Το νήμα που συνδέει τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν με περίεργους συμπατριώτες του, πρώην σοβιετικούς πράκτορες, όπως και ο ίδιος, αλλά και μετασοβιετικούς μεγιστάνες του πλούτου, ακόμη και μαφιόζους, ύφανε με δεξιοτεχνία η δημοσιογράφος Κάθριν Μπέλτον σε ένα βιβλίο βασισμένο σε πολυετή έρευνα.
Πρόκειται για ένα πόνημα δημοσιογραφικής έρευνας μεν, το οποίο όμως κάλλιστα στέκεται και «σαν μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ», όπως εύστοχα και χωρίς να υπαινίσσεται ψόγο παρατηρεί ο βρετανικός Guardian. Το βιβλίο τιτλοφορείται «Οι άνθρωποι του Πούτιν».
Μεγάλη προβολή σε αυτήν την καινούργια έκδοση έδωσε και η ιταλική Repubblica (με συνδρομή). Εκεί ο ιταλός καθηγητής Εγκληματολογίας στην Οξφόρδη Φεντερίκο Βαρέζε, ο οποίος τυγχάνει και ο ίδιος συγγραφέας βιβλίων με θέμα τη δράση της ρωσικής μαφίας και των μοντέρνων εγκληματικών οργανώσεων εν γένει, ήταν γλαφυρός: το κείμενό του έχει για τίτλο του μία λαϊκότερη, δημοσιογραφική παραλλαγή του τίτλου της Μπέλτον («Ολοι οι άνθρωποι του τσάρου») και απηχεί το πνεύμα της συγγραφέως για το «σύστημα Πούτιν», όπως λέει ο ίδιος, δηλαδή για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε η Κα Γκε Μπε (ΚGB) μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.
Η Μπέλτον, που υπήρξε ανταποκρίτρια των Financial Times στη Μόσχα, πήρε καμιά εκατοσταριά συνεντεύξεις, σημειώνει ο Βαρέζε, από –ανωνύμους ως επί το πλείστον– πληροφοριοδότες, με σκοπό να ρίξει φως στο παρελθόν τού νυν προέδρου της Ρωσίας, την περίοδο που ήταν πράκτορας της KGB στην Ανατολική Ευρώπη. Διότι εκείνα τα κατασκοπικά χρόνια φωτίζουν και το προεδρικό παρόν.
Οπως αποκαλύπτεται, την περίοδο 1985-1990, στα στερνά της Σοβιετικής Ενωσης δηλαδή, παίχτηκαν μεγάλα παιχνίδια. (Πράμα που σε πολιτικό επίπεδο σημαίνει ότι η σοβιετική νομενκλατούρα –με εξαίρεση ενδεχομένως τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ– δεν έβλεπε την προϊούσα αποσύνθεση, γέννημα-θρέμμα των οικονομικών αδιεξόδων, αλλά συνέχιζε ακάθεκτη τα σχέδιά της). Οι σοβιετικοί κατάσκοποι που δούλευαν στο εξωτερικό ανέπτυξαν εξελιγμένες τεχνικές, λέει η Μπέλτον, για το ξέπλυμα του δικού τους χρήματος μέσω ψεύτικων εταιρειών. Για ποιον λόγο έπρεπε να ξεπλυθεί το ρούβλι αριστερά και δεξιά στον κόσμο; Επειδή με αυτό χρηματοδοτήθηκαν πολιτικά κινήματα φιλικά προς το (ετοιμοθάνατο) σοβιετικό Κρεμλίνο, ενώ παράλληλα οργανώθηκαν και λαθρεμπορικά δίκτυα που έκλεψαν δυτική τεχνολογία αιχμής.
Τρομοκράτες και μαφιόζοι
Στο κόλπο ανακατεύτηκε κόσμος και κοσμάκης και με διαφορετικό υπόβαθρο. Μάλιστα η συγγραφέας δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι μίλησε και με ένα πρώην μέλος της δυτικογερμανικής αριστερίστικης τρομοκρατικής οργάνωσης RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) ο οποίος διατείνεται ότι γνώρισε προσωπικά τον Πούτιν: «Πήρα όπλα από αυτόν», της είπε, «όπλα και χρήματα της ΚGB».
Χωρίς ανούσιες αναστολές, οι σοβιετικοί πράκτορες εκείνη την εποχή καλλιέργησαν και αμοιβαίως επωφελείς συμμαχίες με τον διεθνή υπόκοσμο. Η χρησιμότητα του παινεμένου και από τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ λούμπεν προλεταριάτου (στο «Κεφάλαιο» αναλύεται με χιούμορ η… αναδιανεμητική τάση του) φανερώθηκε ότι ήταν αποφασιστικής σημασίας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου: οι μαφιόζοι ανέλαβαν να κρύψουν περιουσιακά στοιχεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, τα οποία έβγαιναν από το ανατολικό μπλοκ με τη φροντίδα των πρακτόρων της ΚGB, λέει η συγγραφέας.
Ο ιταλός καθηγητής αναφέρει ενδεικτικά την περίπτωση κάποιου Ντμίτρι Ναούμοφ («μία από τις πολλές ιστορίες τις οποίες διηγείται η μεγάλη τοιχογραφία που συνέθεσε η Κάθριν Μπέλτον»), ενός αποφοίτου της ακαδημίας της ΚGB, ο οποίος διατηρούσε στη Ρώμη γραφείο… «εισαγωγών – εξαγωγών» για να κάνει με διακριτικότητα και άνεση τη δουλειά του. Ο Ναούμοφ διαχειρίστηκε χρηματοοικονομικές ροές από την ΕΣΣΔ που χρησιμοποιήθηκαν στη Δύση για τη χρηματοδότηση διαφόρων επιχειρήσεων αποσταθεροποίησης, γράφει χαρακτηριστικά ο Βαρέζε.
Το ζουμί από αυτήν την ιστορία των τελευταίων χρόνων του Ψυχρού Πολέμου είναι ότι η «εργαλειοθήκη» που με τους παραπάνω τρόπους κατάφεραν να αποκτήσουν οι Σοβιετικοί αξιοποιείται σήμερα, την εποχή του Διαδικτύου και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, από τον Πούτιν-πρόεδρο με σκοπό να επηρεάσει λαϊκιστές πολιτικούς στη Δύση. Απώτατος στόχος του είναι η διάβρωση της δυτικής δημοκρατίας.
Ψυχρός, αδίστακτος, ευφυής
Ειδικά για τον Πούτιν, η Μπέλτον δίνει με το βιβλίο της αναλυτική περιγραφή των πρώτων χρόνων του ως σοβιετικού πράκτορα στη Δρέσδη τής τότε Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR). Η αποστολή του ήταν η κατασκοπεία, παρά το γεγονός ότι η DDR βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της Σοβιετικής Ενωσης. Εκεί, στο σκληρότερο καθεστώς του «σιδηρού παραπετάσματος» ο Πούτιν έριξε τον σπόρο που θα βλάσταινε και θα καρποφορούσε αργότερα, στο σημερινό καθεστώς της Ρωσίας, στο δικό του κράτος.
Ωστόσο ο Πούτιν δεν σκιαγραφείται στις σελίδες της Μπέλτον σαν κάποια διαβολική φιγούρα, σαν ένας διεστραμμένος εγκέφαλος ο οποίος συνεχώς λογαριάζει πού και πότε θα ρίξει τις πυρηνικές βόμβες χαϊδεύοντας συγχρόνως και μία γάτα που γουργουρίζει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Οχι, η Μπόλτον δεν γράφει για τους αντιπάλους του Τζέιμς Μποντ.
Ο Πούτιν περιγράφεται ως ψυχρός, αδίστακτος αλλά επινοητικός νους, πανέτοιμος να αναπτύξει οποιοδήποτε όπλο, να σπάσει οποιονδήποτε κανόνα και να ανατρέψει οποιοδήποτε σύστημα απαιτείται ώστε να εδραιώσει την ισχύ του: τη δύναμή του, τον πλούτο του και το διεθνές κύρος του.
Την πρώτη μετασοβιετική περίοδο ο Πούτιν περίμενε την ευκαιρία να δράσει και να πετάξει από την εξουσία τον αμερικανόφιλο Μπόρις Γιέλτσιν, και μαζί του τον κύκλο των ολιγαρχών που τον στήριζαν. Το 1999 εκδήλωσε την επίθεσή του στην «οικογένεια Γιέλτσιν». Αφού συγκέντρωσε ενοχοποιητικά στοιχεία για την εκτεταμένη διαφθορά της, έστειλε τα δέοντα στους εισαγγελείς και ταυτόχρονα τα γνωστοποίησε και στο εξωτερικό. Το περιβάλλον Γιέλτσιν υπέκυψε και «διόρισε πρωθυπουργό τον Πούτιν» στις 9 Αυγούστου 1999. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έγινε πρόεδρος της Ρωσίας, «όταν ο Γιέλτσιν παραιτήθηκε ξαφνικά». Η Μπέλτον σχολιάζει ότι ο Γιέλτσιν φοβόταν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα από φιλοσοβιετικές δυνάμεις, αλλά τελικά την έπαθε από τους καγκεμπίτες: «Ηταν ένα ανατριχιαστικό πραξικόπημα από τους άνδρες της ασφαλείας του κράτους».
Η Μπέλτον γράφει ότι μετά την αναρρίχησή του στο ύπατο αξίωμα, ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε τα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας για τον εαυτό του. Το νέο περιβάλλον εξουσίας «στόχευσε τη μία εταιρεία μετά την άλλη», ενώ «είδε τον ρόλο των κρατικών θεσμών –της φορολογικής υπηρεσίας, της αστυνομίας, του δικαστικού σώματος– ως μηχανισμό αρπαγής ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει τους αντιπάλους και να κλέψει την περιουσία τους».
Η συγκέντρωση του πλούτου εξυπηρέτησε τον Πούτιν στη χάραξη νέας γεωστρατηγικής πολιτικής και στην άσκηση αντιδυτικής πολεμικής. Το νέο περιβάλλον του προέδρου της Ρωσίας ονειρεύτηκε την αναβίωση της ρωσικής αυτοκρατορικής δύναμης, πεπεισμένο ότι η Δύση είναι ο εχθρός της Ρωσίας: «Οι επαναστάσεις στη Γεωργία και στην Ουκρανία, την περίοδο 2004-2005, τροφοδότησαν τη σκοτεινή παράνοια του Πούτιν ότι το καθεστώς του απειλείται από συνωμοσία των Δυτικών».
Η συνέχεια (Κριμαία και Συρία) είναι γνωστή, και τα ρωσικά Μέσα την πανηγυρίζουν μαζί με συνεχή ροή υπονοουμένων εις βάρος των δυτικών κυβερνήσεων. Υπονοούμενα τα οποία τελικά διαβρώνουν με το δηλητήριο της δυσπιστίας τη δυτική δημοκρατία. Ταυτόχρονα οι δυτικές τράπεζες που βοήθησαν κάποτε να ξεπλυθούν τα λεφτά των Σοβιετικών, τώρα επιτρέπουν στη Ρωσία του Πούτιν να διεισδύσει στις οικονομίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Η Μπέλτον καταγγέλλει το φαινόμενο γράφοντας ότι η Δύση, ως τεράστια ελεύθερη αγορά, κλείνει τα μάτια στη «διαρκή λεηλασία» που εφαρμόζει η Ρωσία μαζί με τους συμμάχους της: «Δυτικές εταιρείες έσπευσαν να υπογράψουν νέες συμφωνίες που νομιμοποίησαν τα έσοδα από αυτές τις επιδρομές, ενώ δυτικές τράπεζες δεν ενδιαφέρονται για την προέλευση των χρημάτων».
Το βιβλίο της Μπέλτον φωτίζει και τις «ολέθριες απειλές» που συνιστούν για τη Δύση οι ενισχύσεις των ευρωπαίων λαϊκιστών με ρούβλια. Η Μπέλτον γράφει ότι αυτό ακριβώς συνέβη με το κόμμα της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, με τους «Πεντάστερους» της Ιταλίας, κ.ά. Η τακτική του Πούτιν είναι η διπλή στήριξη, και των ακροδεξιών και των ακροαριστερών λαϊκιστών. Γιατί και τα δύο αυτά ρεύματα «είναι ενωμένα στην εχθρότητά τους για την Ευρωπαϊκή Ενωση και για το ΝΑΤΟ»…