Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που δείχνουν επινοημένες και ψεύτικες, φανταστικές κατασκευές με στόχο τον φτηνό εντυπωσιασμό, ωστόσο είναι απολύτως αληθινές επειδή συνωμότησε το Σύμπαν για να συμβούν στην πραγματική ζωή.
Στις εξαιρέσεις αυτές –σπανιότατες, οπωσδήποτε– καταχωρίζεται και η περίπτωση τριών ιταλών αδελφών, μικρών παιδιών τότε, και ενός αμερικανού στρατιώτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενός GI (Τζι Αϊ, ονομασία που προέρχεται από τη στάμπα στις στολές, συντομογραφία της φράσης Government Issue).
Η μοίρα κάποτε ένωσε αυτήν την απίθανη τετράδα, την εποχή που οι Αμερικανοί έδιωχναν από την Ιταλία τους Γερμανούς, ύστερα τη διέλυσε και την ένωσε ξανά τώρα, την εποχή που όλα τα μέλη της είναι πια γέροι – και γέρος πρωτίστως σημαίνει βαθιά μνήμη και νοσταλγία.
Αυτή η θερμή, νοσταλγική μνήμη που συντροφεύει τους ανθρώπους στο βαθύ γήρας τους ήταν και η αφορμή να ανταμώσει ξανά το περίεργο καρέ του πολέμου.
Ο Μάρτιν Αντλερ, ως στρατιώτης του 339ου Συντάγματος της 85ης Μεραρχίας του στρατού των ΗΠΑ, τον Οκτώβριο του 1944 βρέθηκε στις τάξεις των απελευθερωτών (μαζί με τους παρτιτζάνους) του ιταλικού Βορρά, στα Απέννινα Ορη, κοντά στην Μπολόνια. Εκεί μπήκε σε ένα σπίτι του χωριού Μοντερέντζο μαζί με έναν άλλον αμερικανό φαντάρο, επειδή νόμισαν ότι ήταν ακατοίκητο. Δεν ήταν.
Ο θόρυβος που άκουσαν να προέρχεται από τον πάτο ενός μεγάλου ψάθινου καλαθιού τούς τρόμαξε. Οι δύο GI σκιάχτηκαν μήπως παραφύλαγαν Γερμανοί και ετοιμάστηκαν να το γαζώσουν, αλλά τους σταμάτησε μία γυναικεία φωνή: «Μην πυροβολείτε! Παιδιά! Παιδιά!» Σε κλάσματα του δευτερολέπτου είδαν και την περίτρομη, αλλόφρονα γυναίκα. Και αμέσως από το καλάθι πρόβαλαν τρία παιδικά καστανά κεφάλια.
Μετά το ξεπέρασμα του διπλού σοκ, φτιαγμένου από φόβο και έκπληξη, ο Αντλερ χαλάρωσε και ζήτησε από τη γυναίκα, που ήταν ολοφάνερα η μάνα των μικρών, την άδεια να φωτογραφηθεί μαζί τους. Εκείνη δέχτηκε. Η ιταλική φινέτσα απαιτούσε καλύτερα ρούχα γύρω από τα μικρά σώματα. Η μάνα τα πήρε μέσα και τα άλλαξε. Εβαλε στα μικρά τα κυριακάτικά τους
Εβδομήντα έξι χρόνια αργότερα από εκείνο το κλικ, ο Αντλερ, 96 χρόνων πια, ζήτησε από την κόρη του να προσπαθήσει να εντοπίσει τα τρία ιταλάκια της νιότης του, εφ’ όσον ζουν φυσικά. Πριν από λίγες ημέρες, στις 12 Δεκεμβρίου, δημοσιεύτηκε ένα μήνυμα δίπλα στην «ιστορική φωτογραφία» της ζωής του στρατιώτη Αντλερ, σε λογαριασμό βετεράνων στο Facebook.
Από καθαρή τύχη το διάβασε ο Ματέο Ιντσέρτι, ένας συγγραφέας από την Μπολόνια, με εργογραφία περί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο ενεργητικό του. Εβαλε τη φωτογραφία στον δικό του λογαριασμό Facebook, επικοινώνησε με ένα τοπικό φύλλο για την αναδημοσίευσή της, τελικά βγήκε και στον «αέρα» της TV.
Τη φωτογραφία είδε ένα από τα τρία μικρά του 1944, ο Μπρούνο, και αναγνώρισε τον εαυτό του. Ζήτησε βοήθεια από τρίτους οι οποίοι επικοινώνησαν με τον Ιντσέρτι, πάλι μέσω Facebook. Ετσι εκείνος οργάνωσε μία βιντεοκλήση μεταξύ του Αντλερ και των τριών «μικρών» αδελφών, που έχουν ηλικίες μεταξύ 79 και 83 ετών.
Η βιντεοεπανένωση όλων τους έγινε την περασμένη Δευτέρα. Το πρώτο πράγμα που τους είπε ο γηραιός Αντλερ με τη φωνή του πιτσιρικά φαντάρου του 1944 ήταν: «Παιδάκια, θα θέλατε λίγη σοκολάτα;» Οι συνομιλητές του, ο Μπρούνο, η Μαφάλντα και η Τζουλιάνα, θυμήθηκαν το καλάθι τους αλλά και τις σοκολάτες που τους είχε δώσει. Εκλεισαν αμέσως το επόμενο ραντεβού τους: ο Αντλερ θα κοπιάσει στην Ιταλία, να ανταμωθούν και από κοντά, μόλις ξεμπερδέψουμε όλοι με τον κορονοϊό.
Οσοι έμαθαν αυτήν την ιστορία στην Ιταλία, αλλά και αλλού, μιλούν για «χριστουγεννιάτικο θαύμα» – και μπορεί να έχουν και δίκιο. Αν πάλι κάποιος αδαής ρωτήσει για τον νικητή εκείνου του φριχτού πολέμου, η απάντηση «νίκησε το Facebook, παιδί μου» δεν πρέπει να θεωρηθεί και ολωσδιόλου άστοχη.