρχές Μαΐου του 1875. Με την ίδια απόφασή του ο Τρικούπης θα μεταθέσει τον Λουριώτη και τον Κριεζή στο Ναύπλιο (ο Θανόπουλος είχε ήδη παραιτηθεί και δικηγορούσε).
Εναν χρόνο μετά το καυτό καλοκαίρι του 1874, ο Βασιλεύς Γεώργιος Α′, στον Λόγο του Θρόνου (11 Αυγούστου 1875) τον οποίο συνέταξε ο ίδιος ο Χαρίλαος Τρικούπης ως Πρωθυπουργός, στην έναρξη των εργασιών της Βουλής, διάβασε αυτήν τη μνημειώδη για την ελληνική πολιτική και συνταγματική Ιστορία παράγραφο που καθιερώνει την αρχή της δεδηλωμένης:
«Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων παρ’ εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του Έθνους, απεκδέχομαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος.»
Μετά το 1875 το ελληνικό δημοκρατικό πολίτευμα γίνεται γνήσια κοινοβουλευτικό. Ο σκληρός όμως ανταγωνισμός με το Παλάτι θα κρατήσει άλλον έναν αιώνα, θα διχάσει την Ελλάδα το 1915 και θα οδηγήσει στη δικτατορία το 1965.
[Αν θέλετε να διαβάσετε ένα βιβλίο για τον Χαρίλαο Τρικούπη, αυτό θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε το «Χαρίλαος Τρικούπης: Ο πολιτικός του “Τις πταίει;” και του “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν”» (Πόλις, 2016) της Λύντιας Τρίχα. Αν όμως θέλετε να κάνετε σωστή, ολοκληρωμένη δουλειά, θα πρέπει να διαβάσετε πρώτα το prequel, «Σπυρίδων: Ο άλλος Τρικούπης, 1788-1873] (Πόλις, 2019)» της ίδιας συγγραφέως, με θέμα τον πατέρα του Χαρίλαου. Ο Σπυρίδων Τρικούπης είχε παντρευτεί την αδελφή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, την Αικατερίνη. Όπως βλέπετε τίποτε δεν είναι τυχαίο. Από το βιβλίο της Τρίχα για τον Χαρίλαο Τρικούπη πήρα πολλές πληροφορίες αλλά επίσης από κείμενα της Ήβης Μαυρομούστακου και του Γιάννη Τασόπουλου και από την πρώτη βιογραφία του Τρικούπη από τον Γεώργιο Τσοκόπουλο, που δημοσιεύθηκε τη χρονιά του θανάτου του, το 1896 – εκεί βρήκα και ολόκληρο το βούλευμα. Στο βιβλίο της Λύντιας Τρίχα θα βρείτε, στο παράρτημα, το άρθρο του Τρικούπη αλλά και τον Λόγο του Θρόνου. Το συγκεκριμένο απαλλακτικό βούλευμα που αποτελεί το κέντρο αυτού του άρθρου μου το ξαναθύμισε πρόσφατα, τονίζοντας τη σπουδαιότητά του, ο συνάδελφος και φίλος μου Γιάννης Τασόπουλος – τον ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό.]
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚεΦιΜ) στο οποίο διευθύνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ελλάδα 2021: 200 Χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση». Παράλληλα ετοιμάζει ένα βιβλίο στα αγγλικά για την Επανάσταση του 1821 που θα κυκλοφορήσει το 2021 στις HΠΑ.