Πριν από μερικά χρόνια η Σάλι Τίσντεϊλ, συγγραφέας του βιβλίου «The Lie About the Truck: Survivor, Reality TV, and the Endless Gaze», άρχισε (όπως πολλοί τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο) να βλέπει το reality επιβίωσης «Survivor» ως αντίδοτο στις βραδινές ειδήσεις. Είχε δει μερικές σεζόν της σειράς όταν πρωτοεμφανίστηκε, και λαχταρούσε ξανά αυτό το διάλειμμα από την καθημερινή ζωή. Στο «Survivor» δεν υπάρχουν ημερολόγια ή τίτλοι και οι ημέρες μετριούνται με τις παλίρροιες, με την ανατολή και τη δύση του ηλίου. Οι παίκτες ανταγωνίζονται σε παράξενες φυσικές συνθήκες σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, χωρίς καμία ελπίδα διάσωσης. Καθώς παρακολουθούσε τη δεύτερη σεζόν, η Τίσντεϊλ προσχώρησε στην απέραντη ομάδα των φαν του reality.
Οπως όλα τα ριάλιτι, αναφέρει η Τίσντεϊλ στο απόσπασμα του βιβλίου της που αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του περιοδικού The Atlantic, το Survivor είναι πολύ επιμελημένο, αλλά προσπαθεί να μας πείσει ότι παρακολουθούμε κάτι αυθεντικό και αυθόρμητο, προσωπικές στιγμές, που προβάλλονται στον δημόσιο χώρο. Πρόκειται για μια τηλεοπτική εκπομπή στην οποία οι άνθρωποι προσποιούνται μπροστά στην κάμερα ότι είναι αληθινοί, πιστεύουν ότι είναι αληθινοί, αμφισβητούνται ότι είναι αληθινοί, αποτυγχάνουν να είναι αληθινοί, και κάθε τόσο αφήνουν να ξεγλιστρήσει κάτι που στην πραγματικότητα είναι αληθινό.
Βλέποντας παλιές σεζόν, γράφει η Τίσντεϊλ, την εντυπωσίασε, όχι η εξαπάτηση της σειράς αλλά η ειλικρίνειά της: το «Survivor» αντικατοπτρίζει τον κόσμο μας, υποστηρίζει η αμερικανίδα συγγραφέας. Οι διαγωνιζόμενοι είναι συναρπαστικοί ακόμα και όταν είναι αφόρητοι. Τα κίνητρά τους είναι βαθιά ανθρώπινα. «Κατέληξα να βλέπω την εκπομπή σαν έναν διασκεδαστικό καθρέφτη, μια σχεδόν τέλεια φαντασίωση φτιαγμένη από την ενασχόλησή μας με τη ζωή των άλλων», γράφει.
Το αμερικανικό «Survivor», το οποίο ολοκλήρωσε πρόσφατα την 41η σεζόν του, ακολουθεί μια ομάδα διαγωνιζομένων, που συμπεριφέρονται σαν να μην τους βλέπει κανείς, ενώ διαφωνούν για το ποιον θα ψηφίσουν για να αποχωρήσει, ώστε ο μεγάλος νικητής να φύγει με ένα εκατ. δολάρια (στις ΗΠΑ το reality είναι το δυνατό χαρτί του δικτύου CBS). Αλλά μερικές φορές η πίεση του παιχνιδιού οδηγεί σε στιγμές ανθρωπιάς.
Στη δέκατη σεζόν της αμερικανική εκδοχής, για παράδειγμα, ο Ιαν και ο Τομ ήταν σύμμαχοι με μια σχέση πατέρα-γιου. Κάποτε, ο Τομ είπε στον Ιαν ότι ήταν πολύ ανώριμος για να καταλάβει τη δέσμευση, και ο Ιαν απέδειξε ότι είχε δίκιο, όταν αργότερα αποφάσισε να προδώσει τον Τομ. Αλλά μετά από εκείνη τη στιγμή της απιστίας, ο Ιαν δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τα λόγια του Τομ. Ετσι, σε μια από τις τελευταίες προκλήσεις, αφού στάθηκε ξυπόλητος πάνω σε μια μικροσκοπική πλατφόρμα σε έναν κόλπο για σχεδόν 12 ώρες, ο Ιαν δήλωσε ξαφνικά ότι θα παραιτηθεί εξαιτίας όσων είχε πει ο Τομ. «Θα εγκαταλείψω το εκατομμύριο», είπε, για να ανακτήσω τη φιλία του Τομ και του άλλου διαγωνιζόμενου. Και πήδηξε στο νερό για να δείξει την αφοσίωση που είπε ο Τομ ότι δεν είχε. Ο Τομ κέρδισε το παιχνίδι.
Η αληθινή ειλικρίνεια είναι κάτι σπάνιο στο «Survivor», το οποίο θολώνει τόσο μεθοδικά τη γραμμή μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας ώστε βλέποντάς το, μπορεί κανείς να αρχίσει να αμφισβητεί σχεδόν τα πάντα. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και ο καιρός μπορεί να φαίνεται περίεργος. Οταν ακούστηκε μια βροντή σε ένα «συμβούλιο φυλών», τη συνάντηση με την οποία τελειώνει κάθε επεισόδιο με την αναπόφευκτη αποβολή ενός παίκτη, ο οικοδεσπότης, Τζεφ Προμπστ, σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Καθώς η βροχή άρχισε να μουσκεύει τους παίκτες, είπε: «Είναι μια υπενθύμιση του πόσο αληθινό είναι όλο αυτό;» Η καταιγίδα ήταν πραγματική (η κακοκαιρία είναι συχνή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων), αλλά ήταν επίσης βολική για τους παραγωγούς: ήταν μια φυσική εκδήλωση της επικίνδυνης ατμόσφαιρας που προσπαθούν συνεχώς να δημιουργήσουν.
Οι θαυμαστές εκπομπών όπως το «Survivor» συχνά θέλουν να φαντάζονται τι θα έκαναν εκείνοι κάτω από τέτοιες συνθήκες. Το reality επιβίωσης προωθεί την ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να κερδίσει -ότι ένας απλός άνθρωπος μπορεί να νικήσει τους εχθρούς και να επικρατήσει- αλλά φυσικά οι διαγωνιζόμενοι δεν είναι απλοί άνθρωποι. Ο Μάλκολμ, ο οποίος έχει παίξει στο «Survivor» τρεις φορές, είπε για τους συμμετέχοντες της σειράς: «Δεν είναι καθημερινοί Αμερικανοί… Είναι μια ομάδα ανθρώπων που υποτίθεται ότι τρελαίνονται και δεν τα πάνε καλά γιατί γι’ αυτό οι τηλεθεατές συνεχίζουν να τους βλέπουν μετά από 20 χρόνια».
Οι υπεύθυνοι του reality το έχουν επιμεληθεί έτσι ώστε αυτοί οι άνθρωποι να ανταποκρίνονται μερικές φορές σε μεγάλα στερεότυπα. Ο Προμπστ είπε ότι η δουλειά του είναι να βρίσκει «το δραματικό τόξο κάθε παίκτη» και να αφηγείται «μια ιστορία στη ζούγκλα με ήρωες και κακούς και αρχέτυπα και αουτσάιντερ και όλα αυτά τα πράγματα». Οι διαγωνιζόμενοι συναινούν σε όλα αυτά, υπογράφοντας ένα συμβόλαιο, που επιτρέπει τη μετάδοση εικόνων του εαυτού τους, η φύση των οποίων μπορεί «να προκαλεί έκπληξη, να είναι πολύ προσωπική, δυσφημιστική, απαξιωτική, ενοχλητική ή δυσμενής, και μπορεί να είναι πραγματικές ή/και φανταστικές», σύμφωνα με την εκδοχή ενός εγγράφου που διέρρευσε το 2010. (Τότε, το CBS ισχυρίστηκε ότι η δημοσίευση της σύμβασης αντιπροσώπευε παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά δεν σχολίασε διαφορετικά το περιεχόμενό του). Ουσιαστικά, συμφωνούν να είναι χαρακτήρες.
Η σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη πλοκή του «Survivor», γράφει στο βιβλίο της η Σάλι Τίσντεϊλ, αποκαλύπτει μια σημαντική αλήθεια. Η εκπομπή παίρνει τα μικρά κοινωνικά ψέματα της καθημερινότητας και τα μετατρέπει σε διαγωνισμό. Η «πραγματική» ζωή -με την οποία ασχολούμαστε καθημερινά στο σπίτι, στη δουλειά και σε δημόσιους χώρους- είναι μια σειρά παραστάσεων, υποστήριξε ο κοινωνικός ψυχολόγος Ερβινγκ Γκόφμαν πριν από δεκαετίες. Ακόμη και στις πιο προσωπικές μας συναντήσεις, παρουσιάζουμε μόνο ένα επιλεγμένο μέρος του εαυτού μας· το να αλληλεπιδράς σημαίνει να ακολουθείς ένα σενάριο. Από ένα ψεύτικο χαμόγελο μέχρι μια απρόθυμη συγγνώμη, λέμε ψέματα ο ένας στον άλλο, όλη την ώρα. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να παλεύεις με τη φύση της μάσκας, που φοράς σχεδόν πάντα.
Στο «Survivor» αυτές οι μεταμφιέσεις είναι απαίτηση του παιχνιδιού. Κερδίζεις λέγοντας ψέματα, ενώ προσποιείσαι ότι δεν λες ψέματα και ορκίζεσαι ότι δεν λες ψέματα. Στο τέλος κάθε σεζόν, ορισμένοι από τους αποκλεισμένους παίκτες σχηματίζουν μια κριτική επιτροπή για να ψηφίσουν έναν νικητή και ο καθένας μπορεί να κάνει μια ομιλία.
Στην όγδοη σεζόν, ένας διαγωνιζόμενος, ο Λεξ, χρησιμοποίησε το χρόνο του για να καταδικάσει τον Ρομπ, έναν από τους φιναλίστ. Νόμιζε ότι ήταν φίλοι, ότι είχαν μια συμφωνία. Τελικά ο Ρομπ πρόδωσε τον Λεξ, με μια κίνηση που ένας κριτικός του The Wire χαρακτήρισε «δόλια, σοκαριστική, πλήρως ανεκτή από την οπτική γωνία του παιχνιδιού». «Αυτό το παιχνίδι εκθέτει τι είδους άνθρωποι είμαστε στον πυρήνα μας. Είναι σαν ορός αλήθειας», είπε ο Λεξ. «Ξεπούλησες τις αξίες σου, ξεπούλησες τον χαρακτήρα σου, ξεπούλησες και τους φίλους σου για μια στοίβα πράσινα χαρτονομίσματα», πρόσθεσε. Αλλά, φυσικά, αυτό είναι το νόημα του παιχνιδιού, αυτό είναι το παιχνίδι. Ο Ρομπ εξέφρασε τη λύπη του στην κριτική επιτροπή, λέγοντας ότι δεν ήθελε να βλάψει κανέναν, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Φαινόταν ότι το εννοούσε εκείνη τη στιγμή· μετά προχώρησε.
Οι άνθρωποι αλλάζουν έκφραση πολύ εύκολα στην εκπομπή. Στην έβδομη σεζόν, η Σάντρα, η οποία προσπάθησε δύο φορές να κερδίσει το έπαθλο του ενός εκατομμυρίου δολαρίων και έπαιζε σαν άγριος λύκος με προβιά ντροπαλού προβάτου, μιλώντας σε μια άλλη διαγωνιζόμενη, ορκίστηκε στα παιδιά της ότι δεν έλεγε ψέματα. Αργότερα, όμως, σε μια εξομολόγηση, κοίταξε την κάμερα και απευθυνόμενη σε εκείνη τη διαγωνιζόμενη είπε: «Ορκίζομαι στα δύο παιδιά μου ότι θα σε βγάλω». Η Σάντρα, που αποκαλούσε τον εαυτό της βασίλισσα του «Survivor», ξεγελούσε τους συμπαίκτες της με την ίδια ευκολία, που περπατούσε στην παραλία. Κατάλαβε κάτι που πολλοί παίκτες αγνοούν: Οτι ο καθένας ενσαρκώνει ρόλους, μπαινοβγαίνει σε διαφορετικές περσόνες. Η Σάντρα ήξερε ποια «κοινωνικά κοστούμια» θα τη βοηθούσαν να κερδίσει, και τα έβαζε και τα έβγαζε χωρίς δισταγμό.
Κατά κάποιον τρόπο, οι εξαπατήσεις των διαγωνιζόμενων αντικατοπτρίζουν αυτές που γίνονται από το ίδιο το reality. Στο μοντάζ του «Survivor», συνήθως, χρησιμοποιούνται πλάνα περίπου 25 ωρών, που κόβονται και ράβονται για να δώσουν ένα 40λεπτο επεισόδιο, μερικές φορές προβάλλοντας σκηνές σε διαφορετική σειρά ή συνδυάζοντας συνομιλίες. Αλλά αυτό δεν διαφέρει και πολύ από το πώς λέμε ιστορίες κάθε μέρα. Κοσκινίζουμε την πρώτη ύλη της ζωής μας για να βρούμε τη λογική σε αυτή, για να βρούμε μια γραμμή, που μπορούμε να ακολουθήσουμε από τότε μέχρι τώρα.
Σε μια κουλτούρα γεμάτη με κάμερες τόσο εμφανείς όσο και κρυφές, λέει η Σάλι Τίσντεϊλ, το «Survivor» εφιστά την προσοχή στη προσποίηση. Μάλιστα, η σεζόν που ολοκληρώθηκε πρόσφατα ήταν πλέον ειλικρινής, δεν έκρυβε το γεγονός ότι δεν είναι παρά μια τηλεοπτική εκπομπή. Οι παίκτες εξυμνούσαν το παιχνίδι, έκαναν και παράπονα ενώ έπαιζαν. Ο Προμπστ μίλησε, επίσης, απευθείας στην κάμερα. Αυτή η αυτογνωσία αντικατοπτρίζει τον «πραγματικό» κόσμο με έναν νέο τρόπο. «Κοιτάξτε μας», φαίνεται να λένε ο οικοδεσπότης και οι διαγωνιζόμενοι κάθε εβδομάδα. «Υποκρινόμαστε, όπως όλοι οι άλλοι»…