Λένε ότι όσο και αν οι ηθοποιοί έχουν την ανάγκη να υποδύονται πολλούς διαφορετικούς ρόλους ώστε στην ουσία να ξεφεύγουν ή αποφεύγουν τον ίδιο τους τον εαυτό, τελικά καταλήγουν να παίζουν αυτό που πραγματικά είναι. Στην περίπτωση του Ρίβερ Φίνιξ, αυτό είναι μία μεγάλη αλήθεια.
Γεννήθηκε 23 Σεπτεμβρίου του 1970 από δύο γονείς που ζούσαν σαν χίπιδες με ειδική αποστολή. Αλλωστε, το όνομά του, «Ρίβερ» που σημαίνει ποτάμι, μαρτυρά την εμμονή των γονιών του με τη φύση και την αίσθηση ότι όλοι πρέπει να ζούμε έξω από κοινωνικές συμβάσεις. Ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος αδερφός του, γνωστός σε όλους μας πλέον ως Χοακίν Φίνιξ, είχε το όνομα «Leaf» (φύλλο) όταν ήταν νεότερος. Και τις αδερφές τους, τις έλεγαν «Rain» (βροχή), «Liberty» (ελευθερία) και «Summer» (καλοκαίρι).
Πίσω όμως από αυτή τη φαινομενικά ανέφελη χίπικη ζωή, υπήρχαν πολλά προβλήματα. Και ο Ρίβερ, έχοντας προλάβει να ξεδιπλώσει το εντυπωσιακό ταλέντο του, πέθανε από ένα θανατηφόρο κοκτέιλ κοκαΐνης και ηρωίνης στο αίμα του, ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου του 1993. Ηταν μόλις 23 ετών, ήταν ήδη διάσημος, και αποτέλεσε σύμβολο πρόωρου θανάτου και αυτοκαταστροφής για τη γενιά των 90s, όπως ακριβώς είχε αποτελέσει ο Τζέιμς Ντιν στα 50s.
Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν 48 ετών, ίσως να έπαιζε σε ανεξάρτητες παραγωγές και θα παρότρυνε τους φαν του να αφήνουν στην άκρη το smartphone για να απολαύσουν τη μαγεία του ουρανού και του ωκεανού.
Σήμερα λοιπόν, 31 Οκτωβρίου 2018, συμπληρώνονται 25 ολόκληρα χρόνια από τον ξαφνικό θάνατο ενός ηθοποιού που κατά κοινή ομολογία, αν ζούσε, θα είχε παραγκωνίσει με το ταλέντο του πολλούς διάσημους αστέρες, στους οποίους τελικά άφησε πολύ ελεύθερο χώρο για να λάμψουν. Ο Τομ Κρουζ είναι σίγουρα ένας από αυτούς και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, ο οποίος ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερος από τον Ρίβερ, έπαιξε σε δύο ταινίες που προορίζονταν για εκείνον, πριν από το τραγικό του φινάλε.
Η δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας Guardian Χέιντλι Φρίμαν, κατάφερε να πείσει την τότε αγαπημένη του Ρίβερ, επίσης ηθοποιό, Σαμάνθα Μάθις, να της δώσει τηλεφωνική συνέντευξη. Η Μάθις μίλησε εφέτος για πρώτη φορά για όσα συνέβησαν εκείνο το μοιραίο βράδυ που είδε τον Ρίβερ να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της από υπερβολική δόση ναρκωτικών, χωρίς ούτε εκείνη, ούτε τα αδέρφια του, Χοακίν και Ρέιν που ήταν επίσης μπροστά, να μπορούν να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν.
Βρίσκονταν όλοι μαζί στο «Viper Room», διάσημο κλαμπ του Λος Αντζελες που ανήκε στον Τζόνι Ντεπ. «Ο Ρίβερ μού φαινόταν παράξενος εκείνο το βράδυ. Είχα πολύ κακό προαίσθημα και του έλεγα να φύγουμε και να πάμε στο σπίτι μου, αλλά εκείνος επέμενε να μείνουμε, γιατί κάποιος του είχε προτείνει να παίξει μερικά τραγούδια με τη μπάντα του. Ηξερα ότι είχε ήδη πάρει ναρκωτικά, αλλά την ηρωίνη που τελικά τον σκότωσε, την πήρε όσο ήμασταν στο κλαμπ. Κάποια στιγμή πήγα στην τουαλέτα και όταν επέστρεψα, είδα τον Ρίβερ μαζί με έναν άλλο τύπο να είναι σε μαύρα χάλια και να σπρώχνονται έξω από το κλαμπ, από μία πλαϊνή πόρτα» αφηγείται η Σαμάνθα Μάθις.
Η ίδια, τους ακολούθησε και βγήκε έξω από το μαγαζί, για να δει τον Ρίβερ να είναι πεσμένος στο πεζοδρόμιο και να έχει σπασμούς. Από μία άποψη, ήταν καλό που τότε ακόμη οι παπαράτσι δεν βρίσκονταν παντού, ώστε να αρχίσουν να φωτογραφίζουν σαν λαίμαργα αρπαχτικά. Από μία άλλη, ήταν κακό, γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος για να βοηθήσει. «Τι κάνατε; Τι έχετε πάρει;» ούρλιαξε η 23χρονη τότε Σαμάνθα στον άνδρα που ήταν μαζί με τον Φίνιξ. «Ασ’ τον ήσυχο. Του χαλάς τη μαστούρα» της απάντησε εκείνος με απάθεια.
Η πλαϊνή πόρτα του κλαμπ ήταν ερμητικά κλειστή και η γυναίκα αναγκάστηκε να κάνει τον κύκλο τρέχοντας και να μπει από την κεντρική είσοδο, ώστε να φωνάξει τα δύο αδέρφια του Ρίβερ.
Ο 19χρονος τότε Χοακίν τηλεφώνησε έντρομος στις Πρώτες Βοήθειες. Το ανατριχιαστικό ηχητικό ντοκουμέντο με τον Χοακίν να φωνάζει τρέμοντας «έχει σπασμούς! Ελάτε γρήγορα σας παρακαλώ! Πεθαίνει, σας παρακαλώ!» έμελλε να κάνει λίγες ώρες αργότερα τον γύρο των δελτίων ειδήσεων, σε μία εποχή που βρισκόταν ακόμη πολύ μακριά από τα social media.
Η τραγική ειρωνεία, είναι πως ενώ ο Ρίβερ Φίνιξ είχε έναν «κλισέ θάνατο» όπως τον χαρακτηρίζει το βρετανικό δημοσίευμα, που τον κατέταξε στους «καταραμένους ποιητές» που ανταλλάσσουν τη ζωή τους με υπερβολική δόση ναρκωτικών, στην πραγματικότητα ήταν ένα παιδί που αγαπούσε τη φωτεινή πλευρά αυτού του κόσμου. Απλώς, δεν κατάφερε ποτέ να συμφιλιωθεί με τα σκοτάδια του.
Σε όλες τις συνεντεύξεις του, προσπαθούσε να περάσει οικολογικά μηνύματα, τον ενδιέφερε η σωτηρία του κόσμου, ήταν ορκισμένος χορτοφάγος και υπάρχει μάλιστα ο αστικός μύθος ότι κάποτε είχε βγει κλαίγοντας από ένα εστιατόριο, επειδή μία κοπέλα του, είχε κάνει το μοιραίο λάθος να παραγγείλει μπροστά του θαλασσινά!
Ομως τα παιδικά του χρόνια, εκεί που πάντα κρύβονται όλες οι απαντήσεις, μπορεί να είχαν την επικάλυψη της χίπικης ανεμελιάς, όμως δεν ήταν ευτυχισμένα. Οι γονείς του, Τζον και Αρλίν, ακολούθησαν στα 80s παίρνοντας μαζί και τα παιδιά τους, ένα χριστιανικό κοινόβιο που ονομαζόταν «Children of God» (Τα παιδιά του Θεού). Η οικογένεια ταξίδεψε από τη Βενεζουέλα στο Μεξικό και στο Πόρτο Ρίκο μέσα σε ένα κλίμα που μεταξύ άλλων, ασπαζόταν το ελεύθερο σεξ και το ελεύθερο πνεύμα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένη από τις μετακινήσεις, η οικογένεια επέστρεψε στις ΗΠΑ και έστειλε τον μεγαλύτερο γιο, τον Ρίβερ, να τους στηρίξει οικονομικά, αναλαμβάνοντας ρόλους στο σινεμά. Ο Ρίβερ, όπως και τα υπόλοιπα αδέρφια του, δεν πήγαν στο σχολείο. Η μαμά Αρλίν σκέφτηκε ότι θα ήταν πολύ πιο επικερδές να επικοινωνήσει με το στούντιο της Paramount, όπως έκανε στη συνέχεια και με τα υπόλοιπα παιδιά της. Οπως απέδειξε η ιστορία, τα δύο αγόρια, Ρίβερ και Χοακίν, είχαν πραγματικό ταλέντο στην υποκριτική.
«Μακάρι να μπορούσα να πάω κάπου που δεν με ξέρει κανείς» λέει ο Φίνιξ στο σπαρακτικό ξέσπασμα του ήρωα που υποδύεται στην αξέχαστη ταινία «Στάσου πλάι μου» του 1986. Ηταν μόλις 16 ετών και ήταν ήδη τόσο ταλαντούχος…
Σε εκείνη την ταινία, προσπαθεί να ξεφύγει από ένα σπίτι μέσα στο οποίο καταδυναστεύεται. Και στην πραγματική ζωή του, κάτι αντίστοιχο προσπαθούσε να κάνει. Με έναν πατέρα που έκρυβε τον εθισμό του στο αλκοόλ πίσω από την επίφαση της χίπικης ζωής, έγινε από πολύ νωρίς η πατρική φιγούρα για τα αδέρφια του και για τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν είναι τυχαίοι οι θλιμμένοι, «καταραμένοι» ρόλοι που του ανέθεταν οι σκηνοθέτες με μεγάλη σιγουριά ότι θα τα καταφέρει. Οπως και στην ταινία «Το δικό μου Αϊντάχο» του 1991, όπου δίνει και την πιο συγκλονιστική ερμηνεία της σύντομης, αλλά περιεκτικής καριέρας του, λέει κάπου ως «Μάικ»: «Αν είχα μια φυσιολογική οικογένεια και μία σωστή ανατροφή, τότε θα ήμουν ένα άτομο που θα είχε χωρέσει σωστά μέσα στην κοινωνία. Δεν είχα ούτε σκύλο, ούτε φυσιολογικό μπαμπά, αλλά δεν πειράζει. Δεν νιώθω θλίψη για τον εαυτό μου». Ενιωθε όμως, πολύ μόνος.