Πόσα χρόνια μπορεί να μένει ανοικτή η πληγή μιας δικαστικής υπόθεσης όταν μάλιστα ακόμα και το θύμα παίρνει πια αποστάσεις προκειμένου να τελειώνει όλο αυτό και να μπορέσει εκτός από τον θύτη να ησυχάσει και το θύμα; Μπορεί άραγε να φιμώσει κανείς έναν μεγάλο καλλιτέχνη και να του αρνηθεί την αναγνώριση του έργου του; Πόσο επιτρέπεται στην εποχή των σύγχρονων ιεροεξεταστών του #MeToo, ο διαχωρισμός ανάμεσα στην προσωπικότητα του όποιου δημιουργού και το έργο του;
Aφορμή γι’ αυτά και πολύ περισσότερα ερωτήματα δίνεται από την υπόθεση Πολάνσκι, υπόθεση με το δικό της λήμμα στη Wikipedia, η οποία συγκλόνισε την κοινή γνώμη στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο πριν από σαράντα τόσα χρόνια, και εξακολουθεί να τη συγκλονίζει με δεδομένο τις βίαιες αντιδράσεις, που ξέσπασαν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής στο Παρίσι (εδώ) με αφορμή τη βράβευση της τελευταίας ταινίας του διάσημου σκηνοθέτη «Κατηγορώ…!».
Οχι ότι ο Ρομάν Πολάνσκι δεν προβοκάρει. Πόσο τυχαία είναι η επιλογή του να γυρίσει σε ταινία την πολύκροτη υπόθεση Ντρέιφους; Ο ίδιος άλλωστε κόμπαζε ότι ήρθε η ώρα να μιλήσει και αυτός (εδώ) και το κάνει με τη διασημότερη στη Γαλλία και όχι μόνο υπόθεση άδικης κατηγορίας, αυτή του γάλλου λοχαγού Αλφρεντ Ντρέϊφους στα τέλη του 19ου αιώνα.
Από την άλλη, όμως, από την πλευρά εκείνων οι οποίοι άνετα σε κάνουν να υποψιαστείς, ότι δεν χάνουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τη δημοσιότητα που προσφέρει το γεγονός, πόσο υποκριτικές μπορεί να είναι οι αντιδράσεις τους όταν μάλιστα φροντίζουν —ηθελημένα ή όχι— να ξεχάσουν το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, του Χόλιγουντ του 1970;
Ο Ρομάν Πολάνσκι είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής μας, ταυτόχρονα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Και βέβαια στη βαριά ρεβιζιονιστική σκιά του #ΜeΤοo δεν θα περίμενε κανείς τίποτα λιγότερο από την αναμόχλευση της υπόθεσης της σεξουαλικής κακοποίησης μιας 13χρονης και το χάος που προκάλεσε κατά την απονομή των ισότιμων με τα Οσκαρ γαλλικών βραβείων Σεζάρ, διχάζοντας την ελίτ του πολιτισμού στη Γαλλία.
- Διαβάστε: Φυγόδικος ως τον θάνατό του;
Με πολλές υποψηφιότητες και έχοντας ήδη κατακτήσει το Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας το περασμένο φθινώπορο, το «Κατηγορώ…» του 86χρονου γαλλοπολωνού σκηνοθέτη ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα σαρώσει. Οπερ και εγένετο. Η ταινία, όχι όμως και ο δημιουργός της που απουσίαζε φοβούμενος ότι θα τον λιντσάρουν, έφυγε από τη Salle Pleyel με συνολικά τρία βραβεία Σεζάρ, κοστουμιών, πρωτότυπου σεναρίου και σκηνοθεσίας. Ειδικά τα δύο τελευταία, όμως, που πήγαν στον Πολάνσκι προσωπικά, θεωρήθηκαν τόσο προκλητικά ώστε πολλές γυναίκες έφυγαν από την αίθουσα σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ απέξω διαδηλωτές προκαλούσαν το χάος συγκρουόμενοι με την αστυνομία.
Ακόμα, όμως, πόσο τυχαίο είναι άραγε το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ταινιών όπως η «Τσαϊνατάουν», «Το Μωρό της Ρόζμαρι», η «Νύχτα Βρυκολάκων», ο «Ενοικος» και ο «Πιανίστας», διάλεξε για τελευταίο του έργο -ή ας ευχηθούμε ένα από τα τελευταία του- τη δική του πολανσκική εκδοχή για την Υπόθεση Ντρέιφους;
Το τεράστιο στρατιωτικοπολιτικό σκάνδαλο, που συντάραξε τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα και τη Δικαιοσύνη διεθνώς, προκάλεσε επίσης το περίφημο «Κατηγορώ», την ανοικτή επιστολή του συγγραφέα Εμίλ Ζολά προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φελίξ Φορ, με την οποία κατηγορούσε ευθέως τον Στρατό για την καταδίκη σε εσχάτη προδοσία ως κατασκόπου του εντέλει αθώου λοχαγού Αλφρέντ Ντρέιφους.
Η υπόθεση, που στην ουσία ήταν μια -πρώτη- έκρηξη αντισημιτισμού είχε ως αποτέλεσμα το μποϊκοτάρισμα των βιβλίων του Εμίλ Ζολά και το άγριο κυνήγι του ίδιου προσωπικά από τον όχλο. Ο συγγραφέας, μόλις την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να διαφύγει στην Αγγλία, με το γράμμα του όμως πέτυχε την αναθεώρηση της δίκης του Ντρέιφους, όπου και αποδείχτηκε η αθωότητά του.
Στην ταινία του ο Πολάνσκι επικεντρώνεται όχι στην εικόνα του Ντρέιφους αλλά σε εκείνη του συνταγματάρχη Μαρί Ζορζ Πικάρ, παρουσιάζοντας μια άλλη οπτική της ιστορίας με επίκεντρο την προσωπική ευθύνη. Στο αγωνιώδες πολιτικό θρίλερ, ο Πικάρ -τον οποίο υποδύεται ο εξαιρετικός Ζαν Ντιζαρντέν-, αντισημίτης λόγω παράδοσης, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του, είναι ταυτόχρονα ένας ακέραιος και δίκαιος στρατιωτικός, ο οποίος, όταν αντιλαμβάνεται την αλήθεια για την αθωότητα του λοχαγού, αποφασίζει να τον υπερασπιστεί με κάθε τίμημα.
Αναμφίβολα είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τη σκέψη ότι ο Πολάνσκι διάλεξε τυχαία μια από τις πιο εμβληματικές υποθέσεις ρατσισμού στην ιστορία της Δικαιοσύνης. Ωστόσο ο ίδιος δεν έχει αθωωθεί. Μετά από 43 χρόνια, στις ΗΠΑ εξακολουθεί να εκκρεμεί η σύλληψή του, παρ’ όλες τις προσπάθειες των δικηγόρων του ακόμη και τις δηλώσεις της Σαμάνθα Γκάιμερ, που θέλησε κάποια στιγμή να κλείσει το θέμα.
Στο κάτω κάτω για εκείνη είναι ακόμα πιο δύσκολο μετά από τόσα χρόνια να εξακολουθεί να είναι το «13χρονο θύμα» σεξουαλικής κακοποίησης με την πρόφαση μιας φωτογράφισης σε μια βίλα του Χόλιγουντ. (Παρεμπιπτόντως σας καλώ να σκεφτείτε: αν είσαστε εσείς οι γονείς μιας έφηβης θα την αφήνατε ολομόναχη με τον φωτογράφο σε μια βίλα του Χόλιγουντ;)
Το 2009 μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ «Roman Polanski: Wanted and desired» της Μαρίνα Ζένοβιτς, για τη σκοτεινή πλευρά του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη, ο Πολάνσκι έστειλε ένα απολογητικό e-mail στην Γκάιμερ: «Θέλω να ξέρεις πόσο πολύ λυπάμαι έχοντας επηρεάσει τόσο πολύ τη ζωή σου», της έγραψε. Δεν ήταν ακριβώς ομολογία ενοχής από τη μεριά του, αλλά τουλάχιστον μαλάκωσε τη μέχρι τότε στάση του να αρνείται ότι είχε διαπράξει κάτι κακό. Η Γκάιμερ δεν του απάντησε εκείνη τη φορά αλλά, όπως αποκάλυψε η ίδια σε συνέντευξή της στον Guardian, εκτός από τους δικηγόρους τους που δεν έπαψαν ποτέ να μιλούν, άνοιξε και μεταξύ τους ένας δίαυλος σποραδικής επικοινωνίας μέσω e-mail.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της, «The Girl: A Life in the Shadow of Roman Polanski», η Γκάιμερ σκαλίζει αυθόρμητα (και με μπόλικη αθωότητα) τις αναμνήσεις της από το 1977, μια εποχή με πολύ διαφορετική κουλτούρα από τη σημερινή, όταν ακολούθησε τον Ρομάν Πολάνσκι στη βίλα του Τζακ Νίκολσον (που έλειπε σε ταξίδι), για μια σέξι φωτογράφιση για τη γαλλική έκδοση της Vogue, χωρίς να αφήνει στο απυρόβλητο την οικογένειά της.
Τόσο η μητέρα της, μια φιλόδοξη ηθοποιός, όσο και ο πατριός της, ο οποίος πούλαγε διαφημίσεις για ένα περιοδικό που λεγόταν Marijuana Monthly, έπαιρναν συστηματικά ναρκωτικά. Και μπορεί να μην κατηγορεί σε καμία περίπτωση τη μητέρα της ότι την προωθούσε σε πορνεία, θυμάται όμως ότι η μαμά της έλεγε στις κόρες της να επιδιώκουν να πάνε σε audition «με κάθε τρόπο».
Η Σαμάνθα Γκάιμερ η οποία είναι παντρεμένη, έχει τρεις γιους και μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στη Χαβάη και τη Νεβάδα, δεν χαρίζεται ούτε στην αμερικανική Δικαιοσύνη, αφού καταφέρεται εναντίον δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι δεν την προστάτεψαν ποτέ, αντίθετα χρησιμοποίησαν ένα έγκλημα εναντίον της για να προωθήσουν την καριέρα τους.
Το να δοθεί λοιπόν ένα τέλος σε αυτή την ιστορία, όπως υποστηρίζει παίρνοντας εδώ και χρόνια το μέρος του Πολάνσκι, θα επιτρέψει και στην ίδια να συνεχίσει πιο ήρεμα τη ζωή της. Λίγο είναι αυτό;