Οι προηγούμενοι μήνες στα Ελληνοτουρκικά κύλησαν με ένα διαρκές ερωτηματικό, το οποίο — για διαφορετικούς λόγους — απασχολούσε τους ιθύνοντες και στις δύο πλευρές του Αιγαίου: Ποια θα είναι η αμερικανική πολιτική στην περιοχή σε περίπτωση αλλαγής προέδρου στις ΗΠΑ; Από το Σάββατο το αποτέλεσμα είναι πλέον προδιαγεγραμμένο. Παρά τις «καθυστερήσεις» που αναμένεται να παίξει ο Ντόναλντ Τραμπ, αξιοποιώντας τα νομικίστικα παράθυρα της εκλογικής διαδικασίας, ο Τζο Μπάιντεν είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής.
Στην Αθήνα τους προηγούμενους μήνες είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι η αλλαγή της προεδρίας θα απάλλασσε την αμερικανική πολιτική στην περιοχή από την προσωπική σχέση και συμπάθεια ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Ταγίπ Ερντογάν που, όπως προκύπτει από σειρά γεγονότων, ενδεχομένως φθάνει πολύ πιο βαθιά απ’ όσο φαίνεται. Η σχέση Τραμπ – Ερντογάν βοήθησε την Αγκυρα να την «σκαπουλάρει» με μικρές επιπτώσεις, τόσο στις περιπέτειες της στη Συρία, τη Λιβύη, το Ναγκόρνο Καραμπάχ και αλλού, όσο και στα — πολύ πιο σοβαρά για το αμερικανικό βιομηχανικό-στρατιωτικό σύμπλεγμα— ζητήματα της απόκτησης ρωσικών συστημάτων αντιαεροπορικών πυραύλων τύπου S-400 και της χρήσης της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halk για το «ξέπλυμα» ιρανικών κεφαλαίων, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, σε διμερές επίπεδο Ελλάδας – ΗΠΑ, οι σχέσεις αναπτύχθηκαν όσο ποτέ, με δύο διαδοχικούς πρωθυπουργούς, Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκο Μητσοτάκη, να εμβαθύνουν τη συνεργασία σε επίπεδο άμυνας, ασφάλειας και τεχνολογίας, σε βαθμό που όμοιος του έχει να εμφανιστεί για σχεδόν μισό αιώνα.
Υπάρχουν λοιπόν δύο ομάδες δεδομένων που πρέπει κάποιος να σκεφτεί προκειμένου να αντιληφθεί τι μπορεί να κάνει ο Τζο Μπάιντεν από τις 12 το μεσημέρι της 20ης Ιανουαρίου 2021 και έπειτα, όταν θα ορκιστεί. Η πρώτη, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι η αμιγώς αμερικανοτουρκική πτυχή και η δεύτερη, η διμερής σχέση Ελλάδας και ΗΠΑ, που όπως φαίνεται από την εξέλιξή της ανάμεσα στο 2014-15 έως σήμερα, συνιστά έναν αυτόνομο πυλώνα.
Ως προς αυτό, τον δεύτερο πυλώνα, είναι απολύτως δεδομένο ότι μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα προχωρήσει με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυσή του. Η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (γνωστή εν συντομία ως MDCA) θα διευρυνθεί έτσι ώστε η Σούδα, το Στεφανοβίκειο και η αεροπορική βάση της Λάρισας, να μετατραπούν σε κόμβους μεταστάθμευσης και ανάπτυξης σημαντικών στοιχείων των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Επίσης, σε επίπεδο αμυντικής συνεργασίας, βρίσκονται σε διαδικασία αναβάθμισης 85 F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας, έχει ήδη ολοκληρωθεί η συμφωνία για την προμήθεια τεσσάρων ελικοπτέρων ανθυποβρυχιακού πολέμου τύπου «Romeo», το Πολεμικό Ναυτικό προτείνει διακρατική για την αγορά αμερικανικών φρεγατών, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση συμφωνίας αγοράς ναυπηγείων από αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα πλέγμα σχημάτων συνεργασίας με το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλες χώρες, με την ενεργό ενθάρρυνση των ΗΠΑ.
Στις σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας είναι απολύτως βέβαιο ότι μια προεδρία του Τζο Μπάιντεν θα απαιτήσει να βρεθεί άμεσα λύση για το ζήτημα των S-400, χωρίς μισόλογα. Είναι εξίσου δεδομένο ότι θα ασκηθούν πιέσεις για διπλωματικές λύσεις σε όλα τα μέτωπα που έχουν ανοίξει γύρω από την Τουρκία και στα οποία έχει εμπλακεί η Αγκυρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ενώ δεν θα πρέπει να αποκλείεται η μείωση του στρατιωτικού αμερικανικού αποτυπώματος στην Τουρκία, κυρίως στη βάση του Ιντσιρλίκ.
Φαίνεται ότι πρόσωπα όπως ο Τόνι Μπλίνκεν, η Σούζαν Ράις και ο –γνώριμος στην Ελλάδα ως πρώην πρέσβης των ΗΠΑ— Νικ Μπερνς, θα έχουν καίριες θέσεις στο μηχανισμό άσκησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, δίχως να αποκλείεται και η αξιοποίηση και άλλων προσώπων που ανήκαν στον κύκλο του Μπαράκ Ομπάμα. Αυτός ο κύκλος έχει μια θεώρηση η οποία τοποθετεί την Τουρκία σε καίριο ρόλο σε όλες τις εναλλακτικές στρατηγικές της Ουάσιγκτον στην περιοχή Μέσης Ανατολής -Βόρειας Αφρικής. Υπενθυμίζεται ότι η «Αραβική Άνοιξη», στηρίχθηκε στα πρώτα επεισόδιά της από τη διοίκηση Ομπάμα και είχε ως βασικούς σπόνσορες την Τουρκία και το Κατάρ.
Πέρα, βέβαια, από αυτή τη γενική κατεύθυνση, στην Ουάσιγκτον θεωρούν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αυτονομηθεί σε βαθμό ο οποίος δημιουργεί κάποιους περιφερειακούς κινδύνους. Η σχέση «on-off» με τη Ρωσική Ομοσπονδία έχει μετατραπεί σε στενή συνεργασία και οι δεσμοί με το Ιράν έχουν αποκτήσει μια επικίνδυνη δυναμική. Αλλά και από την πλευρά της Αγκυρας, η νευρικότητα δεν κρύβεται.
Πέρα από την έλλειψη αντίδρασης στην ανάδειξη του Τζο Μπάιντεν, στον στενό κύκλο του Ερντογάν ο εκνευρισμός είναι πρόδηλος. Εκ των προσώπων του περιβάλλοντος του, ο Ιμπραήμ Καραγκιούλ, αρθρογράφος στη «Γενί Σαφάκ» και βασικός θιασώτης του ισλαμιστικού νέο-οθωμανικού οράματος του Λευκού Παλατιού, έγραφε μόλις το Σάββατο στην εφημερίδα-όργανο του κυβερνώντος κόμματος ότι ο Μπάιντεν θα επιχειρήσει να ανατρέψει τον Ερντογάν και, ότιπως, μεταξύ άλλων, ο δρόμος των ΗΠΑ προς την παρακμή και την πτώση είναι δίχως επιστροφή.
Ενδειξη της ενόχλησης του Ερντογάν από την ήττα του Τραμπ είναι ότι το άρθρο του Καραγκιούλ καταλήγει ως εξής: «Το κατεστημένο των ΗΠΑ και η παγκόσμια θέληση εξοντώνουν τον Τραμπ. Δεν είναι εκλογές, είναι μια εξόντωση. Έχουμε να μάθουμε πολλά από αυτό. Αυτό συνέβη επειδή αν ο Τραμπ έμενε στη θέση του για ακόμα μια θητεία, θα συνέχιζε έχοντας κατά νου μια «Περεστρόικα» που θα έσειε τους πρωταρχικούς θεσμούς του συστήματος. Αυτό είδαν και ανέλαβαν δράση». Εν ολίγοις στην Άγκυρα θεωρούν βέβαιο ότι ο Τζο Μπάιντεν θα είναι ενεργός στην κατεύθυνση της επαναφοράς της αμερικανοτουρκικής σχέσης σε περισσότερο ρεαλιστικές ισορροπίες. Η εποχή που ο Ερντογάν ψιθύριζε στο αυτί του Τραμπ τι ήθελε και ο ένοικος του Λευκού Οίκου, αλληθώριζε σε κάθε τουρκική επιθετική κίνηση στην περιοχή, θα έχει περάσει ανεπιστρεπτί μετά τις 20 Ιανουαρίου.
Με βάση αυτή τη μεγάλη εικόνα είναι απολύτως δεδομένο ότι η νέα διοίκηση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα προωθήσει τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρχικό στάδιο θα είναι η ουσιαστική προσπάθεια επανέναρξης των διερευνητικών επαφών και η προώθηση μιας ακόμα διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού. Προκειμένου να ξεκινήσει αυτός ο διάλογος είναι βέβαιο ότι η Αθήνα θα πιεστεί να δεχθεί συζητήσεις και για άλλα ζητήματα, τουρκικού ενδιαφέροντος, όχι μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες.
Ως προς το Κυπριακό, η δημόσια διακήρυξη Ερντογάν και Ερσίν Τατάρ, του Τουρκοκύπριου ηγέτη που είναι ανδρείκελο του Λευκού Παλατιού στην Άγκυρα, περί λύσης δύο κρατών, μάλλον θέτει οποιαδήποτε καλοπροαίρετη προσπάθεια μιας κυβέρνησης Μπάιντεν εν αμφιβόλω.
Απομένει, λοιπόν, ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα. Θα παρέμβει αποφασιστικά μια κυβέρνηση Μπάιντεν σε περίπτωση σύγκρουσης Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο; Επί της αρχής ναι, μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα έχει την προσοχή της στραμμένη στην περιοχή, περισσότερο απ’ ό,τι η προηγούμενη. Θα είναι, επίσης, ενδιαφέρον να φανεί αν επί της νέας κατάστασης στην Ουάσιγκτον, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ θα πάψει να είναι τόσο φιλικά ουδέτερη έναντι της Τουρκίας όταν η τουρκική προκλητικότητα καταγγέλλεται με στοιχεία εντός του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου. Όλα αυτά από τις 20 Ιανουαρίου 2021 και μετά. Στους ενδιάμεσους δύο μήνες μπορεί να συμβούν πολλά, στην Αθήνα το απεύχονται, το ερώτημα είναι ο Ερντογάν θα δει τη μεταβατική αυτή περίοδο ως παράθυρο ευκαιρίας δημιουργίας τετελεσμένων.