Αγράμπελη και σπάρτα και αέρας μυρωμένος. Πικροδάφνες και πεύκα και πλατάνια. Αγριο στροφιλίκι. Ελιές και εσπεριδοειδή και κερασιές φορτωμένες με καρπό στην Κερνίτσα. Και μετά έλατα. Εδώ δάκρυσε η Ρουμελιώτισσα. Εγώ δηλαδή. Και το ανακοίνωσα αμέσως με ενθουσιασμό στο Facebook.
Στην πρώτη μου (δειλή) επαγγελματική εξόρμηση, από το Δερβένι Κορινθίας όπου ζω μόνιμα πλέον, μετά από περιορισμούς σχεδόν ενάμιση χρόνου εξαιτίας της πανδημίας, είχα την τύχη να ανηφορίσω στον δρόμο, που ενώνει το Διακοφτό με τα Καλάβρυτα, και να βρεθώ στον ιστορικό αμπελώνα της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου, για μια μοναδική εκδήλωση με αφορμή τους εορτασμούς των 125 χρόνων από την έναρξη της λειτουργίας του Οδοντωτού.
Ηταν μια λιτή πλην όμως απολαυστική οινογαστρονομική γιορτή μέσα στο αμπέλι (για λίγους και σε εξωτερικό χώρο λόγω των περιορισμών της πανδημίας) σε συνέργεια της ΔΗΠΕΚΑ (Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση του Δήμου Αιγιάλειας)ε την οινοποιία και ποτοποιία του Αιγίου Cavino, που διαχειρίζεται εδώ και μερικές δεκαετίες τον μοναστηριακό αμπελώνα, των τοπικών μαγείρων Γιώργου Μανίκα και Μαρίας Ανδριοπούλου, των οινολόγων Στέλιου Τσίρη και Ευαγγελίας Αμανατίδη, και του κριτικού οίνου Σίμου Γεωργόπουλου, με στόχο την ανάδειξη των υπέροχων προϊόντων της περιοχής.
Μας περίμεναν τραπέζια στρωμένα, μάσκες και απολυμαντικά, σε ένα πλάτωμα μέσα στο αμπέλι με μια θέα στο φαράγγι του Βουραϊκού, που κόβει την ανάσα. Την ίδια ώρα πεζοπόροι διέσχιζαν το φαράγγι περπατώντας στο μονοπάτι που πάει πλάι στις γραμμές του Οδοντωτού, σε μια πορεία έξι ωρών.
Το μαγικό τρένο
Ο Οδοντωτός ξεκινάει από το Διακοφτό, διασχίζει το φαράγγι του ποταμού Βουραϊκού και μετά από αναρρίχηση 22 χιλιομέτρων στις πλαγιές της Αιγιάλειας μέσα σε ένα εκπληκτικό πράσινο τοπίο με μικρούς και μεγάλους καταρράκτες, φτάνει στα ιστορικά Καλάβρυτα. Η κατασκευή του άρχισε το 1889 από την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη. Το μεγαλόπνοο σχέδιο προέβλεπε ότι η σιδηροδρομική γραμμή θα έφτανε μέχρι την Τρίπολη, ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς οι τεχνικές δυσκολίες ήταν μεγάλες και τα χρήματα τέλειωσαν γρήγορα. (Δείτε παρακάτω το βίντεο των Aigialeia Stories)
Το 1896, εφτά χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ ήταν ο πρώτος επιβάτης, που απόλαυσε το ταξίδι. Στην αρχή ο ατμοκίνητος «Μουτζούρης» εξυπηρετούσε τη μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων. Ακολούθησε η δεύτερη γενιά (οι μηχανές ανανεώθηκαν το 1959 κι το 1967), πετρελαιοκίνητη αυτή τη φορά, η οποία μείωσε το ταξίδι από τις δυόμισι ώρες σε 85 λεπτά.
Η νέα σύγχρονη εποχή του Οδοντωτού ξεκίνησε το 2009, οπότε ολοκληρώθηκε η ανακατασκευή του με ελβετική τεχνογνωσία και σύγχρονες αυτοκινητάμαξες, που προσφέρουν ένα μαγικό ταξίδι 67 λεπτών, με ενδιάμεσες στάσεις σε Νιάματα (ή Μικροχελιδού), Τρικλιά, Μέγα Σπήλαιο (Κάτω Ζαχλωρού) και Κερπινή, συμβάλλοντας στην τουριστική ανάπτυξη μιας περιοχής, που έχει το τεράστιο προνόμιο να διαθέτει ένα χιονοδρομικό κέντρο σε απόσταση μόλις μιας ώρας από μια υπέροχη θάλασσα.
Τα τακτικά δρομολόγια ξανάρχισαν στις 02.06.21, δείτε πληροφορίες στην ιστοσελίδα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ
Στο Μεγάλο Αμπέλι του μοναστηριού
Το Κτήμα Μέγα Σπήλαιο είναι από πολλές πλευρές μοναδικό. Καταρχάς πρόκειται για ένα από τα πιο παλιά αμπέλια (αν όχι το πιο παλιό) του ελλαδικού αμπελώνα. Υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την καλλιέργειά του από το 1550, ωστόσο εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι είναι πολύ πιο παλιό με δεδομένο ότι η Μονή είναι η αρχαιότερη στην Ελλάδα. Χτίστηκε το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς αδελφούς μοναχούς Συμεών και Θεόδωρο, αλλά δυστυχώς κάηκε απανωτά, οπότε χάθηκαν πολλά στοιχεία. Οι μοναχοί καλλιεργούσαν και τρυγούσαν οι ίδιοι το αμπέλι. Στη συνέχεια, ο μούστος μεταφερόταν με μουλάρια στο περίφημο υπόγειο κελάρι του μοναστηριού και μεταγγιζόταν σε τεράστια βαρέλια των 500 λίτρων.
Οι προσκυνητές έκαναν μακρύ ταξίδι έφιπποι ή με τα πόδια, και έφταναν στο Μέγα Σπήλαιο κουρασμένοι και πεινασμένοι, οπότε διανυκτέρευαν στα κελιά της μονής. Στο δείπνο, «οι καλόγεροι πρόσφεραν στον καθένα ένα κανάτι κρασί και σομόνια, εκλεκτά ψωμιά σαν κέικ από ρωσικό αλεύρι», με πληροφόρησε στη σύντομη κουβέντα μας ο πατέρας Σεραφείμ Σπανογιανόπουλος, αρχιμανδρίτης και αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου, που παραβρέθηκε στην εκδήλωση εκπροσωπώντας τον Καθηγούμενο, μαζί με τον πατέρα Χρήστο Μπίρμπα, αρχιερατικό επίτροπο Καλαβρύτων και εκπρόσωπο του Μητροπολίτη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων.
Ο αμπελώνας είναι ίσως ο μοναδικός μέσα σε βαθύ φαράγγι και ο πιο ψηλός στην Ελλάδα μετά τα αμπέλια της Ηπείρου, όπως μας πληροφόρησε ο οινοκριτικός Σίμος Γεωργόπουλος. Τον δροσίζει η αύρα του Βουραϊκού ποταμού, που φέρνει μαζί της τη θαλασσινή δροσιά του Κορινθιακού κόλπου, έχει μάλιστα, ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους πιο χαμηλούς αμπελώνες. Η σημαντική άνοδος της θερμοκρασίας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής έχει επηρεάσει αρνητικά την αμπελοκαλλιέργεια με αποτέλεσμα, σε όλο τον οινικό κόσμο, οι οινοποιοί να αναζητούν πλέον αμπέλια όλο και πιο ψηλά για να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη δροσιά.
Το Μεγάλο Αμπέλι, όπως λέγεται, βρίσκεται σε υψόμετρο 780-880 μέτρων, στο 21ο χλμ της επαρχιακής οδού Διακοφτού – Καλαβρύτων, στης Λώβας το λαγκάδι, με την επιβλητική χαράδρα του Βουραϊκού να χάνεται από κάτω του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η καλλιέργειά του εγκαταλείφθηκε μαζί με τη σταδιακή αποχώρηση των μοναχών. Στη συνέχεια, η Cavino προχώρησε σε μακροχρόνια μίσθωση του εγκαταλειμμένου αμπελώνα και το 1999 άρχισε η αναμπέλωσή του με τις ΠΓΕ ποικιλίες Μαυροδάφνη, Μαύρο Καλαβρυτινό και Λαγόρθι, αλλά επίσης με Ασύρτικο, Merlot, Cabernet Franc, Cabernet Sauvignon, και Syrah που σε συνδυασμό μεταξύ τους δίνουν εκπληκτικά, πολυβραβευμένα κρασιά.
Κρασί και εδέσματα Αιγιάλειας
Ο Γιώργος Μανίκας είναι ένας χαριτωμένος και παθιασμένος τοπικός μάγειρος, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους σικελούς συναδέλφους του στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Αντρέα Καμιλέρι (πέρα από το γεγονός ότι εκείνοι για ευνόητους λόγους μαγειρεύουν ψάρια και θαλασινά). Οταν μάλιστα του είπα, πως αν ζούσε ο δημιουργός του Μονταλμπάνο, θα ήθελα πολύ να τον φέρω στην ταβέρνα του «Το σπίτι της Μαριώς» στα Καλάβρυτα, δάκρυσε από συγκίνηση. Και το εννοούσα. Γιατί μας έκανε να τρέμουμε από προσμονή καθώς μας περιέγραφε τα τοπικά υλικά, που είχε χρησιμοποιήσει πιάτα του.
Στην πράσινη σαλάτα του με καπνιστό κοτόπουλο έβαλε νεροκάρδαμο (μαζεμένο λίγο πριν από το δάσος) και πορτοκάλι και γύρη ανθέων. Για το κρύο χοιρινό, έφτιαξε μια σάλτσα με αποξηραμένα κεράσια και σταφίδα Βοστίτσα (ένα από τα ιστορικά προϊόντα της περιοχής), και η συγκλονιστική του μανιταρόπιτα είχε άγρια μανιτάρια (με τη βοήθεια του γκουρού των μανιταριών Νεκτάριου Φιλιππόπουλου). Στο σημείο αυτό σας παρακαλώ κάντε εικόνα αυτό: η μανιταρόπιτα είχε επίσης «χθεσινό κατσικίσιο γάλα από της Πόπης το μαντρί» αλλά τα αβγά ήταν του εμπορίου (δηλαδή από πλαϊνό κοτέτσι, που τα διακινεί στην αγορά) γιατί τα δικά του τα έφαγε η πονηρή αλεπού…
Για ευνόητους λόγους (πανδημία, αποστάσεις κλπ) το «πάντρεμα» πιάτων και κρασιών έγινε όχι από κοντά, αλλά με πολύωρα αγχωμένα τηλεφωνήματα μεταξύ Σίμου Γεωργόπουλου και Γιώργου Μανίκα. Παρόλα αυτά ο έμπειρος ντόπιος μάγειρος κατάφερε να τα βγάλει άξια πέρα με μια δύσκολη πρόκληση: Τα πιάτα του έπρεπε να είναι αναγκαστικά κρύα, αφού στο αμπέλι, όπου στήθηκε το τραπέζι, δεν υπάρχει ηλεκτρικό. Και εμείς χαλαρωμένοι μέσα σε ένα αρχαίο τοπίο με εκπληκτική ενέργεια, απολαύσαμε ένα μοναδικό γεύμα αγναντεύοντας δίπλα μας τα τρυφερά βλαστάρια της παινεμένης Μαυροδάφνης, ποικιλίας γνωστής για το γλυκό κρασί της, η οποία επιτέλους αναγνωρίστηκε και για τα εκλεκτά ξηρά κρασιά της.
- Το πρώτο κρασί, το λευκό του Κτήματος Μέγα Σπήλαιο, κρεμώδες και πολύπλοκο, από τις ποικιλίες Ασύρτικο και Λαγόρθι, συνοδεύτηκε από μια εξίσου πολύπλοκη γευστικά πράσινη σαλάτα.
- Ακολούθησε το καινούργιο ροζέ του Κτήματος, ένα υπέροχο χαρμάνι από Μαλαγουζιά και Cabernet Franc (είμαι σίγουρη ότι θα σκίσει φέτος το καλοκαίρι), που πλάι της στάθηκε ισάξια μια παντζαροσαλάτα με άγριο σκόρδο και κρέμα τυριού.
- Το τρίτο κρασί, λευκό Cuvée III του 2019, ήταν ένα εκλεκτό χαρμάνι των ποικιλιών Μαλαγουζιά, Ασύρτικο και Chardonnay, και μαζί με την μανιταρόπιτα ίσως ο καλύτερος συνδυασμός κρασιού – φαγητού του γεύματος. (Κάθε άγριο μανιτάρι και το φρέσκο κατσικίσιο γάλα ξεχώριζαν ένα-ένα στο στόμα με τη γεύση τους, ενώ το πώς πέτυχε η Μαρία να είναι το φύλλο της τόσο τραγανό αν και κρύο παραμένει μυστήριο).
- Ακολούθησε η ναυαρχίδα του Κτήματος, ένα από τα καλύτερα ελληνικά ερυθρά κρασιά, το πολυβραβευμένο Κτήμα Μέγα Σπήλαιο Grand Cave του 2014, από Μαυροδάφνη και Μαύρο Καλαβρυτινό. Με κρύο πιάτο; Μεγαλύτερη πρόκληση δεν υπήρχε. Ο Μανίκας, όμως έκανε τα μαγικά του, βοήθησαν και τα ντόπια προϊόντα, το χοιρινό, τα κεράσια και η μαύρη σταφίδα.
- Το αξέχαστο γεύμα έκλεισε με το Deus, ημιαφρώδη και ημίγλυκο λευκό οίνο (στα πρότυπα του ιταλικού Moscato d’Asti ), από Μοσχάτο Ρίου, ποικιλία που καλλιεργείται σε υψόμετρο 500-600μ και προικίζει το κρασί με άφθονα αρώματα φρούτων και λουλουδιών. Πλάι του, τι άλλο; Μια ανάλαφρη μους γιαουρτιού πάνω σε τριμμένο μπισκότο, στολισμένη με ροδοζάχαρη (το εμβληματικό μοναστηριακό γλυκό του Αιγίου από ροδοπέταλα) και καρύδι, με ένα άγγιγμα από άρωμα φρέσκου θυμαριού. Θα το σκεφτόσαστε; Εγώ ποτέ, και είναι τέλειο.
Φύγαμε γεμάτοι ευτυχία, κάτι που πετυχαίνει πάντα ένα καλό τραπέζι, με τη σκέψη στο μότο της Πόπης Γουόλικ, marketeer Γεύσης και Οίνου: «Δεν θέλουμε να γίνουμε Τοσκάνη, είμαστε Αιγιάλεια». Το επέκτεινα στο μυαλό μου: είμαστε Νεμέα, Μονεμβασιά, Αττική, Βοιωτία, Κρήτη, Νάουσα και Δράμα, και Ηπειρος και Ιόνια και Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, παντού όπου βγαίνουν πλέον υπέροχα ελληνικά κρασιά μέσα σε τοπία μοναδικής ομορφιάς, σκεφτόμουν στην διαδρομή της επιστροφής.
Ωστόσο η Τοσκάνη μας διδάσκει (και οφείλουμε να πάρουμε το μάθημα) έναν βαθύ σεβασμό στο τοπίο, στον ανθρώπινο μόχθο και στην τοπική παράδοση σε βάθος χρόνου. Η F.A.M.E. Road μια διασυνοριακή συνέργεια για ανταλλαγή τέχνης και γαστρονομίας μεταξύ Δυτικής Ελλάδας και Απουλίας στην Ιταλία, και πιθανώς την παραγωγή κοινού έργου, ίσως συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Ας το ευχηθούμε.