Τον Απρίλιο του 1831 ένας νεαρός γάλλος αριστοκράτης και εισαγγελέας ηλικίας 26 ετών επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο στο λιμάνι της Χάβρης, μαζί με έναν φίλο του, για να φτάσουν, έπειτα από 38 ημέρες, στη Νέα Υόρκη. Επρόκειτο για ένα ερευνητικό ταξίδι κατά το οποίο θα μελετούσαν το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ. Οι δύο άνδρες, ωστόσο, εστίασαν περισσότερο την προσοχή τους στη νεοσύστατη Αμερικανική Δημοκρατία. Επειτα από τέσσερα χρόνια, ο νεαρός εκείνος γάλλος αριστοκράτης, ονόματι Αλέξις ντε Τοκβίλ, παρέθεσε τις παρατηρήσεις του και ανέπτυξε τις σκέψεις του σε ένα βιβλίο περίφημο και επίκαιρο ακόμα και σήμερα με τον τίτλο «Η Δημοκρατία στην Αμερική».
Εως τότε o ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πολιτισμός εξυμνούσαν την «Ενδοξη Επανάσταση» του 1688 στην Αγγλία ως πρότυπο δημοκρατίας, αναφέρει σε κείμενό του ο Σαμπίνο Κασέζε της Corriere della Sera. Ομως ο Τοκβίλ επέλεξε να στρέψει το βλέμμα, το δικό του και ολόκληρης της Γηραιάς Ηπείρου, προς ένα εναλλακτικό μοντέλο, το αμερικανικό μοντέλο της περιόδου 1776 – 1789 και από τότε ο κόσμος άρχισε να θαυμάζει το αμερικανικό Σύνταγμα του 1787.
Ο θαυμασμός για το αμερικανικό Σύνταγμα αυξανόταν όσο αυξανόταν η έκταση, η ισχύς και η επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες την περίοδο κατά την οποία τις επισκέφθηκε ο Τοκβίλ είχαν 13 εκατομμύρια κατοίκους και 2 εκατομμύρια σκλάβους. Σήμερα, οι πανίσχυρες ΗΠΑ έχουν 328 εκατομμύρια πολίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους αναμένουν την ολοκλήρωση της καταμέτρησης των ψήφων με κομμένη την ανάσα, δεδομένης της έντασης που ήδη επικρατεί, με τον Ντόναλντ Τραμπ να μιλάει ήδη για «νοθεία» και να απειλεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την έκβαση της πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης των τελευταίων πολλών δεκαετιών στις ΗΠΑ, ο ιταλός δημοσιογράφος υποστηρίζει πως, κατά τη θητεία του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ ανέδειξε πολλές από τις αδυναμίες του αμερικανικού συνταγματικού μοντέλου.
Το αμερικανικό Σύνταγμα είναι ηλικίας 233 ετών και το μακροβιότερο στον κόσμο. Από το 1789 που τέθηκε σε ισχύ έως και σήμερα εμπλουτίστηκε με μόλις 27 τροπολογίες, παρότι στο ίδιο διάστημα κατατέθηκαν σχεδόν δώδεκα χιλιάδες σχετικές προτάσεις. Είναι επίσης ένα από τα πιο δύσκαμπτα, αν όχι απροσπέλαστα, όσον αφορά τη δυνατότητα αναθεώρησης του λόγω των πολύπλοκων διαδικασιών που προβλέπονται.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιοι ανώτατοι δικαστές να αρχίσουν να υποστηρίζουν πως το Σύνταγμα οφείλει να είναι στατικό και πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις σκέψεις και τις θεωρήσεις αυτών που το συνέταξαν πριν από περισσότερο από δύο αιώνες. Υπέρ αυτής της άποψης τασσόταν έως τον θάνατό του το 2016 ο υπερσυντηρητικός ανώτατος δικαστής Αντονιν Σκάλια και τάσσεται σήμερα η δικαστής Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ, την οποία πρόλαβε τελικά να διορίσει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η πιο αρνητική συνέπεια της ουσιαστικής αμεταβλητότητας του αμερικανικού Συντάγματος είναι, σύμφωνα με τον ιταλό αρθρογράφο, η εκχώρηση τεράστιας ισχύος στο Ανώτατο Δικαστήριο, το μοναδικό όργανο σε θέση να προσαρμόζει όλα όσα ορίζει το Σύνταγμα στη σημερινή πραγματικότητα. Οπότε, στην πράξη «το Ανώτατο Δικαστήριο υπαγορεύει νόμους. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς ο θάνατος ενός δικαστή έχει τη σημασία που έχει ο χαμός ενός ηγέτη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κασέζε.
Η δεύτερη αδυναμία του αμερικανικού συνταγματικού συστήματος έγκειται στο γεγονός ότι κατέστησε δυνατή την υπερβολική αύξηση των εξουσιών του προέδρου, παρότι αρχικά δεν διαδραμάτιζε τόσο κεντρικό ρόλο. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, για παράδειγμα, ο Γουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ εγκατέλειψε ευχαρίστως τη θέση του για να διδάξει και στη συνέχεια να αναλάβει χρέη αρχιδικαστή των ΗΠΑ, ενώ προς το τέλος της ζωής του φέρεται να δήλωσε ότι δεν θυμόταν καν ότι είχε διατελέσει πρόεδρος.
Σήμερα ο αμερικανός πρόεδρος είναι Commander-in-Chief των ενόπλων δυνάμεων, αρχηγός του κόμματος με το οποίο εκλέγεται, αρχηγός του κράτους και επικεφαλής της κυβέρνησης ενώ μπορεί να θέσει βέτο σε νόμους, να εκδίδει προεδρικά διατάγματα, να διορίζει «at will» –κατά βούληση– από έξι έως οκτώ χιλιάδες ανώτερους και ανώτατους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους και, με τη συναίνεση της Γερουσίας, όλους τους ομοσπονδιακούς δικαστές, συμπεριλαμβανομένων και των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ως αδύναμο σημείο εκλαμβάνεται και το γεγονός πως ο αμερικανός πρόεδρος μιλάει εκ μέρους ολόκληρου του έθνους, δίχως, ωστόσο, να εκλέγεται απευθείας από τον λαό. Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται όποιος λάβει τις περισσότερες ψήφους, αλλά όποιος κερδίσει τους περισσότερους εκλέκτορες.
Προβληματική είναι σίγουρα και η διαδικασία σύνθεσης του Ανώτατου Δικαστηρίου. Κυρίως επειδή τα μέλη του είναι ισόβια και αυτό, όχι μόνον καθιστά πολύ αργή την ανανέωση της σύνθεσής του, αλλά επιτρέπει σε έναν πρόεδρο που θα τύχει να διορίσει περισσότερους από έναν ανώτατους δικαστές (ο Τραμπ διόρισε τρεις κατά τη θητεία του) να καθορίσει την πορεία –μέσω της ερμηνείας του Συντάγματος– των ΗΠΑ για πολλά χρόνια, έως και δεκαετίες, μετά το τέλος της θητείας του.
Συμπεραίνεται, οπότε, ότι το Σύνταγμα το οποίο δημιούργησε ένα πολιτικό σύστημα που αποτέλεσε πρότυπο για όλον τον κόσμο, πλέον δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι είναι παρωχημένο και κάθε άλλο παρά υποδειγματικό.