Θέματα

Τα social media και η νέα ψηφιακή βαρβαρότητα

Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στήθηκε, κατά τον γάλλο διανοητή Μπερνάρ Ανρί- Λεβί, «ένα παγκόσμιο κουβεντολόι στο πλαίσιο του οποίου κανένας δεν έχει τη δικαιοδοσία να ιεραρχεί ή να διακρίνει ανάμεσα στην ευφυΐα και στο ντελίριο, στην πληροφόρηση και στις ψευδείς ειδήσεις, στην αναζήτηση της αλήθειας και το πάθος για άγνοια»
Protagon Team

Συμφωνεί με τον Εμανουέλ Μακρόν ο Μπερνάρ Ανρί – Λεβί. «Υφίσταται πράγματι ένας συλλογικός εκβαρβαρισμός που αποδίδεται στην επιτυχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», γράφει σε κείμενό του στην ιταλική La Repubblica, σχολιάζοντας τη σχετική άποψη του προέδρου της Γαλλίας. Ο επιφανής γάλλος στοχαστής θεωρεί πως το εν λόγω άκρως ανησυχητικό φαινόμενο οφείλεται σε πέντε λόγους.  

Ο πρώτος σχετίζεται με «το στιγμιαίο των σκέψεων που εκφράζονται» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσηςδηλαδή με το γεγονός πως πλέον δεν υπάρχει «καμία απόσταση, κανένα φίλτρο, καμία μεσολάβηση. Κατά συνέπεια οι απόψεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μοιάζουν πολύ με εκείνη την ακατέργαστη γλώσσα, ιδιαίτερα αυτοαναφορική ιδιαίτερα έντονη, που ο Χέγκελ περιλάμβανε μεταξύ των αιτιών της βίας και της αγριότητας μεταξύ των ανθρώπων», σημειώνει ο Ανρί – Λεβί.

Ο δεύτερος είναι η εξαπάτηση των χρηστών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία, αντί να ευνοούν την κοινωνικοποίηση, όπως υποδηλώνει, άλλωστε, το όνομά τους, εντείνουν «την αποκοινωνικοποίηση, με την συνεπακόλουθη ψευδαίσθηση των υποτιθέμενων φίλων που μας αγαπούν με ένα κλικ και σταματούν να μας αγαπούν με ένα κλικ και η αύξηση των οποίων είναι σημάδι του ότι στην πραγματικότητα δεν έχουμε πια φίλους»Ο Ανρί – Λεβί κάνει λόγο για «βασιλεία του ναρκισσισμού που με την πρόφαση της διασύνδεσης, αναδεικνύει την αποξένωση από όλα όσα κάποτε διαμόρφωναν τις κοινότητες, την αλληλεγγύη, την αδελφοσύνη»   

Οσον αφορά τον τρίτο λόγο, o 72χρονος φιλόσοφος επικαλείται τον Αγιο Διονύσιο, τον διάσημο πρώτο επίσκοπο του Παρισιού, τον οποίο αποκεφάλισαν οι βάρβαροι αλλά εκείνος διέσχισε πεζός τον λόφο του Σεν-Ντενί, κρατώντας παραμάσχαλα το κομμένο του κεφάλι. «Με τους μηχανισμούς του Διαδικτύου παρατηρούμε ένα παρόμοιο φαινόμενο αλλά σε παγκόσμια κλίμακα που αφορά όλους τους ανθρώπους. Σήμερα δεν πρόκειται πια για το κεφάλι μας αλλά για τη μνήμη μας. Δεν την παίρνουμε παραμάσχαλα, αλλά στην παλάμη των χεριών μας, ή μέσα σε μία τσέπη», γράφει ο Ανρί – Λεβί, υπενθυμίζοντας ότι μέσω των έξυπνων κινητών «απαλλασσόμαστε από εκείνη την προσοχή που μας επιτρέπει να εντοπίζουμε συνειδητά πληροφορίες, καταστάσεις και θραύσματα αναμνήσεων που ξεχνάμε, τόσο όσο η τεχνολογία μας επιτρέπει να τα επαναφέρουμε στη μνήμη μας κατά βούληση».   

Καθιστώντας τις μηχανές υπεύθυνες για τη διαχείριση των αναμνήσεών μας, συμβάλλουμε στην αναπόφευκτη ατροφία της μνήμης, «η οποία γνωρίζουμε, από τον καιρό του Πλάτωνα, ότι είναι ένας από τους πιο ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και ένας από τους καταλληλότερους για την αποφυγή των χειρότερων».

Ο συλλογικός εκβαρβαρισμός οφείλεται σε αυτό που ο Ανρί – Λεβί αποκαλεί «βούληση για αλήθεια. Και η αλήθεια δημιουργεί έναν δεσμό μεταξύ των ανθρώπων. Στην αναγνώριση μίας αλήθειας, η αγάπη για την οποία είναι τουλάχιστον αποδεκτή από όλους, υπάρχει ένας άλλος συγκεκριμένος λόγος που εμποδίζει τους ανθρώπους να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον»εξηγεί.

Οσον αφορά τη σχέση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την αλήθεια, τα social media αποτελούν τη «βάση μιας σταδιακής ολίσθησης» από την αλήθεια. «Αρχίζουμε με το “όλοι έχουν εξίσου το δικαίωμα να εκφράζουν ό,τι πιστεύουν”. Μετά περνάμε στο “Ολα όσα εκφράζονται πρέπει να γίνονται σεβαστά με τον ίδιο τρόπο”. Και στη συνέχεια λέμε “Εάν είναι όλα σεβαστά με τον ίδιο τρόπο, αυτό σημαίνει ότι όλα είναι έγκυρα, σημαντικά και αξιόλογα με τον ίδιο τρόπο”. Κάπως έτσι, με αφετηρία την επιθυμία να εκδημοκρατιστεί το “θάρρος της αλήθειας” που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Φουκό και πιστεύοντας πως προσφέρεται σε όλους ένα τεχνολογικό μέσο, ούτως ώστε να συμβάλλουν στην περιπέτεια της γνώσης, στήθηκε ένα παγκόσμιο κουβεντολόι στο πλαίσιο του οποίου κανένας δεν έχει τη δικαιοδοσία να ιεραρχεί ή να διακρίνει ανάμεσα στην ευφυΐα και στο ντελίριο, μεταξύ πληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων, ανάμεσα στην αναζήτηση της αλήθειας και το πάθος για άγνοια», επισημαίνει πολύ εύστοχα ο γάλλος διανοητής.

Χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γινόμαστε μάρτυρες «μίας επιστροφής εκείνων των διάσημων σοφιστών που υποστήριζαν πως εκείνη που κάποτε αποκαλούνταν “Η” Αλήθεια είναι μία αδιάκριτη σκιά σε μία νύχτα στην οποία όλες οι ψευδαισθήσεις είναι γκρίζες». Πλέον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η όποια αλήθεια του καθενός αξίζει όσο και η οποία αλήθεια του άλλου και όλοι έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα «απολύτως όλα, ακόμη και εάν είναι βίαια ή θηριώδη»ούτως ώστε να την επιβάλουν.

Ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό του ο Ανρί – Λεβί επικαλείται τον άγγλο ωφελιμιστή φιλόσοφο του 18ου αιώνα Τζέρεμι Μπένθαμ και το περίφημο Πανοπτικόν του, μία πρότυπη φυλακή, ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα στο κέντρο του οποίου δεσπόζει ένας πύργος από όπου οι φύλακες μπορούν να επιτηρούν τους κρατούμενους δίχως να φαίνονται.  

Η πρωτοτυπία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έγκειται στο γεγονός πως «εκείνο το μάτι δεν κλείνει ποτέ, επιτηρεί τα σώματα και διαπερνά τις ψυχές, παραβιάζει την εσωτερικότητά τους, καθιστώντας την προφανή σε όλους. Και δεν πρόκειται πλέον για το μάτι ενός φύλακα, ενός ηγεμόνα, αλλά για το μάτι του καθενός. Το καινούργιο στοιχείο όσον αφορά αυτό το εγχείρημα που επιδιώκει να βλέπει τα πάντα και να γνωρίζει τα πάντα και να εισέρχεται στο πνεύμα και στον εσωτερικό κόσμο είναι ότι μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε γείτονάς μας στο Διαδίκτυο». 

Από τη στιγμή που οι ανώτεροι μπορούν να κατασκοπεύουν τους κατώτερους αλλά και οι κατώτεροι τους ανώτερους και όλοι αδιακρίτως να ελέγχουν ή να καταδικάζουν οποιονδήποτε άλλο, «αυτός ο νεομπενθαμικός μηχανισμός δημιουργεί ένα πολιτικό καθεστώς που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε σοβαρά δημοκρατικό ούτε ξεκάθαρα αυταρχικό»σημειώνει ο Ανρί – Λεβί, αποκαλώντας το εν λόγω καθεστώς «σκοποκρατικό» (από το αρχαιοελληνικό «σκοπώ» που σημαίνει κοιτάζω)εξαιτίας αυτής της θεωρίας του βλέμματος και της ψηφιακής ηδονοβλεψίας που τροφοδοτεί. 

Από αυτήν την «σκοποκρατική μανία» δημιουργείται ένα «κλίμα λαϊκής δικαιοσύνης το οποίο κινείται με την ταχύτητα του φωτός ενός Διαδικτύου που δουλεύει στο φουλ και δημιουργεί μία ανθρωπότητα που διψάει, όπως οι θεοί του Ανατόλ Φρανς, όχι για αίμα αλλά για φλυαρία. Και στο τέλος αυτής της οχλαγωγίας – στο πλαίσιο της οποίας σχεδόν κάθε στιγμή ένα άλλο κεφάλι πέφτει στο πανοπτικόν των νέων κοράκων – εκτυλίσσεται ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, την αγριότητα του οποίου ο Τόμας Χομπς δεν φαντάστηκε ποτέ». 

Οσον αφορά το πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτόν τον «εφιάλτη» ο Ανρί – Λεβί παραδέχεται, δυστυχώς, πως δεν το γνωρίζει.