Protagon A περίοδος

Βοήθεια, τα έμπλεξα!

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο κύριος Φώτης. Και ρωτούσε τη γνώμη μου για την πρόταση της Ντόρας. Τι να του πω εγώ, μια ανένταχτη άστεγη της Αριστεράς; Η ατζέντα της Γιούλας.

Γιούλα Ράπτη

Είδα στον ύπνο μου ότι πήγα για σκι. Θαλάσσιο. Κι ήμουν σ΄ ένα ωραίο νησί, που έμοιαζε ελληνικό, αλλά δεν θυμόμουν ποιο. Όλοι μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, μια Βαβέλ, αλλά πού και πού ακουγόταν ένα «όχι, ρε γαμώτο!» ή «έλα, ρε μαλάκα!» και αναθαρρούσα.

Μετά, λέει, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο κύριος Φώτης. Πάνω που πήγα να παραπονεθώ ότι μ΄ έχει στήσει, κατάλαβα ότι δεν ήταν ο ηλεκτρολόγος, αλλά ο Κουβέλης. Και ρωτούσε τη γνώμη μου για την πρόταση της Ντόρας. Τι να του πω εγώ μια ανένταχτη άστεγη της Αριστεράς;
Επικαλέστηκα ότι τα τηλέφωνα παρακολουθούνται και το κλείσαμε.

Τότε έσπασε το τζάμι της μπαλκονόπορτας και μπήκε φουριόζος ο Στρατηγός Άνεμος. «Τι έχουμε να πούμε;», τον ρώτησα αυστηρά. «Γιατί δεν έγραψες για τα λενινιστικά στρατόπεδα που είπα, ε;» με μάλωσε ο Βύρωνας. Γιατί δεν το άκουσα. Γιατί… έτσι. Και πώς έμαθες τη διεύθυνσή μου; Ένιωσα ένα χέρι προστατευτικά στην πλάτη. Γυρίζω και βλέπω τον Κώστα Καραμανλή!

«Είμαι κουρασμένος» είπε κι έκανε νόημα στον Βύρωνα να φύγει. Πίσω του νόμισα ότι είδα τον Γιώργο Παπανδρέου, με κολάν γυμναστικής, έτοιμο για pilates. «Όνειρο είναι» είπα μέσα στο όνειρό μου. Κάποιος χτύπησε την πόρτα, κι αυτή τη φορά δεν ήταν ο βοριάς. Ο Αλέξης!

«Ήρθα να σε σώσω», μου είπε. Δεν θέλω σωτήρες και μιας και σε βρήκα, Αλέξη, να σου πω ότι ένα κόμμα δεν τα βάζει με έναν σκιτσογράφο, όσο ατυχές κι αν θεωρεί το σκίτσο του. Οι υπόλοιποι μπορούμε να τον κρίνουμε, αλλά δεν συνηθίζεται ένα πολιτικό κόμμα να κάνει μάθημα δεοντολογίας για μια γελοιογραφία. Και όχι μόνο δεν συνηθίζεται, δεν επιτρέπεται κιόλας.

Είχα να του πω κι άλλα, αλλά φοβήθηκα ότι όπου να ‘ναι θα εμφανιζόταν και ο Σαμαράς που μας σώζει κι αυτός εδώ και καιρό και έχει υιοθετήσει κι αυτό το στυλ «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω» που είναι για γέλια και για κλάματα. Για τον Βενιζέλο, ένα περίεργο πράγμα, ήμουν σίγουρη ότι δεν θα ‘ρχόταν, κάπου αλλού θα τσακωνόταν. 

«Εφιάλτη ζω» είπα μέσα στο όνειρό μου. Και ξαναβρέθηκα στη θάλασσα. Και βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου ένας ξένος, ψηλός, ξανθός, με γαλάζια μάτια. Εγώ είχα μείνει με ένα βρακί, που λένε, έστω μπικίνι, κι εκείνος ήταν με σκουφί, μπουφάν και μπότες. Κρατούσε πέδιλα για σκι και γελούσε. «Βρε κουτό» μου είπε «πρώτα θα κάνω σκι στα χιόνια και μετά θα τα βρούμε με την Ελλάδα, δήλωσα, όχι ότι θα φτάσουνε τα μπάνια του λαού». Ο ήλιος έκαιγε, έκαιγε πολύ…

Βοήθεια, βοήθεια… Το θερμόμετρο έδειχνε ακατέβατα 38,5, παρά τα αντιπυρετικά. Να έφταιγε που πήρα πολλά ή που αποκοιμήθηκα με την τηλεόραση ανοιχτή;