Η έξοδος από την πανδημία και η επιστροφή στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα, απαιτούν συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής, που προκύπτουν από συνεργασία και συναίνεση μεταξύ πολιτικών και επιστημόνων. Απαιτούν επιπλέον ισχυρή πολιτική βούληση, ταχύτητα και ενημέρωση με καινοτόμα επικοινωνιακά εργαλεία. «Το ΔΙΚΤΥΟ για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» άνοιξε τη συζήτηση για τον καθολικό εμβολιασμό ως προϋπόθεση για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας.
Σε διαδικτυακή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα, η πρόεδρος του ΔΙΚΤΥΟΥ Αννα Διαμαντοπούλου, συνομίλησε με τέσσερις διακεκριμένους ειδικούς, έναν συνταγματολόγο, έναν λοιμωξιολόγο, μια οικονομολόγο και ένα καθηγητή φαρμακολογίας, με στόχο να καταθέσουν τις απόψεις τους και να βγάλουν νέα συμπεράσματα και προτάσεις, ώστε να βοηθήσουν τον δημόσιο λόγο να λάβει καλύτερες αποφάσεις.
«Στην αρχή της πανδημίας όλοι θεωρούσαμε ότι ο στόχος είναι η ανοσία της αγέλης. Τώρα, όπως φαίνεται αυτό δεν είναι δυνατό, διότι τα αντισώματα μετά από νόσηση διαρκούν λιγότερους από έξι μήνες. Είναι όμως ξεκάθαρο πλέον, ότι μόνο με τον εμβολιασμό μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση», είπε η κυρία Διαμαντοπούλου κατά την έναρξη της εκδήλωσης, την οποία συντόνιζε.
Η ίδια, παρουσίασε τα αποτελέσματα μίας έρευνας που δημοσιεύτηκε σε μία από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες στατιστικών δεδομένων, τη Statista, με πρόσβαση σε περισσότερα από 1,5 εκατομμύρια στατιστικά δεδομένα. «Η έρευνα έχει συνδέσει τα αποτελέσματα της PISA, που είναι η εκπαιδευτική ιεράρχηση των εκπαιδευτικών συστημάτων, με τον αριθμό των εμβολιασμένων. Οσο χαμηλότερα είναι σε αυτήν την έρευνα μία χώρα στην κατάταξη, τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό εμβολιασμού που έχει. Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα και Κροατία, είναι οι τελευταίες στην κατάταξη και είναι και αυτές οι χώρες που έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού», εξήγησε η κυρία Διαμαντοπούλου.
Ακόμη ένα δεδομένο προκύπτει από έτερη έρευνα, που δείχνει ότι μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, έχει «εξευτελιστεί», όπως τόνισε η πρόεδρος του ΔΙΚΤΥΟΥ, η αλληλεγγύη και ο καθένας πλέον κοιτά τον εαυτό του. Επιπλέον, σημαντικό αγκάθι φέρεται πώς είναι η κουλτούρα της κοινωνίας αναφορικά με τον ορθολογισμό καθώς και ως χώρα και ως κοινωνία δεν είναι κάτι για το οποίο φημιζόμαστε, σχολίασε η ίδια.
Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντική ως τέταρτο στοιχείο είναι η κυβερνητική πολιτική. «Δηλαδή τα μέτρα και η εφαρμογή τους, η παρακολούθηση και ο έλεγχός τους, δεν είχαν τα καλύτερα αποτελέσματα μετά από το περυσινό καλοκαίρι. Υπήρχαν διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι δεν θα κάνουμε ποτέ lockdown, ότι δεν θα υπάρξει υποχρεωτικότητα στον εμβολιασμό. Κάτι που έδινε στους πολίτες την αίσθηση ότι όλα είναι καλά. Κάτι που δημιούργησε χαλαρότητα και δεν επέτρεψε στους πολίτες να κατανοήσουν το βάθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος», σημείωσε η ίδια.
Το ΚΙΝΑΛ, πρόσθεσε, είναι το μόνο που είχε το θάρρος της πρότασης για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού.
Αναφερόμενη στα πιο πρόσφατα μέτρα, σύμφωνα με τα οποία δεν επιτρέπεται η είσοδος και παραμονή σε εστίαση και λιανεμπόριο σε όσους δεν έχουν πιστοποιητικό ανοσίας ή 48ωρο rapid test, η κυρία Διαμαντοπούλου εμφανίστηκε προβληματισμένη, καθώς όπως είπε είναι δύσκολη η εφαρμογή του εν λόγω μέτρου, καθώς δεν θα μπορούν καθημερινά να βγαίνουν 9.000 αστυνομικοί για ελέγχους.
«Νομίζω ότι καταλήγουμε εύκολα στο ότι χρειαζόμαστε κάτι νέο. Ξέρουμε ότι θα πρέπει να δούμε τι θα γίνει με τις εκκλησίες, με τα θέατρα, τους κινηματογράφους, τι θα γίνει με τους γιατρούς, διότι ο κόσμος εμπιστεύεται τον προσωπικό του γιατρό αρκετά πλέον. Η διαχείριση των νοσοκομείων είναι επίσης περίπλοκη, διότι οι ΜΕΘ ανήκουν σε όλους τους ασθενείς και όχι μόνο σε αυτούς με Covid και γνωρίζουμε ότι ειδικά οι καρκινοπαθείς έχουν σημαντικό πρόβλημα», είπε ολοκληρώνοντας την ομιλία της.
Παίρνοντας τον λόγο ο Μάριος Λαζανάς, διευθυντής Παθολογικής–Λοιμωξιολογικής Κλινικής ΙΑΣΩ και υπεύθυνος Λοιμωξιολόγος του Ομίλου ΙΑΣΩ, ανέφερε ότι η ανοσία αγέλης με τη βοήθεια της νόσησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που συζητούσαν όλοι κατά το πρώτο κύμα, δεν είναι το μέτρο που θα πρέπει να προτείνουμε, διότι αυξάνει τη νοσηρότητα, κάτι που σημαίνει ότι αν αρρωστήσουν πολλοί, θα γεμίσουν τα νοσοκομεία και το Σύστημα Υγείας θα έχει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα να αντιμετωπίσει.
«Εγώ θεωρώ ότι είναι ηθική υποχρέωση όλων μας και ειδικά όσων προσφέρουν υπηρεσίες στο Δημόσιο, να είναι εμβολιασμένοι και υγιείς», τόνισε.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι πλέον είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τις εγκύους και τον εμβολιασμό, ούτε με τις γυναίκες που επιθυμούν στο μέλλον να γίνουν μητέρες και είναι εξαιρετικά σημαντικό να μιλήσουν για το θέμα με τον γυναικολόγο τους.
«Σε αυτή τη φάση ο ρόλος του γιατρού, πέρα από τον θεραπευτικό, είναι και κοινωνικός, καθώς θα μπορούσε να συμβουλεύει τους ασθενείς και να τους ενημερώνει για το πόσο σημαντικό και ασφαλές είναι το εμβόλιο για τον ίδιο, αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία. Είναι σημαντικός ο κοινωνικός ρόλος του γιατρού να πάει ένα βήμα παραπέρα», τόνισε ο ίδιος.
Είναι ηθικό να γεμίζουν οι κλίνες στα νοσοκομεία μόνο με ανεμβολίαστους;
Αναπτύσσοντας τις δικές του ιδέες ο Αχιλλέας Γραβάνης, καθηγητής Φαρμακολογίας, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, διερωτήθηκε πόσο ηθικό είναι να κατακλύζουν τα νοσοκομεία και τις ΜΕΘ οι ανεμβολίαστοι και όσοι έχουν εμβολιαστεί να έχουν πρόβλημα με την πρόσβαση στη δημόσια υγεία. «Το 85% των ανθρώπων που είναι στο νοσοκομείο είναι ανεμβολίαστοι», ανέφερε.
Την ίδια στιγμή, άτομα με άλλες παθήσεις, όπως συμπλήρωσε, τα οποία έχουν κάνει το καθήκον τους προς την κοινωνία, φτάνουν σε σημείο ακόμη και να χάνουν τη ζωή τους, επειδή τα νοσοκομεία απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τον κορονοϊό. «Θα πρέπει να υπάρξει πολιτική απάντηση σε αυτό, διότι δεν είναι κάτι που τελειώνει άμεσα, είναι κάτι που ίσως μας συντροφεύει για χρόνια», τόνισε.
Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, εκτιμά ο κ. Γραβάνης, θα πρέπει να είναι ένα νέο μέτρο, όταν τα υπόλοιπα θα έχουν ατονήσει και δεν θα είναι αρκετά. Η εφαρμογή για την υποχρεωτικότητα ξεκινά από τους υγειονομικούς, τον στρατό και συνεχίζεται με τους δημοσίους υπαλλήλους, ειδικά αυτούς που είναι σε άμεση επαφή με τους πολίτες. «Δεν μπορεί να βλέπει καθημερινά ένας υπάλληλος 100 άτομα και να είναι ασυμπτωματικός και να μεταδίδει».
Παράλληλα, τόνισε το οξύμωρο δεδομένο της εστίασης, καθώς οι πελάτες θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά εμβολιασμένοι, όχι όμως το προσωπικό. «Πόσο λογικό και ηθικό είναι αυτό», διερωτήθηκε.
Ο ίδιος προτείνει να μην γίνει υποχρεωτικό το εμβόλιο στην εστίαση, αλλά να δοθούν τα όπλα στους επιχειρηματίες, ώστε να μπορούν να επιλέξουν ποιοι θα εργαστούν στις επιχειρήσεις τους, εμβολιασμένοι ή ανεμβολίαστοι.
Καμπανάκι για την οικονομία
Ανοίγοντας το οικονομικό κεφάλαιο της πανδημίας, η Ελένη Λουρή, καθηγήτρια Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υποδιοικήτρια στην Τράπεζας της Ελλάδος, είπε ότι η χώρα μας, όπως και πολλές άλλες, από την αρχή της πανδημίας εφάρμοσε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Αυτό σημαίνει μεγάλα ελλείματα που προστέθηκαν στο ήδη υπάρχον χρέος. «Μάλιστα, και έλλειμα και χρέος ξέφυγαν από τους κανόνες του Μάαστριχτ».
Ταυτόχρονα, όπως εξήγησε, η νομισματική πολιτική έγινε χαλαρή και λειτούργησε συμπληρωματικά, εισάγοντας αρνητικά ή μηδενικά επιτόκια. «Είχαμε δηλαδή μία ιδανική κατάσταση για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της υγειονομικής κρίσης, τα προβλήματα της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας και αυτά που δημιούργησαν τα lockdowns. Μπορεί να δόθηκαν χρήματα σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, ώστε να μην κλείσουν, όμως αυτό συνεπάγεται κόστος, διότι μαγικό χρήμα δεν υπάρχει», συμπλήρωσε η ίδια.
Στη συνέχεια, όταν η κρίση αυτή περάσει, υπογράμμισε η κυρία Λουρή, τα επιτόκια θα ανέβουν, η ρευστότητα θα περιοριστεί και οικονομίες θα πρέπει να λειτουργήσουν με τη δική τους πολιτική.
«Τώρα έχουμε μία μεγάλη ευκαιρία να αναδιαρθρώσουμε την οικονομία, με τους πόρους που θα έρθουν για να αναστρέψουν τα αρνητικά αποτελέσματα της πανδημίας. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα είναι ένα τεράστιο λάθος. Βέβαια, για να γίνουν αυτά, θα πρέπει να είμαστε μία χώρα με υγιή πληθυσμό, οπότε πάλι επιστρέφουμε στα κεφάλαια που αφορούν το σύστημα υγείας, τους εμβολιασμούς και τον περιορισμό του νέου πανδημικού κύματος στη χώρα μας», κατέληξε η ίδια.
Τι ισχύει νομικά για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού
Αναφορικά με τη νομική διάσταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, ο Νίκος Αλιβιζάτος, νομικός, ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, είπε ότι «δεν είναι μόνο το γενικό συνταγματικό θέμα που απασχολεί τους νομικούς, είναι η αλλαγή στην κλίμακα αξιών της ιατρικής περίθαλψης και ευθύνης γενικότερα».
Τα τελευταία 20 χρόνια, όπως πρόσθεσε, έχει γίνει μία μεγάλη αλλαγή στην Ιατρική. Από την ασθένεια, που ήταν το επίκεντρο της περίθαλψης, περάσαμε στον ασθενή. Και όταν έχει συνείδηση και μπορεί και επικοινωνεί ο ασθενής, μπορεί να λάβει αποφάσεις και για τη θεραπεία του, δηλαδή πρέπει να συναινεί στα πάντα.
Ως συνέπεια, βέβαια, της ανθρωποκεντρικής ιατρικής, μπορεί κάποιος να πει «δεν θέλω θεραπεία, δεν θέλω επέμβαση, δεν θέλω το εμβόλιο. Δεν έχεις όμως δικαίωμα να πεις όχι, εάν κινδυνεύει η ζωή του πλησίον σου. Και στη χώρα μας το Συμβούλιο της Επικρατείας το είπε σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων και για τα εμβόλια του κορονοϊού».
Ο αρνητής του εμβολίου νομικά, παρά τον ανθρωποκεντρισμό, δεν έχει δικαίωμα να επιβάλει το δικαίωμά του, σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, και από αυτή τη στιγμή το θέμα που διερευνάται είναι μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η πολιτεία για να τον επιβάλλει.
«Θα πρέπει να ισχύσει όχι μόνο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα η υποχρεωτικότητα σε όσους έχουν συχνά επαφή με κοινό. Και όπως έχει πει και το δικαστήριο του Στρασβούργου, η τυχών άρνηση είναι θεμιτή, μόνο όταν υπάρχει υποκείμενο νόσημα», κατέληξε ο ίδιος.