Στο βίντεο «Bury A Friend» (2019) της Μπίλι Αϊλις, η τότε 17χρονη τραγουδίστρια θολώνει τα όρια μεταξύ του εφιάλτη και της νοσηλείας σε ψυχιατρείο επαναλαμβάνοντας έξι φορές «Θέλω να με τελειώσω» μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Αλλά κατά περίεργο τρόπο, δεν ήταν αυτό που έκανε το κοινό, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων της μουσικής βιομηχανίας, να «κολλήσουν». Μέχρι τις 2 Μαΐου που κυκλοφόρησε η βρετανική Vogue με τη Μπίλι στο εξώφυλλο, ήταν πιο πιθανό να μιλάει ο κόσμος για το πόσο πρωτοποριακό ήταν να φοράει πολύ φαρδιά ρούχα παρά για τις επαναλαμβανόμενες αναφορές της σε αυτοκτονικές σκέψεις.
Η ιστορία είναι οικεία, είτε πρόκειται για την Εϊμι Γουάινχαουζ, που λέει τραγουδιστά στο «Rehab» ότι δεν θέλει να πάει για αποτοξίνωση, πριν πεθάνει στα 27 της από υπερβολική δόση ηρωίνης και αλκοόλ, είτε για τον Κερτ Κομπέιν που έγραψε το «I Hate Myself and Want To Die» («Μισώ τον εαυτό μου και θέλω να πεθάνω») πριν αυτοκτονήσει επίσης στις 27 του χρόνια.
Το κοινό καταβροχθίζει αφηγήσεις για τραύματα. Ισως γιατί προσφέρουν μια πηγή άνεσης επικυρώνοντας τις εμπειρίες των θεατών, κάνοντάς τους να αισθάνονται λιγότερο μόνοι ή υπενθυμίζοντάς τους ότι, συγκριτικά, είναι τυχεροί, γράφει στην ιστοσελίδα The Conversation η Κριστίν Λιμπ, καθηγήτρια στο Emerson College της Βοστώνης. Από την άλλη πλευρά, το ερεθιστικό περιεχόμενο μπορεί να προσφέρει στους θαυμαστές ένα είδος ηδονοβλεπτικής απόλαυσης από την ασφάλεια του καναπέ τους. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία: οι καλλιτέχνες μπορούν να εκφράζουν τον πόνο τους και το κοινό να φαντάζεται ότι δεν είναι πραγματικά ένα πρόβλημα για το οποίο πρέπει να ανησυχήσει, αλλά κάτι που ενισχύεται για καλλιτεχνικούς λόγους…
Αποκαλύψεις αυτού του είδους μπορούν να ενισχύσουν τη δημοτικότητα ενός καλλιτέχνη, μπορούν επίσης να επισκιάσουν όλες τις άλλες πτυχές της ζωής και του έργου του, και να καταλήξουν σε μια άλλη μορφή εκμετάλλευσης.
Αφού βγουν τα ρούχα, τι ακολουθεί;
Εχοντας μελετήσει γυναίκες ποπ σταρ για σχεδόν δύο δεκαετίες, η Κριστίν Λιμπ έγραψε πώς -από την έλευση του MTV τη δεκαετία του 1980- έχει διαμορφώσει η μουσική βιομηχανία τις ποπ σταρ έτσι ώστε να είναι μάλλον σέξι διασκεδάστριες (πανέμορφες, επιπόλαιες, καυτές αλλά και «μαύρο χάλι») παρά ταλαντούχες μουσικοί.
Στο βιβλίο της «Gender, Branding and The Modern Music Industry: The Social Construction of Female Popular Music Stars», η Λιμπ υποστηρίζει ότι η τοποθέτηση και το μανατζάρισμα γυναικών καλλιτεχνών με αυτό τον τρόπο είχε αρνητικό αντίκτυπο στη δημιουργική τους έκφραση, την ψυχική υγεία και τη μάκρος της καριέρας τους.
Οι κορυφαίες σταρ γδύνονται εδώ και δεκαετίες, και οι αποκαλύψεις της επιδερμίδας έχουν γίνει τόσο συχνές ώστε δεν ξεχωρίζουν πια. Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, για επικοινωνία και μια πιο ουσιαστική σχέση με το κοινό τους οι σταρ αντέστρεψαν τη σειρά των πραγμάτων: τώρα πια διατηρούν τα ρούχα τους αλλά μοιράζονται τα μυστικά τους, εκθέτοντας την εσωτερική τους αναστάτωση.
Αυτό έσπασε το κοινωνικό συμβόλαιο του stardom (το status του σταρ), υποστηρίζει η Λιμπ. Για δεκαετίες, η προσπάθεια των γραφείων δημοσίων σχέσεων ήταν να παρουσιάζουν τις σταρ ως τέλειες, μια ψευδαίσθηση που όμως είναι αδύνατο να διατηρηθεί. Μέχρι που σταρ όπως η Μαράια Κάρεϊ και η Γουίτνεϊ Χιούστον κατέρρευσαν δημόσια, παρά το γεγονός ότι έδιναν αγώνα να κρύβονται για να προστατεύουν το άψογο όνομά τους.
Η Lady Gaga αποκάλυψε ότι βιάστηκε από έναν παραγωγό όταν ήταν 19 ετών
Τα social media άλλαξαν περαιτέρω τη δυναμική. Το κοινό ζητούσε αυθεντικότητα και όχι δημόσιες σχέσεις. Και αυτό ακριβώς παίρνει τα τελευταία χρόνια, καθώς διάσημες ποπ σταρ έχουν αρχίσει να εκφράζουν τις ανησυχίες της εποχής κάνοντας αποκαλύψεις για μισογυνισμό, ρατσισμό, σεξουαλική βία και ψυχική υγεία.
Το #MeToo άνοιξε τον δρόμο για συναισθηματική απογύμνωση
Η ειλικρίνεια, με την οποία καλλιτέχνες αποκαλύπτουν εμπειρίες τους σχετικές με τη σεξουαλική βία, το τραύμα και τον εθισμό, αντιπροσωπεύει μια σημαντική μετατόπιση στο πώς τους βλέπουμε: περισσότερο ως ανθρώπους παρά σαν προϊόντα. Σήμερα, πολλοί καλλιτέχνες κάνουν σήμα κατατεθέν τους όχι τη μουσική τους, τις παραστάσεις τους ή το σώμα τους, αλλά τα προσωπικά τους τρωτά σημεία.
Πριν από τη διάδοση του #MeToo το 2017, οι ποπ σταρ πρόσφεραν για χρόνια τις ιστορίες τους με αποτέλεσμα διάφορα επίπεδα αποδοχής. Το 2013, η Μαντόνα δήλωσε ότι είχε βιαστεί με την απειλή μαχαιριού λίγο μετά τη μετακόμισή της στη Νέα Υόρκη. Το 2014, η Kesha ισχυρίστηκε ότι ο παραγωγός Dr. Luke την κακοποιούσε για χρόνια «σεξουαλικά, σωματικά, λεκτικά και συναισθηματικά», και το 2016 η Lady Gaga αποκάλυψε ότι ο βιασμός που υπέστη από έναν παραγωγό όταν ήταν 19 ετών, οδήγησε σε σύνδρομο μετατραυματικού στρες (PTSD).
Και ενώ το κίνημα #MeToo αποκτούσε κύρος το φθινόπωρο του 2017, αυτές οι δημοφιλείς σταρ κέρδισαν ακόμα μεγαλύτερη φήμη, καθώς άρχισαν να πολεμούν με πάθος καταχρηστικά συστήματα και μεμονωμένα κακοποιά στοιχεία επιδιώκοντας να ους κάνυν να λογοδοτήσουν.
Το κοινό και τα μέσα ενημέρωσης έγιναν πιο ευαίσθητα στους αγώνες των γυναικών με την ψυχική υγεία, τον εθισμό και τα τραύματα και άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι στην πραγματικότητα η κατάρρευση των σταρ ίσως ήταν λογική ανθρώπινη αντίδραση σε διάφορες μορφές κακοποίησης με βάση το φύλο. Αρχισαν να μισούν το παιχνίδι, αντί να κατηγορούν τους παίκτες και να θέλουν να μάθουν περισσότερα, για την ακρίβεια όλα καθώς οι κυρίαρχες υπηρεσίες ροής διψούσαν για ακόμα περισσότερο περιεχόμενο.
Οι ουρανοί άνοιξαν, πραγματικά αλλά με τον γνωστό αμερικανικό τρόπο, ένα καλό πράγμα έφτασε στο σημείο του παραλογισμού.
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες σταρ αποκαλύπτουν ιστορίες επιβίωσης: Η Αριάνα Γκράντε δημοσιοποίησε ένα εγκεφαλογράφημα αποκαλύπτοντας τη διάγνωση PTSD που της έγινε το 2019. Η Μαράια Κάρεϊ στα απομνημονεύματά της μιλάει για κακοποίηση που είχε υποστεί στο παρελθόν, την κατάρρευσή της το 2001 και τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής. Και, το 2021, η Pink κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ για την παγκόσμια περιοδεία της με τίτλο «Beautiful Trauma».
Το ταλέντο και η μουσική των σταρ έχουν γίνει σχεδόν παρεπόμενα, υποτάσσονται στην ικανότητά τους να επεξεργάζονται τον πόνο τους δημόσια. Οι υπερβολικά λεπτομερείς ιστορίες τραυμάτων που μοιράζονται οι ποπ σταρ έχουν γίνει ρουτίνα.
Τι είναι η συναισθηματική απογύμνωση
Η συναισθηματική απογύμνωση είναι κάτι διαφορετικό από τον τρόπο που έχουν οι καλλιτέχνες να μετατρέπουν το τραύμα σε μεγάλη τέχνη, όπως έκαναν, για παράδειγμα, η Μπιγιονσέ στο «Lemonade» και η Φιόνα Απλ στο «Fetch The Bolt Cutters», άλμπουμ στα οποία γνωστοποιούν τους αγώνες τους χωρίς να δίνουν όλες τις προσωπικές λεπτομέρειες. Αυτά τα άλμπουμ ενθαρρύνουν και ενδυναμώνουν καθώς οι τραγουδίστριες μοιράζονται την οργή, το φόβο, τις απογοητεύσεις και τις αδυναμίες τους. (Δείτε το trailer του «Lemonade»)
Αντίθετα η συναισθηματική απογύμνωση δίνει προτεραιότητα στην υπερέκθεση του εαυτού -τα τραύματα της σταρ, τους εθισμούς της και τους αγώνες της με την ψυχική υγεία – πάνω από όλες τις άλλες πτυχές του καλλιτεχνικού της ονόματος και της προσωπικότητάς της. Οταν μια σταρ απογυμνώνεται συναισθηματικά, γράφει η Κριστίν Λιμπ, «ξεφλουδίζει» το εμπορικό σήμα της – το οποίο, εάν το έχει φτιάξει σωστά και το διαχειρίζεται σωστά, θα πρέπει να είναι το προστατευτικό στρώμα μεταξύ εκείνης και του κοινού της.
Από μια άποψη αυτή η τάση σηματοδοτεί πρόοδο: το κοινό είναι πλέον λιγότερο επικεντρωμένο αποκλειστικά στην αντικειμενοποίηση των πραγματικών σωμάτων των σταρ, όπως είχαν εκπαιδευτεί να κάνουν για δεκαετίες. Αλλά δημιουργεί επίσης έναν νέο κίνδυνο. Τώρα το κοινό αισθάνεται ότι έχει το δικαίωμα να γνωρίζει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όλα όσα συμβαίνουν στο σώμα και το μυαλό των σταρ. Οι θαυμαστές καταναλώνουν λαίμαργα ιστορίες τραυμάτων αντί να σκέφτονται πιο βαθιά για το πώς να σταματήσουν την παραγωγή τους.
Η συναισθηματική απογύμνωση τραβάει την προσοχή του κοινού αλλά μπορεί επίσης να έχει μεγάλο κόστος για τον καλλιτέχνη, ο οποίος δεν θεραπεύεται μαγικά απλώς και λέγοντας την ιστορία του δημόσια. Η συζήτηση για το τραύμα έχει αξία, αλλά δεν το απελευθερώνει, όπως σημειώνει ο ειδικός στο τραύμα Μπέσελ βαν ντερ Κολκ στο μπεστ σέλερ του με τον αποκαλυπτικό τίτλο «the body keeps the score» («το σώμα θυμάται»). Μπορεί επίσης να προκαλέσει βλάβη στις σταρ με επανάληψη τραυματικών καταστάσεων.