Βασισμένο σε ένα αληθινό έγκλημα, το νέο δράμα του Ρίντλεϊ Σκοτ, «Ο Οίκος Γκούτσι», εξιστορεί την προδοσία και τη δολοφονία, που διέλυσαν τον ομώνυμο οίκο μόδας τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Στην ταινία, παρακολουθούμε την κοινωνική αναρρίχηση της αντιηρωίδας Πατρίτσια Ρετζιάνι (Lady Gaga), η οποία σπρώχνει τον άτολμο σύζυγό της, Μαουρίτσιο Γκούτσι (Ανταμ Ντράιβερ), να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εκδιώξει τον θείο του Αλντο (Αλ Πατσίνο) και τον εξάδελφό του Πάολο (Τζάρεντ Λέτο).
Χωρίς αμφιβολία, η φλογερή ερμηνεία της Lady Gaga θα της φέρει μια υποψηφιότητα για Οσκαρ και, γιατί όχι, ένα δεύτερο βραβείο της Ακαδημίας Κινηματογράφου με τη δεύτερη ταινία της. Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Τζάρεντ Λέτο, ο οποίος με την επιτηδευμένη ιταλική προφορά και τα τραγουδάκια του, θυμίζει μάλλον κλόουν που δεν ξέρει τι λέει, σαν να βγήκε από ένα σκετς σε πιτσαρία του «Muppet Show», γράφει πολύ καυστικά στο BBC Culture ο Νίκολας Μπάρμπερ. Αλλά για να μην τον αδικήσουμε εντελώς, η ερμηνεία του δεν είναι πιο παράξενη από τα μαλλιά και το μακιγιάζ του, ή αν θέλετε, τα μαλλιά και το μακιγιάζ κάνουν την παρουσία του χειρότερη.
Αν και έχει κερδίσει ένα Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου με την ταινία «Dallas Buyers Club» (2014), ο Λέτο είναι μάλλον πιο γνωστός για τα έντονα ζυγωματικά του, τα μακριά μαλλιά και την ομορφιά, που θυμίζει ξωτικό, παρά για τους κινηματογραφικούς ρόλους του. Αλλά στον «Οίκο Γκούτσι», ο αμερικανός ηθοποιός και ροκ σταρ –ο Λέτο είναι frontman του εναλλακτικού ροκ συγκροτήματος 30 Seconds to Mars– είναι μεταμφιεσμένος σε ιταλό σχεδιαστή μόδας με χαλαρό προγούλι, μύτη μελιτζάνα, ατίθασες γκρίζες φαβορίτες και μια αστραφτερή φαλάκρα. Και είναι τόσο αγνώριστος, ώστε τον Ιούλιο, όταν κυκλοφόρησαν στο Διαδίκτυο οι πρώτες εικόνες για την προώθηση της ταινίας, κάποιοι σχολιαστές έσπευσαν να επαινέσουν τόσο τον ίδιο όσο και την ομάδα των μακιγιέρ και των κομμωτών για το απίστευτο κατόρθωμά τους.
Αλλά οι περισσότεροι έσπευσαν να γελάσουν, να ουρλιάξουν, να τρολάρουν και να αναρωτηθούν τι στο καλό συμβαίνει. «Φίλε, μοιάζει σαν να τον δάγκωσε ένας ραδιενεργός Τζέφρι Τάμπορ», έγραψε ο Γουίλιαμ Χιουζ στο AV Club, «[ή] σαν μαθητής γυμνασίου που άρχισε να μακιγιάρεται για να μεταμορφωθεί σε γέρο και κάπως ξέχασε να σταματήσει». Αλλού, πηγή της περιφρόνησης δεν ήταν η ποιότητα της περούκας και η ψεύτικη μύτη, αλλά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν εξαρχής . «Γιατί να παίξει ο Τζάρεντ Λέτο αυτό τον ρόλο;» αναρωτήθηκε ο Τζον Νιούτζεντ στο Empire Magazine. «Γιατί δεν έβαλαν κάποιον που μοιάζει πραγματικά με τον χαρακτήρα;»
Ο κινηματογραφικός κριτικός του BBC αναρωτιέται κατά πόσο είναι δίκαιη αυτή η ερώτηση. Oι ηθοποιοί πρέπει να μοιάζουν με τους ανθρώπους που υποδύονται; Μήπως πρέπει απλώς να θαυμάζουμε αυτούς που τους μεταμορφώνουν σε κάποιον εντελώς διαφορετικό; Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι καινούργιο, προκαλεί αντιπαραθέσεις εδώ και καιρό.
Στα γυρίσματα του «The Eyes of Tammy Faye» (2021), η Τζέσικα Τσαστέιν ήταν καθηλωμένη εφτά ώρες καθημερινά για το βαρύ προσθετικό μακιγιάζ που της φούσκωνε το σαγόνι και τα μάγουλα και τη μεταμόρφωνε στην τηλε-ευαγγελίστρια Τάμι Φέι Μπέικερ. Ο κριτικός Ματ Ζόλερ Σάιτς έγραψε στο Twitter: «Την αγαπώ, αλλά με ενοχλεί που δεν σκέφτηκαν καν να κάνουν κάστινγκ σε κάποια ηθοποιό σωματικά πιο κοντά σε αυτόν τον τύπο».
Και όταν η Σάρα Πόλσον χρειάστηκε να «παχύνει» τεχνητά για να υποδυθεί τη Λίντα Τριπ στο «Impeachment: American Crime Story» (στην τρίτη σεζόν της, η μίνι σειρά του Ράιαν Μέρφι αφηγείται το πολύκροτο σκάνδαλο Μπιλ Κλίντον – Μόνικα Λιουίνσκι), η απόφασή της καταδικάστηκε από την… ίδια: «Υπάρχει μεγάλη διαμάχη γύρω από τους ηθοποιούς και τα “χοντρά κοστούμια”, και νομίζω ότι είναι θεμιτή», είπε στους Los Angeles Times τον Αύγουστο πριν από την πρεμιέρα της σειράς, και συμπλήρωσε: «Νομίζω ότι η φοβία του πάχους είναι πραγματική. Το να προσποιούμαι το αντίθετο προκαλεί μεγαλύτερο κακό. Και είναι μια πολύ σημαντική συζήτηση, που πρέπει να γίνει… Δεν θα έκανα την ίδια επιλογή στο μέλλον». Από την άλλη πλευρά, η αμερικανίδα ηθοποιός δεν θα ήθελε να καταδικάσει «τη μαγεία των κομμωτών, των μακιγιέρ, των ενδυματολόγων και των κινηματογραφιστών, που είναι μέρος της κινηματογραφικής δημιουργίας και του εξωπραγματικού, από την εφεύρεση του κινηματογράφου».
Η ιστορία της μεταμόρφωσης των ηθοποιών
Αυτού του είδους η μαγεία υπήρχε πολύ πριν από την εφεύρεση του κινηματογράφου. Το θαύμα του θεάτρου ανέκαθεν περιλάμβανε τη χρήση κοστουμιών και μακιγιάζ, που άλλαζαν την εμφάνιση των ηθοποιών. Το κάστινγκ «κάποιου που πραγματικά έμοιαζε με τον χαρακτήρα» ποτέ δεν ήταν επιλογή την εποχή του Σαίξπηρ, όταν όλοι οι ηθοποιοί ήταν άνδρες. Ωστόσο, η Πόλσον έχει δίκιο όταν αναφέρεται στην ιδιόμορφη μαγεία των ακραίων μεταμορφώσεων. Το να βλέπουμε κάποιον με τρομερά ασυνήθιστη μορφή στη σκηνή, μπορεί μεν να είναι εντυπωσιακό, αλλά μελετώντας κάθε χιλιοστό του προσώπου του σε ένα γκρο πλαν στην οθόνη, η αλλαγή μπορεί να φαίνεται θαυματουργή. Αυτός, άλλωστε, είναι ένας από τους λόγους που έγιναν τόσο πολλές διασκευές του «Δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ» τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου (τρεις γυρίστηκαν μόνο το 1920): οι θεατές μπορούσαν να κάνουν μια άμεση σύγκριση του πριν και του μετά, καθώς ο ηθοποιός άλλαζε από τη μία περσόνα στην άλλη.
Οι ταινίες τρόμου συνέχισαν να προσφέρουν αυτή τη μαγεία. Στο «Φάντασμα της Οπερας» του 1925, ο Λον Τσέινι τρομοκρατούσε το κοινό με τη μακάβρια νεκροκεφαλή του. Το 1931, το κεφάλι του Μπόρις Κάρλοφ στο «Φρανκενστάιν» είχε το σχήμα που θα καθόριζε έκτοτε το τέρας. Το 1982, όταν θεσμοθετήθηκε το Οσκαρ Καλύτερου Μακιγιάζ, το πρωτοποριακό έργο του Ρικ Μπέικερ «Ενας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο» κέρδισε το πρώτο, αλλά έκτοτε η Ακαδημία σπάνια τιμά τις διακριτικές εφαρμογές σκιάς ματιών και ρουζ.
Το βραβείο Καλύτερου Μακιγιάζ παίρνει συνήθως η πιο ριζοσπαστική μεταμόρφωση, είτε πρόκειται για ταινία φαντασίας («Ο Δράκουλας», 1992, Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο «Λαβύρινθος του Πάνα», 2006, Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο), είτε για κωμωδία («Η κυρία Νταπφάιρ», 1993, Κρις Κολόμπους, «Δάσκαλος για Κλάματα», 1996, Τομ Σάντιακ) ή για βιογραφική ταινία («Η Σιδηρά Κυρία», 2011, Φιλίντα Λόιντ, «Vice: Ο Δεύτερος στην Ιεραρχία», 2018, Ανταμ Μακ Κέι). Μια πλήρης μεταμόρφωση, εξάλλου, που απαιτεί από τον ηθοποιό να πάρει ή να χάσει το μισό βάρος του σώματός του ή να κάθεται στην καρέκλα του μακιγιάζ επί τέσσερις ώρες κάθε πρωί, δεν μειώνει τις πιθανότητες για ένα Οσκαρ Καλύτερης Ερμηνείας. Θέλετε παραδείγματα; Σαρλίζ Θερόν («Monster», 2003, της Πάτι Τζένκινς), Μαριόν Κοτιγιάρ («Ζωή σαν Τριαντάφυλλο», 2007, Ολιβιέ Νταάν), Ρόμπερτ Ντε Νίρο («Οργισμένο Είδωλο», 1980, Μάρτιν Σκορσέζε), Μάρλον Μπράντο («Ο Νονός», 1972, Φράνσις Φορντ Κόπολα).
Ο κανόνας εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Ο Γκάρι Ολντμαν θάφτηκε κάτω από προσθετικό μακιγιάζ για τον ρόλο του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην «Πιο Σκοτεινή Ωρα», για τον οποίο πήρε βραβείο Οσκαρ το 2018, όπως και ο make-up artist της ταινίας Κατζουχίρο Τσούτζι. Ο Τζούτζι τιμήθηκε και πάλι με Οσκαρ το 2020 για τη μεταμόρφωση της Σαρλίζ Θερόν σε Μέγκαν Κέλι στο «Bombshell», του Τζέι Ρόους (Δείτε παρακάτω το trailer της ταινίας). Και φέτος τον Απρίλιο η «Θρυλική Μα Ρέινι» κέρδισε Οσκαρ Καλύτερου Σχεδιασμού Κοστουμιών, Μακιγιάζ και Χτενίσματος, χάρη στη μεταμόρφωση της Βαϊόλα Ντέιβις στη θρυλική Μα Ρέινι, που τα είχε τα κιλά της.
Ωστόσο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι πλησιάζει το τέλος μιας εποχής. Οπως δείχνουν οι αντιδράσεις στις μεταμορφώσεις των Λέτο, Τσαστέιν και Πόλσον, οι άνθρωποι δεν κρύβουν την άποψή τους για το πόσο άστοχες μπορεί να είναι οι ακραίες μεταμορφώσεις.
«Για μένα, το θέμα δεν έχει να κάνει τόσο με την έννοια του ηθοποιού που “μεταμορφώνεται” χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του», λέει στο BBC Culture, η Κέιλι Ντόναλντσον κριτικός της ποπ κουλτούρας στο Pajiba, «όσο με το πώς αυτή η διαδικασία έχει φετιχοποιηθεί τόσο πολύ, συχνά με τρόπους που αποκαλύπτουν την περιφρόνησή μας για άτομα που παραδοσιακά δεν θεωρούνται ελκυστικά. Ο κύκλος προώθησης επαινεί τους ηθοποιούς που έχουν τη “γενναιότητα” να γίνουν “άσχημοι” και μετά πουλά αυτό το επίπονο φυσικό μέρος της δουλειάς ως το ιδανικό μέσο υποκριτικής».
Η κριτικός του Pajiba προσθέτει «Γι’ αυτό οι ηθοποιοί που χάνουν και παίρνουν πολλά κιλά, κάνουν βαρύ προσθετικό μακιγιάζ και αλλάζουν τρελά την εμφάνισή τους, λατρεύονται τόσο πολύ στα Οσκαρ», για να αναρωτηθεί εύστοχα στη συνέχεια, «Αλλά σε ποιο σημείο μετατρέπονται όλα αυτά από χρήσιμο εργαλείο ενός ηθοποιού σε δεκανίκι που αποσπά την προσοχή;»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μερικές φορές αυτές οι μεταμορφώσεις, αντί για πλεονέκτημα, μπορεί να είναι κάτι που απλώς αποσπά την προσοχή. Πόση σημασία θα είχε αν η μέση της Πόλσον δεν ήταν ίδια με της Λίντα Τριπ και αν ο Λέτο δεν έμοιαζε με τον Πάολο Γκούτσι; Θα μειωνόταν πραγματικά η απόλαυση των θεατών αν η Τσαστέιν δεν ήταν ίδια και απαράλλαχτη με την Τάμι Φέι Μπέικερ και η Θερόν με τη Μέγκιν Κέλι; Τότε, όμως, ίσως θα μπορούσαμε να είχαμε συγκεντρωθεί περισσότερο στο στόρι και λιγότερο στο πόσο παράξενα είναι τα σαγόνια των σταρ, γράφει ο Νίκολας Μπάρμπερ στο BBC.
Μήπως οι χοντρές φιγούρες φεύγουν για πάντα από τις οθόνες;
Είναι αναμφισβήτητο ότι το βαρύ προσθετικό μακιγιάζ μπορεί, σύμφωνα με την Ντόναλντσον, «να αποκαλύψει την περιφρόνησή μας για τους ανθρώπους που παραδοσιακά δεν θεωρούνται ελκυστικοί». Πάρτε για παράδειγμα τη «διαμάχη γύρω από τους ηθοποιούς και τα “κοστούμια πάχους”», που αναφέρει η Πόλσον. Τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και οι αρχές της δεκαετίας του 2000 μπορούν να ονομαστούν η Χρυσή Εποχή των Χοντρών. Αρκεί να θυμηθούμε τους Εντι Μέρφι («Δάσκαλος για Κλάματα», 1996), Κόρτνεϊ Κοξ («Φιλαράκια», 1998 και 2000), Μάικ Μάγιερς («Austin Powers: Ο κατάσκοπος που με κουτούπωσε», 1999), Μάρτιν Λόρενς («Μην πυροβολείτε τη γιαγιά», 2000), Γκουίνεθ Πάλτροου («Βαριά ερωτευμένος», 2001) και Τζούλια Ρόμπερτς («Το ζευγάρι της χρονιάς», επίσης 2001), που υποδύονταν τον υπερμεγέθη εαυτό τους. Το αστείο ήταν πάντα το ίδιο: «Μπορείς να φανταστείς πόσο περίεργο θα ήταν αν κάποια/ος τόσο σβέλτη/ος και κλασικά πανέμορφη/ος όπως αυτή/ός, ήταν στην πραγματικότητα υπέρβαρη/ος;»
Οσο χαζό κι αν ακούγεται, το αστείο θεωρήθηκε αρκετά ξεκαρδιστικό ώστε να επαναλαμβάνεται από ταινία σε ταινία (και από σειρά σε σειρά). Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει. Στο Entertainment η Κλαρκίσα Κεντ υποστήριξε το 2019 ότι η «Χοντρή Μόνικα» χρησιμοποιήθηκε στα «Φιλαράκια» για να «προκαλέσει φτηνό γέλιο με τον πιο πιο εύκολο τρόπο». Και το 2021, η Εμα Σπέκτερ έγραψε στη Vogue ένα άρθρο για το πόσο άσχημα την είχε κάνει –αυτή και άλλες γυναίκες– να αισθάνεται αυτή η ατάκα, με τίτλο «25 χρόνια αργότερα, η “χοντρή Μόνικα” στα “Φιλαράκια” εξακολουθεί να με πληγώνει».
Η Πόλσον, εξάλλου, δεν είναι η μοναδική στη βιομηχανία του θεάματος που διατηρεί τις αμφιβολίες της σχετικά με την πρακτική. Η Τζούλιαν Μουρ επρόκειτο να παίξει τον ρόλο της συγγραφέως και πλαστογράφου Λι Ισραελ στο «Θα μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις;» (2018), αλλά απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από την (πραγματικά χοντρή) Μελίσα ΜακΚάρθι. Ο λόγος; «Η Τζούλιαν Μουρ ήθελε να μεταμφιεστεί φορώντας “χοντρό κοστούμι” και μια ψεύτικη μύτη και η [σεναριογράφος] Νικόλ Χολοφσένερ είπε, “Δεν θα το κάνεις αυτό”», όπως αποκάλυψε το 2019, ο συμπρωταγωνιστής της ΜακΚάρθι, Ρίτσαρντ Γκραντ.
Στην εποχή μας υπάρχει, επίσης, μεγαλύτερη ευαισθησία στην αλλαγή της αντιληπτής εθνικότητας ενός ηθοποιού με μακιγιάζ. Τη δεκαετία του 1960, ο Μίκυ Ρούνεϊ έγινε η καρικατούρα ενός ιάπωνα γείτονα στο «Πρόγευμα στο Τίφανις» (1961) και ο Σον Κόνερι βάφτηκε κίτρινος στο «Τζέιμς Μποντ: Ζεις μόνο δύο φορές» (1967) ώστε τα τσιράκια του Μπλόφελντ να τον μπερδέψουν δήθεν με έναν ιάπωνα ψαρά. Αλλά όταν η επιδερμίδα της Ζόε Σαλντάνα σκούρυνε και η μύτη της πλάτυνε για να παίξει τη Νίνα Σιμόν στη βιογραφική ταινία «Νίνα» (2016), οι θαυμαστές και τα μέλη της οικογένειας της τραγουδίστριας διαμαρτυρήθηκαν ότι οι σκηνοθέτες διαιωνίζουν το «μαύρο πρόσωπο». Και το 2020, η Σαλντάνα ομολόγησε σε live stream που ανέβασε στο Instagram της: «Δεν έπρεπε ποτέ να παίξω τη Νίνα».
Ακόμη, υπάρχει η αμφιλεγόμενη τάση να καταστρέφουν τεχνητά τα πρόσωπα των ηθοποιών για να υποδηλώσουν κάποια αντίστοιχη ψυχολογική βλάβη, πράγμα συνηθισμένο, για παράδειγμα, στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, που κατηγορήθηκε από τη φιλανθρωπική οργάνωση Changing Faces όταν αποδείχθηκε ότι το «No Time To Die» είχε δύο κακούς σημαδεμένους, τον Σάφιν (Ράμι Μαλέκ) και τον Μπλόφεντ (Κριστόφ Βαλτς). Η Αριελ Χένλι (το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο) έχει γράψει στο blog της πόσο ενοχλητική είναι αυτή η συνήθεια: «Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους με παραμορφώσεις και ουλές στο πρόσωπο, και κανένας από αυτούς δεν είναι, ούτε έχει γίνει, κακός λόγω της εμφάνισης του προσώπου του», σημειώνει.
Εναν αιώνα μετά την εποχή, που ταινίες όπως οι «Δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ» και το «Φάντασμα της Οπερας» έκοβαν την ανάσα των θεατών, χρειάζεται να τεθούν ορισμένα ερωτήματα για κάθε ακραία κινηματογραφική μεταμόρφωση, γράφει ο Νίκολας Μπάρμπερ στο BBC Culture. Χρησιμοποιείται μια φυσική ανωμαλία για να αντικαταστήσει ένα ηθικό ελάττωμα; Χλευάζεται ένας συγκεκριμένος σωματότυπος; Προσβάλλεται μια εθνική μειονότητα; Ο ηθοποιός φαίνεται αρκετά ανόητος;
Αυτή τη στιγμή, η επικρατούσα άποψη είναι ότι αν κάποιος προσπαθεί να μοιάζει με κάποιον λιγότερο ελκυστικό ή λιγότερο ισχυρό από εκείνον, μπορεί κάλλιστα να φανεί ότι κατά βάθος πιστεύει ότι είναι πολύ καλύτερος. Ευτυχώς, οι ερμηνείες της Μα Ρέινι (Βαϊόλα Ντέιβις) και του Ουίνστον Τσόρτσιλ (Γκάρι Ολντμαν) ήταν σπουδαίες, οπότε οι σκηνοθέτες γλίτωσαν τις κατηγορίες.
Ωστόσο, αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις σε περιπτώσεις ακραίων μεταμορφώσεων, αυτή η τάση θα μπορούσε σύντομα να φύγει εντελώς από τη μόδα. Μαζί της, όμως, θα πεθαίνει και η μαγεία τους. Τη δεκαετία του 1980, όταν ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο έπρεπε να πάρει βάρος για να γίνει «Οργισμένο Είδωλο», βούταγε σε κουβάδες με ζυμαρικά και παγωτό.
Πρόσφατα, όμως, όταν έπρεπε να εμφανιστεί νεότερος στον «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε, τη δουλειά ανέλαβαν οι υπολογιστές (CGI). Ειδικά εφέ χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, όταν ο Μαρκ Ραφάλο έγινε ο Hulk σε διάφορες υπερπαραγωγές της Marvel, όταν ο Μπιλ Νάι υποδύθηκε τον καταραμένο καπετάνιο στους «Πειρατές της Καραϊβικής» και ο Αντι Σέρκις έκανε το Γκόλουμ στην τριλογία του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», για να αναφέρουμε μόνο τρεις από τις πιο διάσημες μεταμορφώσεις στον κινηματογράφο του 21ου αιώνα.
Οποια κι αν είναι η γνώμη του καθενός, ωστόσο, για τις περιπτώσεις που το μακιγιάζ αλλάζει εντελώς τους ηθοποιούς και τους κάνει αγνώριστους, ίσως είναι σοφό να απολαμβάνουμε τις μεταμορφώσεις τους –ή να τις καταδικάζουμε– όσο μπορούμε ακόμα.