Ο Κάρλο Ράτι είναι ένας ιταλός διακεκριμένος αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός, ιδρυτής του Senseable City Lab στο ΜΙΤ και επικεφαλής του αρχιτεκτονικού γραφείου CRA-Carlo Ratti Associati με έδρα στο Τορίνο και παράρτημα στη Νέα Υόρκη.
Αρχισε να επισκέπτεται συχνά την Βαρκελώνη στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τότε που η πρωτεύουσα της Καταλονίας βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση, όντας μία ολοζώντανη και προοδευτική ευρωπαϊκή μητρόπολη που ατένιζε το μέλλον με απόλυτη αισιοδοξία, κατάμεστη με νέους και νέες που μετέβαιναν εκεί από κάθε γωνιά της Ευρώπης.
«Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν ανακάλυψα μια παραλία γυμνιστών στην καρδιά της πόλης και, επίσης, εκείνη την αίσθηση ισορροπίας μεταξύ της καταλανικής υπερηφάνειας και της ικανότητας ανοίγματος στον κόσμο», εξηγεί σε κείμενό του στην La Repubblica, υποστηρίζοντας πως εκείνη την περίοδο η Βαρκελώνη διεκδικούσε με αξιώσεις τον τίτλο της «Πρωτεύουσας της Μεσογειακής Ευρώπης».
Δεν ήταν πάντα έτσι, ωστόσο, η Βαρκελώνη. Κατά τη περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο ήταν ένας γκρίζος τόπος που παραμελούσε τις φυσικές του ομορφιές. Μετά τον θάνατο του δικτάτορα η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται σταδιακά ενώ το γεγονός που σηματοδότησε την εντυπωσιακή αναγέννηση της Βαρκελώνης ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1992, τους οποίους οι τοπικές αρχές εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο και με υποδειγματικό τρόπο με στόχο να ακμάσει η πόλη τους.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1992
Μετά το τέλος του φρανκισμού δήμαρχος της Βαρκελώνης εκλέχθηκε ο Πασκουάλ Μαραγάλ, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τη μεταμόρφωση της πόλης. Την 17η Οκτωβρίου του 1986 ανακοινώθηκε ότι οι αγώνες της 25ης Ολυμπιάδας επρόκειτο να λάβουν χώρα στην καταλανική μητρόπολη. «Ο προϋπολογισμός ήταν περιορισμένος αλλά ο Μαραγάλ κατάφερε να εκμεταλλευτεί εκείνη την ευκαιρία για να αρχίσει μία διαδικασία αστικού επανασχεδιασμού που θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια ένα από τα πιο επιτυχημένα πρότζεκτ στην Ευρώπη κατά το τέλος του περασμένου αιώνα», αναφέρει ο Κάρλο Ράτι.
Ο καταλανός δήμαρχος ζήτησε τη βοήθεια του αρχιτέκτονα, ιστορικού και φιλοσόφου Ιγκνάσι ντε Σολά – Μοράλες, με τον οποίο είχε την τύχη να γνωριστεί την προηγούμενη χρονιά και να αναπτύξει μαζί του φιλική σχέση. Τους δύο άνδρες δεν ενδιέφερε μόνο η κατασκευή των γηπέδων και των λοιπών αθλητικών εγκαταστάσεων για τους αγώνες, αλλά και η αντιμετώπιση δύο εκ των μεγαλύτερων από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η Βαρκελώνη.
Το πρώτο αφορούσε τη σύνδεση της πόλης με το παραθαλάσσιο μέτωπο το οποίο ουσιαστικά δεν υφίστατο ως τέτοιο εξαιτίας των διάφορων βιομηχανικών και άλλων υποδομών που είχαν κατασκευαστεί δίχως κανένα κριτήριο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. «Σήμερα οι δρόμοι γλιστρούν γλυκά προς το λιμάνι, ενώ οι παραλίες, όπου κολυμπούν οι άνθρωποι, και η Μπαρτσελονέτα, αποτελούν δημοφιλή σημεία συνάντησης», γράφει ο ιταλός αρχιτέκτονας.
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του δεύτερου μεγάλου προβλήματος της Βαρκελώνης, οι αρμόδιες αρχές ανέλαβαν τη δύσκολη αποστολή της ανάδειξης των δημόσιων χώρων της πόλης, όχι μόνον ως τοπόσημα αλλά και ως «ψυχή του αστικού πνεύματος» της πόλης. Το πρότζεκτ των «εκατό πλατειών» άλλαξε ριζικά και την αντίληψη των ίδιων των Βαρκελωνέζων όσον αφορά την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης τους. Παράλληλη με την ανάδειξη των δημόσιων χώρων της πόλης ήταν και η ανάδειξη του ντόπιου αρχιτεκτονικού ταλέντου, το οποίο παρότι πατούσε πάνω σε μια εξαιρετική αρχιτεκτονική παράδοση, είχε σχεδόν εκλείψει κατά τις δεκαετίες του φρανκισμού.
Αυτές οι αλλαγές αποτέλεσαν τη βάση για τη μετέπειτα ανάδειξη της Βαρκελώνης ενώ η επιτυχία της συνεχιζόμενης κατά τα επόμενα χρόνια (μετά τους Ολυμπιακούς) πολεοδομικής αναγέννησης της πόλης ήταν τόσο μεγάλη που το 1999 το βαρύτιμο Royal Gold Medal της RIBA – του Βασιλικού Ινστιτούτου των Αρχιτεκτόνων της Βρετανίας – απονεμήθηκε για πρώτη φορά στην Ιστορία, όχι σε κάποιον αρχιτέκτονα ή αρχιτεκτόνισσα αλλά στην πρωτεύουσα της Καταλονίας.
«Με άλλα λόγια η Βαρκελώνη της δεκαετίας του 1990 κατάφερε να επανεφεύρει μία πρακτική που υπήρχε πολύ καιρό αλλά ποτέ δεν είχε ένα όνομα τόσο ξεκάθαρο: το αστικό μάρκετινγκ, δηλαδή την ιδέα σύμφωνα με την οποία, έχοντας καταστεί πιο χαλαρά τα εθνικά σύνορα, οι περιφερειακές πρωτεύουσες ανταγωνίζονται μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της πολεοδομίας και του ντιζάιν για την προσέλκυση ταλέντων, τουριστών και κεφαλαίων», εξηγεί ο Κάρλο Ράτι.
Η παρακμή και η αντίδραση των πολιτών
Σήμερα, ωστόσο, η Βαρκελώνη δεν είναι εκείνη η πόλη – πρότυπο με τον ιταλό ειδικό να αναφέρει πως «έπεσε θύμα της δικής της πρωτιάς στο αστικό μάρκετινγκ». Από το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων και έπειτα η Καταλονία κατέστη σταδιακά ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σύμφωνα με συγκεκριμένες μελέτες, τουλάχιστον από το 2012 και μετά (έως το ξέσπασμα της πανδημίας) κάθε χρόνο επισκέπτονταν τη Βαρκελώνη από 25 έως 30 εκατομμύρια άνθρωποι, και, παρότι δεν ήταν όλοι τουρίστες, ο αριθμός ήταν αναμφίβολα υπερβολικός, για μία πόλη με λίγους περισσότερους από 1,5 εκ. κατοίκους.
Κάπως έτσι άρχισαν να γίνονται αισθητές και με το παραπάνω οι αρνητικές συνέπειες του μαζικού τουρισμού, όπως η έλλειψη σεβασμού προς την πόλη και τους χώρους και τις δομές της, η επιδείνωση της καθημερινότητας για τους μόνιμους κατοίκους της αλλά και ο εξοστρακισμός πολλών εξ αυτών από το κέντρο της πόλης, με στόχο την μετατροπή των πρώην κατοικιών τους σε ξενοδοχεία ή Airbnb.
Ωστόσο οι Βαρκελωνέζοι δεν έμεινα άπραγοι μπροστά σε αυτήν την άκρως δυσάρεστη κατάσταση και άρχισαν να αντιδρούν, πολλοί, μάλιστα, οργισμένα, σημειώνει ο Ράτι, αναφερόμενος στα γκράφιτι κατά των τουριστών στους τοίχους της πόλης και τις αφηγήσεις περί εκτόξευσης αντικειμένων κατά διερχομένων γκρουπ.
Τελικά ένα παρόμοιο πνεύμα επικράτησε και στο δημαρχείο της πόλης με τη νίκη της Αδα Κολάου και της λαϊκίστικής πλατφόρμας της. Η δήμαρχος (από το 2015) της Βαρκελώνης επικράτησε υποσχόμενη και κατασχέσεις διαμερισμάτων που ανήκαν σε τράπεζες και κτηματομεσιτικά γραφεία και παρέμεναν άδεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα. «Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά όταν τα κινήματα διαμαρτυρία κερδίζουν την εξουσία, η πικρία δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε ένα νέο αστικό σχέδιο», γράφει ο Κάρλο Ράτι.
Η κρίση της Βαρκελώνης επιδεινώθηκε σημαντικά εξαιτίας της πανδημίας, καθώς οι ορδές τουριστών εξαφανίστηκαν ξαφνικά, οι δρόμοι και οι λεωφόροι της πόλης ερήμωσαν και εκατοντάδες καταστήματα βρέθηκαν στο χείλος της καταστροφής. Πλέον τόσο ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος όσο και τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας συμφωνούν πως ο κύκλος που άνοιξε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 τείνει να κλείσει.
Η Βαρκελώνη του μέλλοντος
Αναζητώντας μία νέα βάση για «τη Βαρκελώνη του αύριο» ο Κάρλο Ράτι απορρίπτει την καταφυγή στον «μηχανισμό του μεγάλου γεγονότος» και τάσσεται υπέρ της προώθησης ενός εναλλακτικού μοντέλου χρήσης και εκμετάλλευσης και απόλαυσης της πόλης που θα αντικαταστήσει το τρέχον τουριστικό μοντέλο και τις υπερβολές του.
Ο ιταλός αρχιτέκτονας επικαλείται τον Ντον Ντελίλο για τον οποίο «τουρίστας σημαίνει αποποίηση των ευθυνών» και υπενθυμίζει πως ο υπερβολικός τουρισμός δημιουργεί καταρχάς επικίνδυνες στρεβλώσεις στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες. Οι τουρίστες «χρησιμοποιούν την “urbs” – την φυσική πόλη όπως την αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι – δίχως να συμβάλλουν σημαντικά στην “civitas”», που αφορά περισσότερο την κοινωνία των πολιτών ως οργανωμένο σύνολο.
Και τάσσεται υπέρ ενός αναπτυξιακού μοντέλου, βάση τoυ οποίου θα μπορούσε να αποτελέσει ο αποκαλούμενος από τον ίδιο «ξεκούραστος τουρισμός» (turismo posato) στο πλαίσιο του οποίου οι τουρίστες θα παραμένουν σε έναν προορισμό για μεγάλα, κατά βάση, χρονικά διαστήματα, αντί να πετάγονται διαρκώς από το ένα μέρος στο άλλο, «συμβάλλοντας έτσι, στην εκ νέου ανακάλυψη του νοήματος όρων όπως ενσωμάτωση και συνεισφορά του πολίτη», εξηγεί ο Ράτι.
Κάποτε τη δυνατότητα να εγκαταλείπουν τις εστίες τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να διαμένουν στο εξωτερικό την είχαν μόνον οι ζάπλουτοι. Σήμερα, ωστόσο, στον διασυνδεδεμένο κόσμο μας οι μακροχρόνιες παραμονές σε ξένους τόπους θα μπορούσαν κάλλιστα να γενικευτούν.
Η εποχή της τηλεργασίας
Καταρχάς γιατί η εργασία εξ αποστάσεως αποτελεί, πλέον, πραγματικότητα για πάμπολλους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να εργάζονται από οπουδήποτε επιθυμούν. Την ίδια ώρα στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «gig economy» (οικονομία των ευκαιριακών εργασιών) θα μπορούσαν να δημιουργούνται και εποχικές θέσεις εργασίας που θα συνδέονται άμεσα με τις ανάγκες της πόλης. Παρόμοιες ευκαιρίες (μακράς παραμονής) μπορούν να προκύψουν και μέσω ειδικών προγραμμάτων εθελοντισμού ενώ θα μπορούσαν επίσης να προσφέρονται κίνητρα από τις δημοτικές αρχές στους ιδιοκτήτες/ διαχειριστές καταλυμάτων, ούτως ώστε να προσφέρουν μεγαλύτερες εκπτώσεις για παραμονές μεγαλύτερης διάρκειας.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του ο Κάρλο Ράτι αναγνωρίζει πως «πρόκειται για πολύπλοκες υποθέσεις, η πραγματοποίηση των οποίων θα απαιτούσε θάρρος και θράσος. Η ιστορία, όμως, μας δείχνει πως ελάχιστα άλλα μέρη διαθέτουν αυτές τις ιδιότητες περισσότερο από τη Βαρκελώνη. Ακολουθώντας αυτήν την κατεύθυνση η καταλανική δημιουργικότητα και ευρηματικότητα θα μπορούσαν να υποδείξουν ξανά τον δρόμο σε πολλά άλλα αστικά κέντρα, στην Ευρώπη και όχι μόνο, όπου η επιτυχία στο αστικό μάρκετινγκ επέφερε τόσα θετικά όσα και αρνητικά».