Ηταν 27 Φεβρουαρίου, τα κρούσματα στην Ιταλία ήταν περίπου 400 και οι θάνατοι μόλις είχαν γίνει 10 όταν ο Νικόλα Ζινγκαρέτι, ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος που μετέχει στην κυβέρνηση, ανάρτησε στο Διαδίκτυο μια φωτογραφία του από το Μιλάνο να τσουγκρίζει το ποτό του ζητώντας από τους ιταλούς πολίτες να μην αλλάξουν τις συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους. Δέκα ημέρες μετά, τα κρούσματα ήταν περίπου 6.000, οι θάνατοι είχαν ξεπεράσει τους 230 και ο Ζινγκαρέτι έκανε μια νέα ανάρτηση ενημερώνοντας τους Ιταλούς ότι είχε μολυνθεί από τον νέο κορονοϊό.
Η Ιταλία έχει πλέον σχεδόν 55.000 κρούσματα και έχει ξεπεράσει τους 5.000 νεκρούς – οι αριθμοί δυστυχώς μεγαλώνουν συνεχώς. Ξεπέρασε σε θύματα την Κίνα και αποτελεί πλέον το επίκεντρο της πανδημίας στον πλανήτη. Η ιταλική κυβέρνηση έχει βγάλει στους δρόμους τον στρατό για να ελέγξει την αυστηρή καραντίνα στην οποία έχει μπει η χώρα.
Ο πρωθυπουργός Τζιουζέπε Κόντε ανακοίνωσε ότι η χώρα βρίσκεται στην μεγαλύτερη κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κλείνοντας ακόμη και σχεδόν όλα τα εργοστάσια, απόφαση που θα έχει τρομερές οικονομικές συνέπειες. Οπως αναφέρεται σε άρθρο των New York Times η τραγωδία της Ιταλίας αποτελεί τώρα παράδειγμα προς αποφυγή για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ όπου ο ιός φαίνεται να εισβάλλει με ανάλογη ένταση. Αν μάθαμε κάτι από την γειτονική χώρα είναι ότι τα μέτρα πρόληψης πρέπει να λαμβάνονται πολύ νωρίς και να είναι πολύ αυστηρή η εφαρμογή τους. Η Ιταλία αποδείχθηκε ότι άργησε να πάρει τα μέτρα και όταν πλέον άρχισε να τα παίρνει ήταν πάντοτε ένα βήμα πίσω από τον ιό και την εξάπλωση του.
«Τώρα τρέχουμε πίσω του» δηλώνει η Σάντρα Ζάμπα, υφυπουργός Υγείας, υποστηρίζοντας ότι η χώρα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε δεδομένης της ενημέρωσης που είχε σχετικά με την επικινδυνότητα της κατάστασης. Όμως η κατηγορία που προσάπτεται στους ιθύνοντες είναι ότι καθυστέρησαν να πάρουν αποφάσεις υπό τον φόβο ότι αυτές θα ήταν επώδυνες για τους πολίτες. Ο ιός όμως εκμεταλλευόταν αυτή την καθυστέρηση για να εξαπλωθεί παντού. Επιπλέον όταν η κυβέρνηση Κόντε αντιλήφθηκε την σοβαρότητα της κατάστασης και έλαβε αυστηρά μέτρα δεν κατάφερε να πείσει τους πολίτες οι οποίοι δεν ακολούθησαν τις οδηγίες.
Ένα ακόμη επιχείρημα των Ιταλών σε όλο αυτό που συνέβη είναι ότι η λήψη τόσο αυστηρών μέτρων και η εφαρμογή τους δεν είναι κάτι απλό στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Υποστηρίζουν επίσης ότι καθυστέρησαν μόλις δέκα ημέρες να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα αλλά δυστυχώς αποδείχθηκε ότι για τον κορονοϊό δέκα ημέρες ήταν επαρκής χρόνος για να φέρει την καταστροφή.
Είναι επίσης σαφές ότι ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της Ιταλίας ανησυχούσε έντονα για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της λήψης αυστηρών μέτρων, γεγονός που επίσης συνέβαλε στην καθυστέρηση της λήψης αποφάσεων. «Η Ιταλία κοιτούσε την Κίνα όχι ως καμπανάκι κινδύνου αλλά ως ταινία επιστημονικής φαντασίας που δεν μας αφορά. Όταν η επιδημία ξέσπασε στην Ιταλία η Ευρώπη μας κοιτούσε όπως κοιτάζαμε εμείς την Κίνα» δηλώνει στους New York Times η Σάντρα Ζάμπα εξηγώντας τι συνέβη και οδηγηθήκαμε σε αυτή την κατάσταση.
Πολλές χώρες είναι πλέον αντιμέτωπες με την ίδια κατάσταση με αυτή που βίωνε αρχικά η Ιταλία, κάνοντας τα ίδια λάθη με την γειτονική χώρα. Όμως σε αντίθεση με την Ιταλία που επικαλείται την αρχική άγνοια οι υπόλοιπες κυβερνήσεις δεν έχουν πλέον χώρο για δικαιολογίες.
Πώς συνέβη
Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ιταλία έπεσε θύμα μιας φονικής αλυσίδας γεγονότων. Ο ιός εξαπλωνόταν κάτω από τα ραντάρ στην χώρα για διάστημα δύο εβδομάδων και όταν τα πρώτα κρούσματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους η ύπαρξη τους είτε δεν αξιολογήθηκε σωστά είτε ο κίνδυνος υποβαθμίστηκε. Ετσι, πολλοί φορείς που δεν είχαν συμπτώματα αλλά ακόμη και ασθενείς συνέχισαν κανονικά την ζωή τους μεταδίδοντας στο περιβάλλον που κινούνταν τον ιό με αποτέλεσμα να υπάρξει το αρχικό ξέσπασμα. Εχει διαπιστωθεί ότι οι πρώτοι ασθενείς μετέφεραν τον ιό σε νοσοκομεία χωρίς να έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, μολύνοντας τους πάντες εκεί, συμπεριλαμβανομένων των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού.
Στη συνέχεια είχαμε μια σειρά από γεγονότα όπως η μεταφορά από το Μπέργκαμο χιλιάδων οπαδών της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας Αταλάντα στο Μιλάνο για την διεξαγωγή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα για το Champions League κόντρα στην ισπανική Βαλένθια (εδώ). Πιστεύεται ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους οπαδούς επέστρεψαν στο Μπέργκαμο, έχοντας μολυνθεί στο Μιλάνο από τον ιό, και στη συνέχεια τον διέσπειραν σε ολόκληρη την πόλη προκαλώντας μεταξύ άλλων τις πρωτοφανείς εικόνες με τα στρατιωτικά κομβόι που μεταφέρουν δεκάδες νεκρούς σε άλλες περιοχές.
Επίσης όταν κατέστη σαφές ότι η Βόρεια Ιταλία αποτελεί κέντρο μόλυνσης χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τις πόλεις της και ταξίδεψαν στην υπόλοιπη χώρα μεταφέροντας τον ιό σε περιοχές που δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνιση του ή η παρουσία του ήταν εκεί υποτονική. Ο ιταλός πρωθυπουργός υποστηρίζει από την πλευρά του ότι βασική αιτία του κακού που βρήκε την χώρα του σχετίζεται με τον λάθος τρόπο που οργάνωσαν διάφορα νοσοκομεία, ειδικά σε περιοχές όπου υπήρχαν πολλά κρούσματα, τη διαδικασία των διαγνωστικών τεστ.
Το καμπανάκι και η μοιραία κίνηση
Ο Τζιάκομο Γκρασέλι που είναι συντονιστής των μονάδων εντατικής θεραπείας σε ολόκληρη την περιοχή της Λομβαρδίας είχε διαπιστώσει νωρίς, από την ροή των ασθενών, ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα και μετά τις συσκέψεις που έκανε με επιδημιολόγους ενημέρωσε την πολιτική ηγεσία της χώρας ότι η Ιταλία αντιμετώπιζε μια σοβαρή επιδημία. Όμως το πολιτικό σύστημα δεν ήταν διατεθειμένο να πάρει άμεσες και δραστικές αποφάσεις.
Όπως ομολογεί η υφυπουργός Υγείας η κυβέρνηση αντιλήφθηκε την κατάσταση όταν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει έξαρση στην περιφέρεια του Βένετο και ότι δεν υπήρχε σύνδεση της κατάστασης εκεί με ό,τι συνέβαινε στην Λομβαρδία. Μόλις έγινε γνωστό τι συμβαίνει στο Βένετο η κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει σε καραντίνα το βόρειο τμήμα της χώρας.
Όταν έγινε η σχετική ανακοίνωση η Ιταλία είχε 7.375 κρούσματα και 366 νεκρούς. «Αντιμετωπίζουμε μια εθνική έκτακτη κατάσταση» ανέφερε ο πρωθυπουργός στο διάγγελμα του εκείνη την νύχτα. Το επόμενο πρωί ξεκίνησε η μαζική αναχώρηση των κατοίκων του Μιλάνου προς τον ιταλικό Νότο όπου μαζί με τις αποσκευές τους μετέφεραν φυσικά και τον ιό.
Ο Τζουζέπε Κόντε έβαλε τελικά όλη την χώρα σε καραντίνα όταν τα κρούσματα είχαν φθάσει τα 9.172 και οι νεκροί τους 463 όμως οι ειδικοί λένε ότι ήταν πλέον πολύ αργά. Ακόμη όμως και τότε δεν υπήρξε ενιαία στάση ανάμεσα στην κυβέρνηση, τους επιστήμονες και τους τοπικούς άρχοντες της κάθε περιοχής. Έτσι τα μηνύματα που δέχονταν οι πολίτες ήταν θολά και αλληλοσυγκρουόμενα και δεδομένης της όχι και τόσο πειθαρχημένης φύσης των Ιταλών το αποτέλεσμα ήταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να μην ακολουθούν τα έτσι και αλλιώς καθυστερημένα μέτρα διογκώνοντας τελικά ακόμη περισσότερο το πρόβλημα.