Το φετινό, ετήσιο τεύχος του περιοδικού Vanity Fair για το Χόλιγουντ, το 27ο στη σειρά, κρύβει μια έκπληξη. Αντί να οργανώσει μια ομαδική φωτογράφιση, όπως αυτές που συνήθως κοσμούν το εξώφυλλο του ειδικού τεύχους, εκμεταλλεύτηκε τους περιορισμούς της πανδημίας για «να τιμήσει 10 δημιουργούς και σταρ που μας έδειξαν έναν δρόμο ελπίδας και ανθρωπισμού σε μια χρονιά πραγματικά σουρεαλιστική», όπως γράφει με ανάρτησή του στα social media.
Από την έδρα τους στην Κόστα Ρίκα, οι εννοιολογικοί καλλιτέχνες Μαουρίτσιο Κατελάν και Πιερπάολο Φεράρι σκηνοθέτησαν δέκα ξεχωριστές σουρεαλιστικές φωτογραφίσεις σε τέσσερις ηπείρους, χρησιμοποιώντας τεχνικές, που ελαχιστοποίησαν το προσωπικό των συνεργείων για τα γυρίσματα και μεγιστοποίησαν τα ψηφιακά κόλπα.
Για την (αναδιπλούμενη) εικόνα του εξωφύλλου, οι δύο καλλιτέχνες δημιούργησαν μια σύνθεση με στεφάνια λουλουδιών με τον ηθοποιό ΛαΚιθ Στάνφιλντ πάνω σε ένα άσπρο άλογο στο κέντρο ενός «ανθισμένου» ταμπλό και εννέα κορυφαίες μορφές από τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας να τον περιβάλλουν.
Στο εσωτερικό του τεύχους η Σαρλίζ Θερόν εμφανίζεται σε έναν ρινγκ πυγμαχίας με αντίπαλο μια αρκούδα, ο Σπάικ Λι πετάει πάνω από τη Νέα Υόρκη πάνω σε έναν απειλητικό μεταλλικό αετό, ο Σάσα Μπαρόν Κοέν καθαρίζει με μια ροζ ηλεκτρική σκούπα το Οβάλ Γραφείο, η ράπερ Οουκαφίνα πετάει πάνω από τον ωκεανό ξαπλωμένη πάνω σε έναν τεράστιο πολυέλαιο, η Μάγια Ρούντολφ με μια τεράστια άφρο (πλην όμως ξανθιά) περούκα παριστάνει την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις και ο ΛαΚιθ Στάνφιλντ παίρνει συνέντευξη από μια γάτα, μια χελώνα και μια χήνα, που κάθονται δίπλα του σε ένα talk show…
Στο εισαγωγικό άρθρο του με τίτλο «Let there be light» («Ας αφήσουμε να μπει το φως» θα λέγαμε ελεύθερα), ο Ρίτσαρντ Λόουσον αναφέρεται στον πάντα περιεκτικό Σπάικ Λι που λέει στο Vanity Fair ότι «το 2020 ήταν μια γ@μημένη χρονιά, απλά μια γ@μημένη χρονιά με κεφαλαία και θαυμαστικά: Γ@ΜΗΜΕΝΗ!!!». Το τελευταίο μας ταξίδι γύρω από τον ήλιο ήταν οδυνηρό, γράφει ο επικεφαλής των κριτικών θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης του περιοδικού, καθώς τα πολιτικά δεινά τόσο τα μακροχρόνια όσο και τα πρόσφατα, επιδεινώθηκαν από την πανδημία Covid-19.
Και στη συνέχεια αναφέρεται στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ και τους δικούς του που λεηλάτησαν ό,τι και όσο μπορούσαν αφήνοντας εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς να πεθάνουν ολομόναχοι, ενώ ο θάνατός τους θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Επικίνδυνες θεωρίες συνωμοσίας κυρίευσαν το μυαλό χιλιάδων αν όχι εκατομμυρίων πολιτών τραβώντας την προσοχή τους μακριά από τα πραγματικά προβλήματα, όπως η ρατσιστική βία των αστυνομικών και οι πράξεις τρομοκρατίας. Ηταν μια χρονιά με μυριάδες άγχη, γράφει ο Λόουσον, μια χρονιά τρόμου και απώλειας, σύγχυσης και απελπισίας.
Φέτος, λοιπόν, σχεδιάζοντας την ειδική έκδοση για το Χόλιγουντ, τα στελέχη του περιοδικού δεν αρκέστηκαν σε έργα, που μας βοηθούν να δραπετεύουμε. Αναζήτησαν ταινίες και τηλεοπτικές σειρές διαφωτιστικές. Που είπαν κάτι σημαντικό για όλα όσα βιώσαμε. Που υπερασπίστηκαν την καλοσύνη και καταδίκασαν τους ανθρώπους, που επέβαλαν σε μια χώρα ολόκληρη το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Μεταξύ άλλων, λοιπόν, επέλεξαν την «Παλιά Φρουρά», ταινία δράσης της μαύρης σκηνοθέτριας Τζίνα Πρινς-Μπάιδεγουντ, που θυμίζει καλοκαιρινό blockbuster με φαντασία, υπερήρωες, θεαματικές μάχες και μια queer σχέση. Η ταινία έστειλε, εξάλλου, το δυνατό μήνυμα ότι ο σωστός σταρ μπορεί να προσελκύσει θεατές σε μια πλατφόρμα όπως το Netflix. Συμπαραγωγός της είναι η Σαρλίζ Θερόν, η οποία συμμετέχει επίσης στο καστ στον ρόλο μιας σχεδόν αήττητης μισθοφόρου.
Επιπλέον, η συμπεριφορά της ηθοποιού είναι (σχεδόν πάντα) άψογη στο Χόλιγουντ, οπότε είναι σχεδόν ανακουφιστικό, γράφει στο Vanity Fair η Κάσι ντα Κόστα, να ακούς από το στόμα της ότι δεν τα καταφέρνει με τα σχολικά μαθήματα των παιδιών της στο σπίτι: «Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που πρέπει να αντιμετωπίσω το πόσο χάλια και πόσο τρομερή είμαι σε κάτι, μια πραγματική αποτυχία. Είμαι απαίσια δασκάλα», λέει η κατά τα άλλα υπέροχη Σαρλίζ.
Διάλεξαν επίσης το σίκουελ «Μπόρατ 2» του Σάσα Μπαρόν Κοέν γιατί έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στον δικηγόρο του Τραμπ Ρούντολφ Τζουλιάνι, μια από τις πιο απεχθείς και απίστευτα διεφθαρμένες μορφές του οικοσυστήματος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ. Ο κωμικός ηθοποιός, που πρωταγωνιστεί και στη «Δίκη των 7 του Σικάγου», λέει για τον νεαρό ακτιβιστή Αμπι Χόφμαν, τον οποίο υποδύεται στο πολιτικό δράμα του Ααρον Σόρκιν: «Κατάλαβε τη δύναμη που έχουν το χιούμορ και η κωμωδία να εκθέτουν τα δεινά της κοινωνίας και να ταπεινώσουν τους ισχυρούς».
Αλλά μπορεί να μιλάει και για τον εαυτό του. Με αυτές τις δύο ταινίες, τις οποίες αποκαλεί «το δικό μου κάτι τις στον αγώνα για τη δημοκρατία», ο Κοέν δημιούργησε σκηνές, -όπως ο Χόφμαν στο δικαστήριο, και ο Μπόρατ με δαντελωτό ροζ εσώρουχο να τρολάρει τον Τζουλιάνι- που ανταποκρίνονται στη λαχτάρα μας για καυστικό χιούμορ, γράφει η Κέιτι Ριτς.
Στο δράμα «Judas and the Black Messiah» («Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας», 2021) μια πραγματική ιστορία των Μαύρων Πανθήρων, ο ΛαΚιθ Στάνφιλντ δίνει ζωή σε ένα ντροπιαστικό κεφάλαιο της πρόσφατης ιστορίας των ΗΠΑ που συχνά παραβλέπεται όταν η χώρα ερευνά το παρελθόν της. Ο Στάνφιλντ υποδύεται τον πληροφοριοδότη του FBI που κατάφερε να διεισδύσει στην οργάνωση και να γίνει έμπιστος του Μαύρου Πάνθηρα Φρανκ Χάμπτον, διευκολύνοντας τους ένοπλους πράκτορες να τον δολοφονήσουν.
Στα γυρίσματα της ταινίας ο ηθοποιός έπαθε μια μεγάλη κρίση πανικού: «Εφυγα τρέχοντας και λέγοντας “δεν μπορώ! Δεν ξέρω αν κάνω αυτό που πρέπει παίζοντας αυτό το πρόσωπο”», λέει στο περιοδικό ο μαύρος ηθοποιός. Γνώριζε όμως ότι το μήνυμα της ταινίας ήταν επείγον: «Πολλοί άνθρωποι επαναστατούν ενάντια σε πράγματα που βρίσκουν καταπιεστικά. Από ποια πλευρά βρίσκεσαι;», σημειώνει.
Τη χρονιά που πέρασε, εξάλλου, ο Σπάικ Λι βρέθηκε σε μια από τις καλύτερες περιόδους της καριέρας του, με το έπος «Da 5 Bloods» (ο μονόλογος του Πολ – Ντελρόι Λίντο προς την κάμερα είναι η πιο συνταρακτική σκηνή της ταινίας και ίσως μια από τις πιο δυνατές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου), το συναρπαστικό μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «David Byrne’s American Utopia» και μια ταινία μικρού μήκους για την αναταραχή και τη θλίψη της Νέας Υόρκης στις πρώτες μέρες της πανδημίας.