Το πρωί της Παρασκευής, έπειτα από χιλιάδες συλλήψεις, δεκάδες νεκρούς, τραυματισμούς, αποκεφαλισμούς και εκτεταμένες καταστροφές, ο πρόεδρος του Καζακστάν ο Κάσιμ-Γιομάρτ Τοκάγεφ δήλωσε πως «η συνταγματική τάξη έχει σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί».
Ωστόσο το ότι στη συνέχεια σημείωσε πως οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας έλαβαν εντολή από τον ίδιο προσωπικά να βάλλουν απροειδοποίητα κατά των εξεγερμένων – «ληστών και τρομοκρατών» σύμφωνα με τα λεγόμενά του – αποδεικνύει πως η κατάσταση στη χώρα παραμένει εκρηκτική. Ο Τοκάγεφ δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει και τις «ειρηνευτικές δυνάμεις» που απέστειλαν στη χώρα η Ρωσία και άλλα σύμμαχα κράτη της Μόσχας, αλλά σημείωσε πως δεν ενεπλάκησαν σε μάχες.
Εστιάζοντας την προσοχή τους στη ρωσική παρέμβαση, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν πως η ρωσική στρατιωτική παρουσία στη χώρα δεν θα τερματιστεί μετά το τέλος των ταραχών. Μερικοί, ωστόσο, υποστηρίζουν πως οι εξελίξεις στο Καζακστάν δεν αποκλείεται, τελικά, να πλήξουν το Κρεμλίνο.
Ο Πάολο Γκαριμπέρτι, για παράδειγμα, της La Repubblica υποστηρίζει πως «το Καζακστάν θα μπορούσε να καταστεί η νέμεση του Πούτιν». Την ώρα που ο ρώσος πρόεδρος απειλεί να εισβάλει στην Ουκρανία και τραβάει μια σειρά από «κόκκινες γραμμές» ενόψει των επαφών, την επόμενη εβδομάδα, με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, «η εξέγερση του φυσικού αερίου στο πιο πλούσιο και σύγχρονο μετασοβιετικό κράτος, απειλεί να διαλύσει το όνειρο του ηγέτη του Κρεμλίνου να αναβιώσει την ΕΣΣΔ καμουφλαρισμένη», αναφέρει στην ανάλυσή του.
«Νέα Γιάλτα»
Εστιάζοντας την προσοχή του στις επικείμενες συνομιλίες της Ρωσίας με τις ΗΠΑ (τη Δευτέρα στη Γενεύη) και με το ΝΑΤΟ (την Τετάρτη στις Βρυξέλλες) υπενθυμίζει πως ο ρώσος ηγέτης υπολόγιζε πως θα βρισκόταν σε θέση ισχύος, πως θα ήταν ικανός «να επιβάλει μια κοσμοθεωρία βασισμένη στον γεωπολιτικό άτλαντα του ψυχρού πολέμου. Ολες οι προτάσεις της Μόσχας αποσκοπούν στη δημιουργία ενός στρατηγικού αναχώματος για την προστασία της Ρωσίας. Κάποιος μίλησε για νέα Γιάλτα», εξηγεί.
Ομως σύμφωνα με τον πεπειραμένο ιταλό δημοσιογράφο που έχει διατελέσει και ανταποκριτής στη Μόσχα επί μία εξαετία, εξαιτίας των ταραχών στο Καζακστάν, ο Βλαντίμιρ Πούτιν θυμίζει όχι τόσο τον Στάλιν όσο τον Μπρέζνιεφ «που απέστειλε τα σοβιετικά τεθωρακισμένα και των μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Πράγα για να καταπνίξουν την Ανοιξη Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ», αναφέρει, σχολιάζοντας την άφιξη στο Αλμάτι των ρώσων αλεξιπτωτιστών και των δυνάμεων των λοιπών κρατών – μελών του Οργανισμού για τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας μιας στρατιωτικής συμμαχίας υπό την ηγεσία της Ρωσίας στην οποία μετέχουν επίσης, πέρα από το Καζακστάν, η Αρμενία, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν.
Το ρωσικό ΥΠΕΞ δικαιολόγησε την αποστολή των ρωσικών και λοιπών «ειρηνευτικών δυνάμεων», κάνοντας λόγο για υποκίνηση των ταραχών από ξένους παράγοντες, κυρίως από τους Αμερικανούς, ισχυρισμούς που έσπευσε να απορρίψει ο Λευκός Οίκος.
Πέρα, όμως, από τις όποιες επίσημες δικαιολογίες εξακολουθεί να επικρατεί η εντύπωση ότι ο ρώσος ηγέτης «θεωρεί πως η πρώην σοβιετική επικράτεια αποτελεί επαρχία της ρωσικής αυτοκρατορίας που θέλει να αναδημιουργήσει», εξηγεί ο Γκαριμπέρτι, σημειώνοντας πως αυτό ισχύει (ειδικά ενόψει των επικείμενων συνομιλιών στη Γενεύη και στις Βρυξέλλες) και για την Ουκρανία ή τη Γεωργία, κράτη στα οποία ο «νεοτσάρος» Πούτιν επιδιώκει να απαγορεύσει την είσοδο του ΝΑΤΟ στο απώτατο αλλά και απώτερο μέλλον, δεδομένου ότι θα μπορούσε να παραμείνει στο Κρεμλίνο έως το 2036.
«Για αυτό το Καζακστάν και νωρίτερα η Λευκορωσία μπορούν να καταστούν η νέμεσή του. Γιατί οι συγκρούσεις στους δρόμους αποτελούν την απόδειξη ότι οι ντόπιοι πληθυσμοί δεν θέλουν να ακούσουν λέξη για μια τεχνητή αναβίωση της ΕΣΣΔ», υποστηρίζει ο ιταλός δημοσιογράφος, σημειώνοντας πως παρότι υφίστανται σημαντικές κοινωνικοοικονομικές διαφορές μεταξύ των χωρών, αμφότερες αποτελούν «εκατό τοις εκατό» μέρος της σοβιετικής πολιτικής κληρονομιάς.
Από «σύντροφος»… αφέντης
Ο 81χρονος Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ, ο «πατέρας-αφέντης» του Καζακστάν υπήρξε πρωθυπουργός της σοβιετικής δημοκρατίας του Καζακστάν, στη συνέχεια ανέλαβε χρέη πρώτου γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Καζακστάν ενώ το 1990, λίγο πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ανέλαβε την προεδρία της χώρας, παραδίδοντας τη θέση του στον υποτελή του Κάσιμ-Γιομάρτ Τοκάγεφ, τον νυν πρόεδρο, έπειτα από σχεδόν μία τριακονταετία.
Δεν παρέλειψε επίσης να διορίσει την κόρη του (την πραγματική διάδοχό του σύμφωνα με πολλούς) στην προεδρία της γερουσίας ενώ μέχρι την περασμένη Τετάρτη ήταν επικεφαλής του πανίσχυρου Συμβουλίου Ασφαλείας του Καζακστάν, το πραγματικό κέντρο εξουσίας στη χώρα. Στο πλαίσιο των αιματηρών ταραχών που ξέσπασαν ο Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ παραιτήθηκε από τη θέση του την περασμένη Τετάρτη.
Η απομάκρυνσή του ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα των εξεγερμένων. Στο Ταλντικοργκάν, πρωτεύουσα της περιφέρειας Αλμάτι (όπου βρίσκεται και η ομώνυμη πόλη, οικονομικό και εμπορικό κέντρο της χώρας όπου σημειώθηκαν τα πιο βίαια επεισόδια) οι διαδηλωτές αποκαθήλωσαν άγαλμά του που δέσποζε σε μια πλατεία.
«Αυτό σημαίνει ότι τα εκθαμβωτικά φώτα των κτιρίων της Αστάνα (της πρωτεύουσας που μετονομάστηκε σε Νουρ-Σουλτάν στο πλαίσιο μιας άκρατης προσωπολατρίας), οι φουτουριστικοί ουρανοξύστες που σχεδιάστηκαν από διάσημους αρχιτέκτονες, δεν καταφέρνουν να τυφλώσουν έναν πληθυσμό που δεν σκοπεύει να παραμείνει υποτελής σε μια διαλυμένη αυτοκρατορία», συνοψίζει ο Πάολο Γκαριμπέρτι, επισημαίνοντας πως κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός πως στην έκκληση της Μόσχας για αποστολή «ειρηνευτικών δυνάμεων» στο Καζακστάν, πρώτος ανταποκρίθηκε ο κλώνος του Ναζαρμπάγεφ, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο πρόεδρος – δικτάτορας της Λευκορωσίας.
Τα σύνορα ασφαλείας
Για τη Ρωσία του Πούτιν, όπως και για την ΕΣΣΔ, «ακόμη και για την τσαρική Ρωσία», το πραγματικό διακύβευμα (για το οποίο ο ρώσος πρόεδρος επανήλθε δυναμικά και με αξιώσεις στο τραπέζι των συνομιλιών με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ) είναι ο έλεγχος της γεωγραφικής επικράτειας της πρώην ΕΣΣΔ, ήτοι της διαπεριφέρειας της Ευρασίας. «Το Καζακστάν, ανατολικά, και η Λευκορωσία, δυτικά, αποτελούν τα θεμέλια αυτού του ελέγχου. Εάν κλονιστούν, αντί για νέος τσάρος ο Πούτιν κινδυνεύει να απολέσει σημαντικό μέρος της ισχύος του», καταλήγει ο Γκαριμπέρτι.