Μια ηφαιστειακή έκρηξη μπορεί να μειώσει τη θερμοκρασία του πλανήτη | REUTERS/Rafael Arenas
Θέματα

Ψεκάζοντας τον πλανήτη για μείωση της θερμοκρασίας

Ένα ηφαίστειο δρόσισε τον πλανήτη το 1991, έστω για λίγο. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις θετικές συνέπειες από την έκρηξη; «Ναι», λέει αμερικανός φυσικός, την ώρα που εκφράζονται σοβαρές αντιρρήσεις σε επιστημονικό - πολιτικό επίπεδο
Protagon Team

Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν λείπουν ούτε οι καλές προθέσεις (δημόσια τουλάχιστον) ούτε οι ιδέες. Στο σημείο που βρίσκεται ο πλανήτης, στα όρια δηλαδή μιας μη αναστρέψιμης αλλαγής που τείνει να γίνει και μη διαχειρίσιμη, κάθε ιδέα μπορεί να έχει κάποια αποτελέσματα, ακόμα και αυτή που μοιάζει εξωπραγματική. Όπως είναι εκ πρώτης όψεως η τεχνητή αναπαραγωγή των επιπτώσεων μιας έκρηξης ηφαιστείου μέσω αεροψεκασμών, μια ιδέα και επιστημονικά δόκιμη και οικονομικά αποτελεσματική, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ντέιβιντ Κιθ, καθηγητή Εφαρμοσμένης Φυσικής στο Χάρβαρντ.

Η πρόταση, στην οποία αναφέρθηκε πρόσφατα σε μεγάλη έκταση το Bloomberg, βασίζεται στα θετικά αποτελέσματα για το κλίμα που επέφερε η έκρηξη του ηφαιστείου Πινατούμπο στις Φιλιππίνες το 1991. Οι τεράστιες ποσότητες σκόνης και αερίων, κυρίως ενώσεων του θείου, κάλυψαν όλο τον πλανήτη και εμπόδιζαν το ηλιακό φως να φτάνει στην επιφάνεια. Αυτό, κατά κάποιο τρόπο, δρόσισε τον πλανήτη και ανέστρεψε τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής. Η φύση έδωσε μια λύση, προσωρινή έστω, πριν ο άνθρωπος την ξηλώσει και αρχίσει ξανά να συσσωρεύει αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά και ενώ οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιμένουν και πολλαπλασιάζονται, η φυσική λύση επανέρχεται με διαφορετική μορφή. Ειδικά τροποποιημένα αεροσκάφη, κατά την πρόταση του Κιθ, θα ψεκάζουν την ατμόσφαιρα με θειικό οξύ το οποίο θα συνδυάζεται με το νερό στην ατμόσφαιρα και θα σχηματίζει σταγόνες που θα αντανακλούν το ηλιακό φως ρίχνοντας έτσι τη θερμοκρασία.

Λίγα γραμμάρια θείου αρκούν για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις από ένα τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται στην ατμόσφαιρα. Το κόστος για την υλοποίηση αυτών των ευεργετικών για το κλίμα ψεκασμών είναι μόλις το 0,01% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή γύρω στα επτά δισ. δολάρια, ποσό που μπορεί να δαπανηθεί σχετικά εύκολα μέσα σε μια κλίμακα μερικών ετών. Είναι, για παράδειγμα, πολύ κοντά στο ποσό που θα δαπανήσει η Ιταλία για να προφυλάξει την Βενετία από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, δηλαδή γύρω στα έξι δισεκατομμύρια δολάρια.

Ένα από τα αναπάντητα – για την ώρα τουλάχιστον – ερωτήματα για αυτές τις μεθόδους: «Ποιος θα έχει στα χέρια του τον θερμοστάτη»;

Για τον Κιθ η ιδέα των ψεκασμών είναι εφικτή. Αν οι κυβερνήσεις θελήσουν να προχωρήσουν οι πρώτες δοκιμές (αμφίβολο κατά το Bloomberg) οι ψεκασμοί θα μπορούσαν να αρχίσουν σταδιακά γύρω στο 2020. Ο εμπνευστής της ιδέας εκτιμά ότι θα έχουν επιτυχία, και τονίζει ότι θα μπορούσε να προχωρήσει παράλληλα με τις προσπάθειες για το περιορισμό των εκπομπών.

Εχει μάλιστα και ακόμα πιο προχωρημένες λύσεις: ψεκασμούς με μικροσκοπικά διαμάντια ή οξείδιο του αλουμινίου, οι οποίοι πιθανόν δεν έχουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων όπως αυτό με το θείο και είναι πιο ακριβοί.

Λύνοντας ένα πρόβλημα και φέρνοντας νέα

«Την πατήσαμε άσχημα» αναφέρει σε ελεύθερη απόδοση το πρωτοσέλιδο του  Bloomberg Businessweek

Παρά τα πλεονεκτήματα της λύσης σχετικά με την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ο ψεκασμός αντιμετωπίζει το πρόβλημα από μια διαφορετική γωνία. Ενώ οι προσπάθειες πρέπει να συγκλίνουν στον περιορισμό της έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα, η λύση με το θείο μπορεί να δώσει ένα σήμα απεριόριστης -ή πάντως την εντύπωση μιας απελευθερωμένης- έκλυσης αερίων.

Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του θείου στην ατμόσφαιρα απειλεί το όζον (ένα άλλο μέτωπο στο οποίο δεν υπάρχει σοβαρή πρόοδος εδώ και δεκαετίες) ενώ θα μπορούσε να προκαλέσει και θανάτους επί του εδάφους σε ανθρώπους και σε άλλους ζωντανούς οργανισμούς, όπως τα κοράλλια. Ακόμα και ο εμπνευστής μιλά για μια «άσχημη λύση», αν και, θα έλεγε κανένας, στο σημείο όπου βρίσκεται ο πλανήτης η κομψότητα των λύσεων δεν είναι το πρώτο μέλημα.

Η κλίμακα των λύσεων αυτού του τύπου, όπως και άλλων ακόμα περισσότερο εξωπραγματικών, είναι το σημείο στο οποίο εστιάζουν περισσότερο την κριτική τους οι αμφισβητίες τους. Ακόμα και αν πετυχαίνουν στα χαρτιά, χωρίς να θυσιάζουν την επιστημονική βασιμότητά τους, οι προτάσεις δεν υλοποιούνται, ούτε καν εφαρμόζονται έστω και δοκιμαστικά. Οι υποστηρικτές της γεωμηχανικής, δηλαδή αυτών των μεγάλης κλίμακας λύσεων, σχεδόν έχουν κατηγορηθεί για τσαρλατανισμό, μέχρι και τρομοκρατία μέσω της αλλαγής των καιρικών συνθηκών.

Μια από τις σημαντικότερες αντιρρήσεις στη γεωμηχανική όπως τις καταγράφει το Bloomberg είναι ακριβώς πολιτική παρά επιστημονική: «Ποιος θα έχει στα χέρια του τον θερμοστάτη;» Το ότι η λύση είναι σχετικά απλή, δεν χρειάζεται δηλαδή περίπλοκο εξοπλισμό, σημαίνει ότι μπορεί να εφαρμοστεί από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, μια εταιρεία ή ένα ή περισσότερα κράτη, ακόμα και χωρίς συνεννόηση. Θα είναι αυτό αποδεκτό; Αγνωστο για την ώρα.

Κάθε προσπάθεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερθέρμανσης τα τελευταία χρόνια σκοντάφτει περισσότερο σε πολιτικές παρά επιστημονικές διαφωνίες

Ο Κιθ είναι σαφώς υπέρ μιας μεγάλης κλίμακας προσπάθειας με παρόμοιες μεθόδους, αν και άλλοι πανεπιστημιακοί δηλώνουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί για το ενδεχόμενο επιτυχίας των μεθόδων. Εκτιμά δε ότι πολλοί επιστήμονες υπερβάλλουν για τις αρνητικές συνέπειες γιατί δεν εμπιστεύονται κυβερνήσεις αυτό το πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια τους. Ο ίδιος λέει ότι πιστεύει στη δημοκρατία, μοιράζεται πάντως τις αγωνίες τους.

«Ελπίζουμε ότι δεν θα μπουν στο πειρασμό να το κάνουν», λέει στο Bloomberg ο Κένεθ Καλντέιρα από το πανεπιστήμιο Κάρνεγκι και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι, ακόμα και αν γίνει, θα πρέπει να υπάρξει από τώρα έρευνα για τις επιπτώσεις «ώστε να μην καταστρέψει κανένας το όζον κατά λάθος.

Οι ΗΠΑ, παρά την στροφή προς μια πιο ενεργή προστασία του περιβάλλοντος όπως καταγράφηκε στη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, δεν έχουν μια κάποια δική τους πολιτική για το ζήτημα. Το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας προειδοποιεί πάντως ότι λύσεις που αποσκοπούν στην αύξηση της ανακλαστικότητας του πλανήτη «ενέχουν σημαντικούς κινδύνους και δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται για την ώρα».