Οι καταστροφικές θερινές πυρκαγιές σε μεγάλα τμήματα της μεσογειακής Τουρκίας έχουν, βεβαίως, την πολύ ενδιαφέρουσα περιβαλλοντική πτυχή τους. Άλλωστε από τέτοιες χειμάζεται το σύνολο της Μεσογείου και αποτελούν μια ακόμη απόδειξη των καταστροφών που επιφέρουν οι πολλαπλές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Στη περίπτωση όμως της Τουρκίας οι πυρκαγιές έχουν και πολιτικό χαρακτήρα. Παρ’ όλη την φίμωση των ΜΜΕ και τον στραγγαλισμό των κοινωνικών δικτύων, οι εικόνες διαμαρτυρίας κατά του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Αττάλεια, αλλά και η εκτός τόπου και χρόνου περιοδεία του Ταγίπ Ερντογάν στη Μαρμαρίδα με συνοδεία κάποιες χιλιάδες άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, υποδηλώνουν την αυξανόμενη απόσταση του καθεστώτος από την πραγματικότητα.
Αυτή η κατάσταση στο εσωτερικό εκ των πραγμάτων δημιουργεί πίεση και στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας, ιδιαίτερα έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο καταβαράθρωσης της τουρκικής οικονομίας. Στο επίκεντρο της βελτίωσης των σχέσεων με τη Δύση βρίσκονται, βεβαίως, οι πάντα ευαίσθητες ισορροπίες με τις ΗΠΑ.
Πολύ συχνά στην Ελλάδα συνηθίζεται η σύνδεση των Ελληνοτουρκικών με τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, ωστόσο από το πρίσμα της Άγκυρας, φαίνεται ότι οι «καυτές» προτεραιότητες είναι αλλού.
Πριν λίγες ημέρες το Ίδρυμα Carnegie Europe φιλοξένησε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο εργασίας από τον Σινάν Ουλγκέν, έναν διόλου τυχαίο συγγραφέα. Πέρα από επισκέπτης διδάσκων στο Carnegie Europe ο Ουλγκέν υπηρέτησε ως διπλωμάτης στο γραφείο ΟΗΕ του τουρκικού ΥΠΕΞ στην Άγκυρα, στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. και στην τουρκική πρεσβεία στη Τρίπολη. Αποχώρησε από το διπλωματικό σώμα αρκετά νωρίς (σχεδόν προ 20 ετών) και στη συνέχεια συμμετέχει σε think tanks, ήταν μέλος της «Επιτροπής Σοφών» του ΝΑΤΟ για τη σχέση ΗΠΑ-Ευρώπης, επί των ημερών του γ.γ. Άντερς Φογκ Ράσμουσεν. Αρθρογραφεί συχνά σε τουρκικές εφημερίδες, ενώ πολύ συχνά τα κείμενα του φιλοξενούνται από τους New York Times. Κείμενα τα οποία δεν είναι πάντα αρνητικά για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Ουλγκέν δεν είναι σίγουρα ισλαμιστής, είναι όμως ένας τούρκος πρώην διπλωμάτης με πολύ καλή γνώση των στρατηγικών επιδιώξεων της Άγκυρας. Αποτελεί εν ολίγοις, ένα πρόσωπο με συστημική αντίληψη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και από τις δύο πλευρές.
Στο κείμενο του με τίτλο «Επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας» (“Redefining the US-Turkey relationship”) ο Ουλγκέν κάνει αναφορά σε πέντε επιμέρους ζητήματα που θεωρεί ότι θα αποτελέσουν το πεδίο της διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Άγκυρα. Επιγραμματικά πρόκειται για τους ρωσικής κατασκευής πυραύλους S-400 που προμηθεύτηκε η Άγκυρα σε συμφωνία με τη Μόσχα, την κατάσταση στη Συρία, τη δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου στη Τουρκία, την πολύκροτη στις ΗΠΑ υπόθεση της τράπεζας “Halkbank” που έχει πια και σοβαρές δικαστικές εξελίξεις και το αρμενικό ζήτημα, ιδιαίτερα μετά την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας από το Λευκό Οίκο.
Καταρχάς ο Ουλγκέν θεωρεί ότι ο δρόμος για επαναφορά της σχέσης σε καλύτερες ημέρες είναι αβέβαιος. Υιοθετεί πλήρως τη τουρκική αντίληψη περί «πολυπολικότητας» που δίνει στην Άγκυρα το δικαίωμα να επιζητεί μια πιο ανεξάρτητη περιφερειακή στρατηγική, βασισμένη στην εκτίμηση ότι πλέον είναι πιθανή η ανατοποθέτηση της Τουρκίας με τρόπο που τα επόμενα χρόνια θα ενισχύσει την παγκόσμια δυναμική της.
Κατά τον Ουλγκέν το πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι η διαφορά αντίληψης ακόμα και για τον τρόπο επίλυσης των διαφορών. Η Τουρκία θέλει ένα «μεγάλο παζάρι» για όλα, ενώ οι ΗΠΑ επιθυμούν μια επαναπροσέγγιση σε επίπεδο αρχών. Εκτιμά ότι ίσως μια σταδιακή επαναπροσέγγιση είναι μια εναλλακτική και στις δύο αυτές μάλλον ανελαστικές τακτικές που επιζητούν Άγκυρα και Ουάσιγκτον.
Ως προς τα επιμέρους ζητήματα που τίθενται, σημειώνονται τα εξής:
S-400
Κατά τον Ουλγκέν το ζήτημα των S-400 ίσως μπορεί να επιλυθεί ουσιαστικά με την αποθήκευση των πυραύλων. Δηλαδή, τη μετατροπή των αξίας 1.3 δισ. δολαρίων πυραύλων σε συστήματα μη επιχειρησιακά, με τον όρο ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνο κάτω από έκτακτες συνθήκες. Συνολικά, πάντως, θεωρεί ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί παρά την πολύ έντονη δημόσια αντιπαράθεση γι’ αυτό.
Συρία
Ο Ουλγκέν δεν κρύβει, βεβαίως, την προτίμησή του για το θέμα, χαρακτηρίζοντας ως «τοξική» την απόφαση των ΗΠΑ να συνεργαστούν με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, τη γνωστή κουρδική οργάνωση YPG (ή SDF όπως είναι γνωστή στα αγγλικά). Αφού περιγράφει τη δυσκολία της σχέσης Άγκυρας και Ουάσιγκτον με αφορμή την κατάσταση, ο Ουλγκέν σημειώνει ότι στο συγκεκριμένο θέμα το πρώτο βήμα θα πρέπει να το κάνουν οι ΗΠΑ, ίσως μέσα από μια σειρά Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Σε αυτά τα μέτρα, εκτιμά ο Ουλγκέν, ίσως πρέπει να περιλαμβάνεται και μια λίστα με τα όπλα τα οποία έχει ενισχύσει η Ουάσιγκτον το YPG. Η εκτίμηση του Ουλγκέν εδράζεται στην άποψη ότι η σχέση ΗΠΑ και Κούρδων αποτελεί για την Τουρκία το μεγαλύτερο από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου
Το ίδιο, βέβαια, δεν μπορεί να ειπωθεί για την κατάσταση της δημοκρατίας στη Τουρκία. Σε αυτή τη περίπτωση, η διάβρωση της ποιότητας του πολιτεύματος στην Τουρκία (που ούτως ή άλλως ουδέποτε ήταν πραγματική δημοκρατία κατά τα στενά δυτικά πρότυπα), απασχολεί περισσότερο την Ουάσιγκτον. Δεδομένου ότι αυτό το στοιχείο βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του δόγματος του Τζο Μπάιντεν, είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Άγκυρα να αγνοήσει τις ΗΠΑ. Ως παραδείγματα αποστασιοποίησης της Τουρκίας από το δυτικό κεκτημένο ο Ουλγκέν αναφέρει το νέο Σύνταγμα που έχει δώσει στον Πρόεδρο της χώρας τεράστιες εξουσίες, αλλά και την νέα τακτική πλήρους αγνόησης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που μεταφράστηκε σε γεγονότα στις υποθέσεις του Οσμάν Καβαλά και του Σελαχατίν Ντεμιρτάς.
Για τον Ουλγκέν η βελτίωση των δημοκρατικών επιδόσεων της Τουρκίας θα οδηγούσε αναμφίβολα σε θετικότερες σχέσεις με την Ουάσιγκτον, αλλά και σε καλύτερες προοπτικές της οικονομίας. Σημειώνει, ενδεικτικά ότι λόγω της μορφής της τουρκικής οικονομίας (ανάγκη για κεφαλαιακές επενδύσεις από το εξωτερικό) οι δείκτες δημοκρατίας ίσως είναι πιο σημαντικοί απ’ ό,τι φαίνεται. Χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι το 55% των εξαγωγών της Τουρκίας κατευθύνονται στην Ευρώπη, ενώ 73% των άμεσων ξένων επενδύσεων προέρχονται επίσης από εκεί.
Στο συγκεκριμένο θέμα ο Ουλγκέν εκτιμά ότι η Ουάσιγκτον έχει δύο λύσεις: Να εναρμονιστεί με την ΕΕ. Αν αυτή η προσέγγιση αποτύχει, ο Ουλγκέν θεωρεί ότι η εναλλακτική για την Ουάσιγκτον είναι να προχωρήσει σε πιο άμεσα, πιεστικά μέτρα, όπως η άρνηση της κυβέρνησης Μπάιντεν να προσκαλέσει την Τουρκία στη Διάσκεψη για τη Δημοκρατία στα τέλη του 2021 ή να υιοθετήσει τις αποκαλούμενες κυρώσεις Magnitsky, δηλαδή το πάγωμα των λογαριασμών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να διαθέτουν στις ΗΠΑ πρόσωπα που θα συνδεθούν με την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υπόθεση Halkbank
Η υπόθεση αυτή αφορά τη μεταφορά περίπου 20 δισ. ευρώ από την κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank προς το Ιράν. Σε αυτή τη περίπτωση υπάρχουν δύο λύσεις. Ένας ταχύς εξωδικαστικός συμβιβασμός, ο οποίος ήδη είναι δύσκολος καθώς – σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν -η υπόθεση έφθασε στα αμερικανικά δικαστήρια. Και ο δεύτερος θα ήταν μέσω μιας μάλλον πλάγιας μεθόδου, της ένταξης της Τουρκίας σε κάποιο σχήμα ή αμερικανικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του Ιράν, έστω μέσω κάποιου διαύλου διαπραγματεύσεων.
Αρμενική γενοκτονία
Ο Ουλγκέν γνωρίζει, βέβαια, από πρώτο χέρι, την εξαιρετική αμηχανία που προκαλεί η αρμενική γενοκτονία στο σύνολο του τουρκικού πολιτικού συστήματος αλλά και σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Προτού φτάσει στις 23 Απριλίου 2021 και τη δήλωση του Τζο Μπάιντεν περί γενοκτονίας, ο Ουλγκέν υπενθυμίζει ότι δύο παρόμοιες απόπειρες είχαν γίνει το 1981 από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και αργότερα επί της προεδρίας Ομπάμα, όταν έγινε χρήση του αρμενικού όρου “Meds Yeghern” (Μεγάλη Τραγωδία). Και στις δύο περιπτώσεις, σημειώνει ο Ουλγκέν, οι ΗΠΑ είτε προχώρησαν σε διορθωτικές δηλώσεις, είτε σε διευκρινίσεις, υπό το φόβο να «χαθεί η Τουρκία» από το δυτικό στρατόπεδο. Αντιθέτως, πλέον, σημειώνει ο Ουλγκέν, αφενός δεν έγινε απολύτως καμία διόρθωση, αφετέρου λίγο αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ περιέγραψε την Τουρκία ως «αποκαλούμενο» («so called») στρατηγικό εταίρο. «Στην Ουάσιγκτον, ο φόβος «να χαθεί» η Τουρκία είναι συνεπώς λιγότερο έντονος από παλιότερα», σημειώνει ο Ουλγκέν.
Καταλήγοντας ο Ουλγκέν εκτιμά ότι σε ένα σενάριο βελτίωσης των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, στο τραπέζι θα μπουν και άλλα ζητήματα όπως οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις με το Ιράν, η ανοικοδόμηση της Συρίας, η εξομάλυνση της κατάστασης στη Λιβύη, η σταθερότητα του Αφγανιστάν (η γνωστή συζήτηση για το τουρκικό ενδιαφέρον να λειτουργήσει το αεροδρόμιο της Καμπούλ μετά την αποχώρηση του ΝΑΤΟ), η αντιμετώπιση της Ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία και η συνεργασία με τις ΗΠΑ στην Αφρική για τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής.
Το πολύ ενδιαφέρον working paper του Ουλγκέν είναι προφανές ότι παρουσιάζει τα πράγματα από τουρκική οπτική γωνία. Και, αν μη τι άλλο, αντικατοπτρίζει και την αντίληψη που υπάρχει σχετικά με το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή του χώρου Ανατολικής Ευρώπης, Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτά θα διαπραγματευτούν Αμερικανοί και Τούρκοι με τα υπόλοιπα ζητήματα να περιστρέφονται σε μια πιο εξωτερική σπείρα.
Από το κείμενο του τούρκου πρώην διπλωμάτη προκύπτει επίσης και ένας σαφής υπαινιγμός για το μέλλον του Ταγίπ Ερντογάν, εφόσον, βέβαια, η Τουρκία αποφασίσει να εργαστεί σοβαρά για την επιδιόρθωση των δεσμών της με τις ΗΠΑ. Για την Ελλάδα η πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι αυταπόδεικτα σημαντική. Και μπορεί να επηρεάσει, έστω και όχι γραμμικά ευθέως, την πορεία και των ελληνοτουρκικών.