Σα να μην έφταναν οι έρευνες οι οποίες έχουν αποκαλύψει ήδη αρκετά στοιχεία συνδέοντας το ρόφημα της επιλογής μας με την κοινωνική τάξη, την ηλικία, και το στάτους του καθενός, ακόμα και με την… ψυχική του υγεία, μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι η απάντηση βρίσκεται δε κάτι πιο γενετήσιο για τους καφεπότες και τους τεϊοπότες αντίστοιχα: τη γενετική προδιάθεση.
Μια πρόσφατη έρευνα, λοιπόν, έδειξε ότι η επιλογή του ζεστού ροφήματος επηρεάζεται εν μέρει από τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για το πώς αντιλαμβανόμαστε την πικρή γεύση. Επιβεβαίωσε επίσης ότι ο πληθυσμός μπορεί να χωριστεί γενικά σε δυο κατηγορίες ανάλογα με τον αριθμό φλιτζανιών καφέ ή τσαγιού που πίνουν καθημερινά, γράφουν οι Times του Λονδίνου.
Υπεύθυνος της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports είναι ο Τζου-Σενγκ Ονγκ, διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία, ο οποίος αποδίδει εν μέρει αυτόν τον διαχωρισμό στα ίδια γονίδια που ελέγχουν το κατά πόσο προτιμάει κανείς να γεύεται πικρά τρόφιμα. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι υπάρχει επίσης άλλος ένας παράγοντας: «Είναι πολύ δύσκολο να πίνει κάποιος πολλά και από τα δύο ταυτόχρονα».
Η ικανότητα να γεύεται κανείς πικρά τρόφιμα δεν είναι πολύ συνηθισμένη, διότι ελέγχεται από πολύ λίγα γονίδια. Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η αντίληψη του πικρού εξελίχθηκε ως ένας τρόπος για να εντοπιστεί αν κάτι είναι δηλητηριώδες, το γεγονός όμως ότι μια μετάλλαξη σε μερικά μόνο γονίδια μπορεί να έχει σημαντική επίδραση, υποδηλώνει ότι πιθανόν δεν είναι τόσο χρήσιμη για την επιβίωσή μας.
Αυτή η ιδιοτροπία σημαίνει επίσης ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο ο γενικός πληθυσμός αντιδρά στα πικρά τρόφιμα. Κατά την διάρκεια της έρευνάς του ο Ονγκ εξέτασε τρία συγκεκριμένες πικρές ουσίες που υπάρχουν σε τρόφιμα: την κινίνη, η οποία προστίθεται στο tonic water, την 6-n-προπυλθειουρακίλη ή prop, η οποία είναι παρόμοια με μόρια που απαντώνται στα λαχανάκια Βρυξελλών και την καφεΐνη.
Είναι γνωστό ότι η ικανότητα να γεύεται κανείς την ουσία prop ποικίλει πάρα πολύ. Περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού (οι λεγόμενοι «supertasters») την αντιλαμβάνονται ως εξαιρετικά πικρή. Ο μισός πληθυσμός μπορεί να γευτεί το prop σε κάποιο βαθμό ενώ υπάρχει και μια ομάδα, που δεν το αγγίζει.
Ο κ. Ονγκ και οι συνάδελφοί του εξέτασαν μια ομάδα 2.000 ατόμων για να εξακριβώσουν ποια γονίδια συσχετίστηκαν με κάθε γεύση, συμπεριλαμβανομένου του prop. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν την UK Biobank, στην οποία φυλάσσονται τα γονιδιώματα 400.000 ανθρώπων, για να διαπιστώσουν πώς συσχετίζονται με την κατανάλωση καφέ και τσαγιού.
«Γενικά οι άνθρωποι που δοκιμάζουν prop ή κινίνη καταναλώνουν λιγότερο καφέ», δήλωσε ο Τζου-Σενγκ Ογκ, «Πράγμα που συμφωνεί με το γεγονός ότι βιολογικά έχουν περισσότερους υποδοχείς πικρής γεύσης στη γλώσσα τους. Λόγω της αυξημένης αίσθησης του πικρού, αποφεύγουν τον καφέ και ίσως πιστεύουν ότι είναι πάρα πολύ πικρός. Επιλέγουν το τσάι επειδή είναι λιγότερο πικρό σε σύγκριση με τον καφέ».
Οι ερευνητές δήλωσαν ακόμη ότι σε ατομικό επίπεδο άλλα στοιχεία, όπως η κοινωνική τάξη ή η αϋπνία από την οποία μπορεί να υποφέρει κάποιος, είναι πιθανό να μειώσουν την επίδραση των γονιδίων. Παρ ‘όλα αυτά, εξετάζοντας ένα τόσο μεγάλο δείγμα ανθρώπων έδειξαν ότι η επίδραση της γενετικής ήταν σταθερή και σημαντική.
Ωστόσο, η επίδραση του prop και της κινίνης διέφεραν από αυτή της καφεΐνης. Κατά περίεργο τρόπο η σχέση της καφεΐνης με τη γεύση ήταν αντίστροφη σε σύγκριση με τις δύο άλλες πικρές ουσίες.
«Αυτό που είδαμε είναι ότι εάν κάποιος έχει μεγαλύτερη ικανότητα να γεύεται το πικρό της καφεΐνης, καταλήγει να πίνει περισσότερο καφέ», δήλωσε ο Ονγκ. Ο αυστραλός επιστήμονας δεν μπορεί να πει γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά υποθέτει ότι πρόκειται για έναν μηχανισμό μάθησης που βασίζεται στην ευχαρίστηση την οποία νιώθουν οι άνθρωποι όταν πίνουν καφέ.