Μαργαρίτα Παπανδρέου, Δάφνη Σημίτη, Μπέτυ Μπαζιάνα, Μαρέβα Γκραμπόφσκι- Μητσοτάκη, Νατάσα Καραμανλή, Γεωργία Σαμαρά, Αντα Παπανδρέου, Μαρίκα Μητσοτάκη | CreativeProtagon
Θέματα

Σύζυγος Πρωθυπουργού: πώς τη θέλουμε;

Στην Ελλάδα, κάθε Πρώτη Κυρία είναι ένα κεφάλαιο από μόνη της. Τις καθιστά όλες ανεξαιρέτως συμπαθείς –όποιες κι αν είναι πραγματικά– η αμείλικτη δημοσιότητα λόγω της εξ αντανακλάσεως σχέσης τους με την εξουσία. Δεν είναι εύκολος, παρότι δελεαστικός, ο ρόλος. Δεν είναι απλό να σε αποκαλεί ένας ολόκληρος λαός με το μικρό σου όνομα…
Ελευθερία Κόλλια

Δεν υπάρχει επικοινωνιολόγος που να μην έχει συστήσει σε φιλόδοξο πολιτικό να παντρευτεί για να φτιάξει το ίματζ του. Παλαιόθεν. Μια πρώτη κυρία με τις κατάλληλες προδιαγραφές έχει τη δύναμη να εκτοξεύσει τη δημοφιλία του πολιτικού, να τον καταστήσει αξιοζήλευτο και –στο διά ταύτα– να τον εγκαταστήσει, εκλογικού Θεού θέλοντος, στο Μαξίμου. Ποιες είναι όμως αυτές οι προδιαγραφές;

Χαζέψτε τις βρετανικές εφημερίδες, μετά το συνέδριο του Εργατικού Κόμματος στο Μπράιτον. Η ομιλία –πρώτη φορά– του νέου (εξελέγη προ 18 μηνών) αρχηγού του, Κιρ Στάρμερ, επισφραγίστηκε από την παρουσία της συζύγου του, Βικτόρια, στο πλευρό του. Την οποία έκρυβαν η πανδημία, τα λοκντάουν και ο ιός. Τι τρυφερές αγκαλιές, τι χαμόγελα συνεσταλμένα, τι περίπατοι χεράκι – χεράκι στην παραλία της πόλης. Ο βρετανικός Τύπος (δείτε εδώ) «μυστικό όπλο» την ανεβάζει, «μυστικό όπλο» την κατεβάζει τη δυναμική δικηγόρο κυρία Αλεξάντερ, που έγινε Στάρμερ πριν από 7 χρόνια και έχει αποκτήσει δύο παιδιά με τον φέρελπι ηγέτη. Ο ίδιος αφήνει να διαρρεύσουν με το σταγονόμετρο (τουλάχιστον ακόμη) πληροφορίες για την κοινή ζωή τους: κάθε Παρασκευή τρώει με τον πεθερό του, τηρώντας το εβραϊκό έθιμο, καθότι πολωνική με εβραϊκές ρίζες η οικογένεια Αλεξάντερ. Το αυτό και τα παιδιά, που μεγαλώνουν γνωρίζοντας τι σημαίνει Μπατ Μιτσβά και κιπά στις τελετές.

Δεν υπόκεινται όλες οι Πρώτες Κυρίες ασφαλώς στην ίδια νόρμα. Παρότι ο κόσμος πολύ θα το ήθελε. Το εκλογικό κοινό, διεθνώς, φαίνεται πως συμπαθεί ιδιαίτερα τις κυρίες που είναι «γλυκές» και «ήσυχες», και κυρίως διακριτικές, μη παρεμβατικές. Σε έναν ρόλο που ο γάμος, η συμβίωση δεν συνεπάγεται κανένα θεσμικό μανδύα, επιβάλλεται να είναι κανείς μετρημένος. Πόσο; Τόσο. Όσο.

Στην εγχώρια πραγματικότητα, το μέτρο έχουν υπερβεί λίγες. Κι αυτές λόγω έντονης ιδιοσυγκρασίας.

«Περιμένατε ότι θα γίνετε γυναίκα Πρωθυπουργού;». «Όχι, περίμενα ότι θα γίνω εγώ η ίδια Πρωθυπουργός», είχε δηλώσει μέσες άκρες (έχουν περάσει και τόσα χρόνια από τότε) η φεμινίστρια Μαργαρίτα Παπανδρέου στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», τη δεκαετία του ’80. Η σύζυγος του Ανδρέα εξηγούσε ότι αν συνέχιζαν να ζουν στις ΗΠΑ, ήταν πολύ πιθανό, και προφανώς θα το ήθελε, να βρίσκεται εκείνη στην εξουσία. Η λεζάντα κάτω από εκείνη την ωραία ασπρόμαυρη φωτογραφία στο περιοδικό πρέπει να έκανε πολλές κόρες ματιών να διασταλούν, μη πιστεύοντας τι διάβαζαν… Ήταν η εποχή που η ΕΓΕ, η Ένωση Γυναικών Ελλάδας, με επικεφαλής την κυρία Παπανδρέου, έδινε μάχη για την προίκα, το οικογενειακό δίκαιο, τις αμβλώσεις.

Η «Μάργκαρετ» φαίνεται πως διατηρεί τις ίδιες ισχυρές απόψεις και σήμερα, που διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής της. Το αποκαλύπτει γλαφυρά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Έρωτας και Εξουσία» (εκδόσεις Πατάκη). Στην αλλοτινή διερευνητική προσπάθεια της να ντυθεί τον ρόλο της Πρώτης Κυρίας, έφθασε να κατηγοριοποιήσει σκωπτικά τα «είδη» τους. «Η «γυναίκα-κουτάβι», που ακολουθεί τον σύζυγο κουνώντας την ουρά της σιωπηλά και υπάκουα όπου αυτός πηγαίνει. Η «γυναίκα που λατρεύει», η οποία είναι παρούσα σε μεγάλα γεγονότα, κοιτάζοντας τον σύζυγο της με αγάπη όταν αυτός μιλάει. Η «απρόθυμη γυναίκα» που προτιμάει τον δικό της δρόμο και δείχνει να αδιαφορεί για την πολιτική. Η «φιλόδοξη γυναίκα» που χρησιμοποιεί κάθε ευκαιρία προκειμένου να φτιάξει τη δική της εικόνα. Κι η «γυναίκα σύντροφος» που ενδιαφέρεται βαθιά για την πολιτική και που κατά πάσα πιθανότητα θέλει να συμβάλει σε έναν καλύτερο κόσμο. Αυτές οι κατηγορίες ήταν επιφανειακές και κυρίως διαμορφωμένες με πειραχτική διάθεση», εξηγεί, για να μην παρεξηγηθεί.

Η ίδια αναφέρει επίσης ότι η Τζάκι Κένεντι δεν ήθελε ούτε να ακούσει για τον όρο «Πρώτη Κυρία». Της θύμιζε όνομα αλόγου στον ιππόδρομο. Αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως θέμα, και μάλλον όχι του παρόντος.

Από την Αμαλία ως τη Μπέτυ

Στην Ελλάδα, κάθε πρώτη κυρία είναι ένα κεφάλαιο από μόνη της. Τις καθιστά όλες ανεξαιρέτως συμπαθείς –όποιες κι αν είναι, πραγματικά– η αμείλικτη δημοσιότητα λόγω της εξ αντανακλάσεως σχέσης τους με την εξουσία. Η υποχρέωσή τους να παρακολουθούν την προσωπική ζωή τους μέσα από το στρεβλωτικό κάτοπτρο των πρωτοσέλιδων, των φημών, των social media. Δεν είναι εύκολος, παρότι δελεαστικός, ο ρόλος. Δεν είναι απλό, όσο κολακευτικό και να ακούγεται, να σε αποκαλεί ένας ολόκληρος λαός με το μικρό σου όνομα…

Η Αμαλία Μεγαπάνου, με το βέλο και τα ταγιέρ της δεκαετίας του ‘60, θα μείνει στην Ιστορία ως η πλέον εχέμυθη. Τήρησε κανόνες, δεν άφησε δημοσίως ποτέ και καμία χαραμάδα στην κοινή ζωή της με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Συντονίστηκε απόλυτα με το προφίλ του πιο εσωστρεφούς και κατά ομολογία δύσκολου ως χαρακτήρα ηγέτη αυτής της χώρας. Η φήμη την ήθελε πάντως να ζητεί εκείνη διαζύγιο, και η πραγματικότητα να κρατά το επίθετο του δεύτερου συζύγου της: Μεγαπάνου. Η Αμαλία Μεγαπάνου απεδείχθη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα μέσα στον χρόνο, με προσωπικά δημιουργήματα. Χωρίς τάσεις κοινωνικής επίδειξης. Όπως επέβαλε η αστική ανατροφή της.

Την εικόνα της επίσης διακριτικής Δάφνης Σημίτη έκανε εναργέστερη ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης, στο βιβλίο του «Δρόμοι Ζωής», εκδοθέν πολύ μετά τη λήξη της διπλής πρωθυπουργίας του. Ποιος ήξερε ότι η κυρία Σημίτη παρακολουθούσε μαθήματα Κοινωνικής Ψυχολογίας στη London School of Economics την εποχή που σπούδαζε κι εκείνος στην Αγγλία; Στην οποία παρεμπιπτόντως πέρασαν χρόνια – ζάχαρη ο κύριος και η κυρία Σημίτη. («…Τα χρόνια στο Λονδίνο ήταν για μένα από τα ωραιότερα της ζωής μου», γράφει ο πρώην Πρωθυπουργός). Προξενεί εντύπωση, δε, ο χαρακτηρισμός που της προσδίδει: τη χαρακτηρίζει αυθόρμητη, όταν στη δημόσια εικόνα της, η κυρία Σημίτη εμφανίζεται πλήρως συγκρατημένη: «Εγώ προσεκτικός, εκείνη αυθόρμητη, εγώ προσανατολισμένος σε όσα με ενδιέφεραν, εκείνη πιο ανοιχτή στο περιβάλλον και σε διάφορες πλευρές της ζωής, εγώ πιο συγκεντρωμένος σε όσα διάβαζα και δούλευα, εκείνη με πολλή προσοχή στην αισθητική, στην αρμονία και στο ωραίο. (…) Γίναμε ένα δεμένο ζευγάρι, με τον καθένα μας να έχει τις δικές του απόψεις και τη δική του διακριτή προσωπικότητα. Κανένας δεν επιδίωκε να επιβληθεί στον άλλον». 

Η Νατάσα Καραμανλή απεδείχθη ανθεκτική, παρά το εύθραυστο παρουσιαστικό της. Δεν έπαψε να χαμογελά αθώα στα δημόσια ενσταντανέ της, ακόμη κι όταν δεχόταν επιθέσεις, ενίοτε ανοίκειες , για την επιθυμία της να ασχοληθεί επαγγελματικά με την Ιατρική. Για χάρη της οποίας αποκλειστικά έχει βγει να μιλήσει, κι αυτό ελάχιστες φορές. Όταν ο Κώστας Καραμανλής ήταν πάντως στην εξουσία, κάποιοι αρέσκονταν να την αποκαλούν και «Νταϊάνα της Ελλάδας» – αποφεύγοντας εντέχνως τις συγκρίσεις του «Κώστα» με τον Κάρολο. Η κυρία Καραμανλή εδραιώθηκε παντοτινά στο συλλογικό ασυνείδητο της Νέας Δημοκρατίας ως πρώτη κυρία επιτελούσα επαρκώς τον ρόλο της, όταν χάρισε στον τότε Πρόεδρο τη δίδυμη ευτυχία τους, την Αλίκη και τον Αλέξανδρο. Κι από όσο φαίνεται στις φωτογραφίες που κατά καιρούς διαρρέουν, απολαμβάνει στο έπακρο τη μητρική της ιδιότητα.

Η Άντα Παπανδρέου έβαλε στην άκρη την ιδιότητα της ως πολιτικού μηχανικού και την ειδικότητα της στην «ανάλυση τάσεων σε λεπτότοιχες κατασκευές» και ανέλαβε να στηρίξει τον τότε σύζυγο της Γιώργο στην άνοδο προς την Πρωθυπουργία. Όχι αφ’ υψηλού – έχει ομολογήσει ότι κάποτε έβγαζε φωτοτυπίες για μια ομιλία του που έπρεπε να μοιραστεί. Λάτρης της λογοτεχνίας και γενικότερα της Τέχνης, η κυρία Παπανδρέου ήταν πάντα βαθιά πολιτικοποιημένη και συνδικαλιστικά ιδιαιτέρως κινητική ως φοιτήτρια, αλλά αθόρυβη. Πιο εύκολα τη συναντούσε κανείς τις Κυριακές στα καφέ της Νέα Ερυθραίας να χαζεύει εφημερίδες, παρά στο Μέγαρο Μαξίμου.

Απολύτως ήρεμη, χαμογελαστή και μη παρεμβατική εμφανίστηκε η Γεωργία Σαμαρά. Χωρίς συνεντεύξεις, με φωτογραφίες σχεδόν πάντα δίπλα στον Αντώνη Σαμαρά και σπανίως μόνη της, επέλεξε να μεγαλώνει τα παιδιά της, παρέμεινε μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πολιτικό. Ψάξτε για πληροφορίες: το μόνο που θα βρείτε είναι ότι θεωρείται καλομεγαλωμένη, είναι κόρη του επιχειρηματία Άκη Κρητικού της βιομηχανίας «Κύκνος», καθώς και ότι στον γάμο της φορούσε ένα λιτό νυφικό, σχέδιο του Billy Bo. Δύσκολη περίπτωση, στα όρια του ολέθρου (δημοσιογραφικά μιλώντας), η κυρία Σαμαρά.

Η Μπέτυ Μπαζιάνα, σύζυγος του Αλέξη Τσίπρα, έχει τουλάχιστον ένα κοινό χαρακτηριστικό με την κυρία Καραμανλή. Τις επιθέσεις που έχει δεχθεί για την επαγγελματική της εξέλιξη. Αυτή τη φορά στο δύσκολο τερέν των ΑΕΙ. «Δυνατός άνθρωπος», κατά τον ίδιο τον πρώην Πρωθυπουργό, η Μπέτυ άντεξε και στα συστηματικά αστεία για το βαφτιστικό της όνομα, Περιστέρα, βάσταξε και στις χολερικές αιχμές για την αισθητική της (λογικότατη, λόγω ρόλου) μετάλλαξη: από «Κνίτισσα» (χωρίς να έχει περάσει ποτέ από την ΚΝΕ η γυναίκα) σε μοντέλο ενδυματολογικού μινιμαλισμού. Δεν κρατήθηκε κάποια στιγμή κι έδωσε εκείνη τη συνέντευξη που τη θέλει να κλαίει κάθε 5η Ιουλίου. Φτιάχνοντας εικόνα δακρύων στο δροσερό και ωραίο πρόσωπο της, το οποίο και επιθυμεί να πάρει κάποια στιγμή και την «εξουσία», φτάνει πια μόνο με την «κυβέρνηση». Δεν ήταν φλύαρη η κυρία Μπαζιάνα κατά το πέρασμα Τσίπρα από την Ηρώδου Αττικού, αλλά αυτή η συνέντευξη τής στοίχισε σαν να μην έβαλε γλώσσα μέσα μια πενταετία.

Η κομψότητα και η χάρη αποτελούν, σημειωτέον, αυστηρό κριτήριο κοινού και media, όταν θέτουν στο μικροσκόπιο τις συζύγους – συντρόφους των Πρωθυπουργών. Τι φορούν, αν τις «φοράει», πόσο κάνει, ποιος το υπογράφει. Αδυσώπητες μάχες στιλιστικού χαρακτήρα, απαραίτητες στον πόλεμο των εντυπώσεων. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι δεν είναι πάντα και καθοριστικές. Η Μπάρμπαρα Μπους, «η γιαγιά του έθνους» υπήρξε ασυζητητί η πιο δημοφιλής Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, με τα λευκά της μαλλιά, τα κλαρωτά της φουστάνια, τα περίσσια της κιλά – και τη διάσημη συνταγή της για μπισκότα. Σε αντίθεση με την Μελάνια Τραμπ, γυναίκα – μοντέλο – άγαλμα, που γνώρισε τον πάτο της αποδοχής από τους Αμερικανούς κατά τη θητεία του «Ντόναλντ», ακόμη κι όταν ίπτατο στα 12ποντα τακούνια της.

Κρίσεις κι επικρίσεις, από κάθε πικραμένο. Μόνο η «Μιμή», η Δήμητρα Λιάνη – Παπανδρέου, ξέρει τι σημαίνει ο όρος «επίθεση», «διασυρμός», αυτή που έχει συναντήσει ακόμη και τη γυμνή εκδοχή της σε πρωτοσέλιδα στα μανταλάκια περιπτέρων. Το πληθωρικό φυζίκ, η «λαϊκή» καταγωγή, η προσωπική της στάση απέναντι στην εξουσία συνέβαλαν ώστε η εικόνα να γίνει καρικατούρα τις κακές ημέρες. Ούτε ψύλλος στον κόρφο της.

Μαρέβα και Μαρίκα

Στο φάσμα της πολιτικής, βεβαίως, ποτέ δεν είναι κανείς πλήρως θωρακισμένος. Πάρτε για παράδειγμα τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη. Έχει επιβιώσει από την κριτική περί «ταπεινής καταγωγής» – προέρχεται από οικογένεια με κοινωνικό στάτους και οικονομική επιφάνεια. Έχει γλιτώσει από την κριτική περί  «ετερόφωτης συζύγου» – έχει τελειώσει μεταξύ άλλων το Χάρβαρντ, εκεί άλλωστε γνωρίστηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και θεωρείται επαγγελματικά λίαν δραστήρια.

Έχει περάσει από το πολεμικό πεδίο της στιλιστικής προσέγγισης, χωρίς να φάει σφαίρα – έχει ασχοληθεί επί μακρόν με τον χώρο της μόδας. (Για την ακρίβεια, έχει φάει μία σφαίρα για τα παπούτσια που φορούσε κατά την υποδοχή του Μάικ Πομπέο στα Χανιά, αλλά μία ίσον καμία, γιατί ταλαιπωρείτο από πρόβλημα υγείας εκείνη την εποχή). Και όμως, αποτελεί κόκκινο πανί για τους πολιτικούς εχθρούς του Πρωθυπουργού. Κάτι που ίσως δείχνει πολλά για το επίπεδο αυτών των εχθρών…

Η ίδια επιλέγει να τηρεί προφίλ που αναδεικνύει την ανθρώπινη πλευρά της. Με αναρτήσεις που αφορούν την οικογένεια της, με παρεμβάσεις – επισκέψεις – δράσεις ανώδυνες πολιτικά, κοινωνικού χαρακτήρα κυρίως. Είναι προφανές, βέβαια, ότι μια γυναίκα με ένα τέτοιο background, έχει ακονισμένη κρίση και διαμορφωμένη άποψη. Και δεν πιστεύει κανείς ότι η ίδια θα ήθελε να το κρύψει, απαρνούμενη τον ίδιο της τον εαυτό. Η θητεία Μητσοτάκη βρίσκεται εν τούτοις εν εξελίξει, ως εκ τούτου οι δήθεν απόψεις για την παρουσία της συζύγου του, μόνο ολοκληρωμένες δεν μπορεί να είναι.

Δυναμική, και αληθινά δυνατή γυναίκα, ήταν και η Μαρίκα, επί 60 συναπτά έτη σύζυγος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Σε συνεντεύξεις της δήλωνε ευθαρσώς ότι ήθελε και επεδίωκε να έχει πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην οικογένεια της. Πληθωρική και ζωηρή, ανήκει σε κείνες που ευτυχώς έχουμε ακούσει τη φωνή τους. Να ένα στοιχείο που λείπει από πολλές Πρώτες Κυρίες: η φωνή! Ο «βωβός κινηματογράφος» μπορεί ενίοτε να  προστατεύει, επιτρέποντας στη φαντασίωση να καταλάβει τον χώρο της αλήθειας, ταυτόχρονα όμως καμία δεν τιμά.

Η Μαρίκα – οδοστρωτήρας όχι μόνο παραχωρούσε συνεντεύξεις από κείνη τη λουλουδάτη μπερζέρα – θρόνο του σαλονιού της, αλλά και άνοιγε άφοβα αρκετές από τις γρίλιες των παραθύρων του σπιτιού της. Είναι σαφές ότι το έκανε συνειδητά, γνώριζε ότι αυτή ήταν η δύναμη της. Από την πρώτη γνωριμία της με τον Μητσοτάκη στο ασανσέρ του ΝΙΜΙΤΣ, το θεωρείο της Βουλής, από όπου τον «κατασκόπευε κανονικά», ως το μαιευτήριο. Οταν γέννησε τον «Κυριάκο» και τα λουλούδια γέμισαν δύο ορόφους στο μαιευτήριο.

Κι όσο δεν φειδόταν πληροφοριών, άλλο τόσο δεν φειδόταν τρυφερότητας. Με τον τρόπο που αυτή ήξερε:
«Ζήλευα που αγαπούσε τόσο πολύ την πολιτική. Σηκωνόμουν στις 4 το πρωί ξυπόλυτη με το νυχτικό και πήγαινα στην τραπεζαρία και του έφερνα να φάει. Του μαγείρευα, του άρεσαν ο μπακαλιάρος, η φασολάδα και τα χόρτα».