Αποτελούν ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα των καιρών μας σε παγκόσμιο επίπεδο: οι αρνητικές συνέπειες της αποκαλούμενης δημογραφικής παρακμής. Πλέον οι άνθρωποι ζουν περισσότερο αλλά κάνουν και λιγότερα παιδιά σε σχέση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι πληθυσμοί και να συρρικνώνεται το εργατικό δυναμικό και να αυξάνονται οι δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη, φροντίδα και συντάξεις, να χάνουν οι κοινωνίες τον δυναμισμό τους και να επικρατούν εσωστρεφείς τάσεις, να διευρύνεται το χάσμα και να εντείνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των γενεών.
Οι ανησυχίες όλων όσοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σίγουρα είναι εύλογες. Ομως ο Αντέρ Τέρνερ, πρόεδρος της Energy Transitions Commission, μιας διεθνούς δεξαμενής σκέψης που εστιάζει στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, θεωρεί πως η δημογραφική παρακμή που παρατηρείται ανά τον κόσμο δεν είναι τόσο αρνητική όσο θεωρείται ευρέως.
Μέσω άρθρου του στο Project Syndicate, ο βρετανός επιφανής επιχειρηματίας και ακαδημαϊκός εξηγεί γιατί ο ίδιος θεωρεί πως η γήρανση του πληθυσμού και η δημογραφική παρακμή και η συνεπακόλουθη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού δεν πρέπει να μας ανησυχούν τόσο πολύ.
«Μια γενικευμένη κοινότοπη προκατάληψη προϋποθέτει ότι η πληθυσμιακή παρακμή πρέπει να είναι κάτι το αρνητικό. Αλλά σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μας επιτρέπει να αυτοματοποιήσουμε ακόμη περισσότερες εργασίες, το κατά πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι πάρα πολλοί εν δυνάμει εργαζόμενοι, όχι οι πάρα πολλοί λίγοι», υποστηρίζει στον πρόλογο του κειμένου του.
Ο πραγματικός κίνδυνος της Κίνας
Ο Αντέρ Τέρνερ αναφέρεται καταρχάς στην Κίνα και στην τελευταία απογραφή που πραγματοποιήθηκε στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου. Αφότου αποκαλύφθηκε πως ο κινεζικός πληθυσμός έχει σχεδόν πάψει να αυξάνεται, αρθρογράφοι και αναλυτές σε όλο τον κόσμο έσπευσαν να επισημάνουν τους κινδύνους που εγκυμονεί το εν λόγω γεγονός με τον Χουάνγκ Γουενζένγκ, συνεργάτη του Center for China and Globa
Σύμφωνα, όμως, με τον Τέρνερ πολύ πιο εύστοχο ήταν ένα σχόλιο που αναρτήθηκε στο Weibo: «Η πτώση του δείκτη γονιμότητας αντικατοπτρίζει την πρόοδο της νοοτροπίας των Κινέζων – οι γυναίκες δεν αποτελούν πλέον εργαλεία αναπαραγωγής». Ο Τέρνερ μας πληροφορεί πως είναι αλήθεια ότι ο δείκτης γονιμότητας στην Κίνα – 1,35 παιδιά ανά γυναίκα το 2020 – δεν επαρκεί για την αναπλήρωση του πληθυσμού, οπότε βαίνει μειούμενος.
Αλλά η ίδια κατάσταση επικρατεί σε όλες τις πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου και δεν πρόκειται για ένα καινούργιο φαινόμενο, καθώς ο δείκτης γονιμότητας υπολείπεται του φυσιολογικού ρυθμού αντικατάστασης του πληθυσμού από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι δείκτες γονιμότητας εξακολουθούν να είναι σαφώς υψηλότεροι μόνον σε χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, υπογραμμίζει ο βρετανός ειδικός.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των προηγούμενων πέντε δεκαετιών διαπιστώνεται πως «σε όλα τα εύρωστα κράτη, όπου οι γυναίκες είναι μορφωμένες και ελεύθερες να επιλέξουν εάν και πότε θα τεκνοποιήσουν, οι δείκτες γονιμότητας πέφτουν σημαντικά κάτω από τα επίπεδα αναπλήρωσης. Εάν αυτή η τάση γενικευτεί, ο παγκόσμιος πληθυσμός τελικά θα μειωθεί».
ΑΕΠ και κατά κεφαλήν εισόδημα
Ο Τέρνερ δεν αρνείται πως η σταθεροποίηση, αρχικά, του παγκόσμιου πληθυσμού και η μείωσή του, στη συνέχεια, θα περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη σε απόλυτους όρους (ΑΕΠ). Αλλά υπογραμμίζει πως το σημαντικό για την ευημερία είναι το εισόδημα κατά κεφαλήν. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την οικονομία και την ανάπτυξη και την αύξηση του πλούτου, «εάν μορφωμένες γυναίκες δεν επιθυμούν να τεκνοποιήσουν για να ευχαριστήσουν οικονομικούς εθνικιστές (ηγέτες), αυτό αποτελεί μία ιδιαίτερα επιθυμητή εξέλιξη».
Την ίδια ώρα, όλοι όσοι υποστηρίζουν πως η στασιμότητα ή μείωση του πληθυσμού απειλεί την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ως επί το πλείστον υπερβάλλουν ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις σφάλλουν. Είναι αναντίρρητο πως όταν οι πληθυσμοί παύουν να αυξάνονται, υπάρχουν περισσότεροι συνταξιούχοι και λιγότεροι εργαζόμενοι και αναπόφευκτα αυξάνονται και οι δημόσιες δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Αλλά αυτό αντισταθμίζεται από τη μειωμένη ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές και στέγαση με στόχο την κάλυψη των αναγκών ενός ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως επί του παρόντος η Κίνα δαπανά το 25% του ΑΕΠ της για την κατασκευή συγκροτημάτων πολυκατοικιών, αυτοκινητόδρομων και άλλων έργων υποδομής, «κάποια από τα οποία δεν θα έχουν καμία χρησιμότητα καθώς μειώνεται ο πληθυσμός», υποστηρίζει ο Τέρνερ, αναφέροντας πως οι Κινέζοι θα μπορούσαν να περιορίσουν σημαντικά αυτές τις δαπάνες και να αυξήσουν τις δαπάνες για την υγεία και την υψηλή τεχνολογία, ούτως ώστε να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να ευημερούν, παρά τη μείωσή του πληθυσμού της χώρας.
Οι εκπομπές αερίων
Η σταθεροποίηση και η μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε επίσης να καταστήσει πιο εύκολη τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και, συγχρόνως, να περιορίσει την πίεση που αναπόφευκτα ασκούν οι πληθυσμοί που εξακολουθούν να αυξάνονται στην βιοποικιλότητα και τα εύθραυστα οικοσυστήματα. Αλλά και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού μπορεί να έχει θετικές συνέπειες, συμβάλλοντας, για παράδειγμα, στην επίσπευση των διαδικασιών αυτοματοποίησης, αλλά και στην αύξηση των πραγματικών μισθών «οι οποίοι, σε αντίθεση με την μεγέθυνση του ΑΕΠ, έχουν πραγματικά σημασία για τους απλούς ανθρώπους».
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η μείωση των δεικτών γονιμότητας κάτω από τα επίπεδα αναπλήρωσης του πληθυσμού αλλά η ταχύτητα με την οποία σημειώνεται η μείωση. Στη Νότια Κορέα, για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες τάσεις, έως το τέλος του αιώνα ο πληθυσμός της θα μπορούσε να μειωθεί από 51 εκατομμύρια στα μόλις 27 εκατομμύρια, ενδεχόμενο που εάν επαληθευτεί θα έχει αναμφίβολα άκρως αρνητικές συνέπειες τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία της χώρας.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως σχετικές έρευνες που έχουν εκπονηθεί, αποκαλύπτουν πως πολλά ζευγάρια σε χώρες με χαμηλούς δείκτες γονιμότητας θα ήθελαν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά αλλά αποθαρρύνονται από τις υψηλές τιμές των ακινήτων, την αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες προσχολικής φροντίδας παιδιών και άλλα εμπόδια όσον αφορά τον συνδυασμό της εργασίας με την οικογενειακή ζωή. Σίγουρα οι αρμόδιοι φορείς χάραξης πολιτικής οφείλουν να προσφέρουν στους επίδοξους γονείς ότι χρειάζονται ούτως ώστε να αποκτούν όσα παιδιά επιθυμούν.
Κατά πάσα πιθανότητα, ωστόσο, και παρά τα όποια μέτρα ληφθούν, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου οι γεννήσεις δεν θα επαρκούν για την αναπλήρωση των πληθυσμών τους. «Οσο πιο γρήγορα αυτό καταστεί γεγονός σε όλον τον κόσμο, τόσο το καλύτερο για όλους μας», καταλήγει ο Αντέρ Τέρνερ.