Από τις 22 Μαρτίου του 2020, οπότε και απαγορεύτηκαν στην Ελλάδα ακόμη και οι άσκοπες μετακινήσεις και το 13033 μπήκε ως το απαραίτητο ψηφιακό αδειόχαρτο στη ζωή μας προκειμένου να βγούμε από το σπίτι, λίγα δεδομένα από την πανδημία έχουν δημιουργήσει τόσο έντονη διαμάχη. Ηταν όμως τελικά σωστό το lockdown;
Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας οποιασδήποτε ενέργειας για τον περιορισμό μιας πανδημίας, είτε αυτή είναι περιοριστικού τύπου, είτε φαρμακευτική παρέμβαση και εμβόλιο, θα μπορούσε να προκύψει πιο σωστά, αν είχαμε ένα υποθετικό σενάριο όπου παρέμεναν όλα τα ίδια, εκτός από την παρέμβαση που εξετάζουμε.
Αυτός είναι και ο λόγος, όπως γράφει το The Conversation, που οι κλινικές δοκιμές περιλαμβάνουν πάντα μία ομάδα ελέγχου, τα μέλη της οποίας λαμβάνουν εικονικό φάρμακο και έχουν όσα περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά γίνεται με την ομάδα που λαμβάνει το κανονικό φάρμακο. Μόνο έτσι μπορούν να συγκρίνουν τα δεδομένα.
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει με τα lockdowns και μάλιστα για πολλούς λόγους. Ο βασικός είναι ότι δεν υπάρχουν σε ολόκληρο τον πλανήτη περιοχές με τα ίδια δημογραφικά χαρακτηριστικά και έτσι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί το πείραμα. Για να διαπιστώσουν, όμως, οι επιστήμονες πόσο αποτελεσματικά είναι τα περιοριστικά μέτρα, θα πρέπει να καταφύγουν σε άλλες μεθόδους.
Τα μαθηματικά μοντέλα, για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία σεναρίων του τύπου «τι θα γινόταν εάν…», όπου η εφαρμογή διαφορετικών μέτρων ελέγχου για τη λοίμωξη Covid, προσομοιώνεται για να εκτιμηθεί τι θα λειτουργήσει καλύτερα, συγκρίνοντας ουσιαστικά την αξία του lockdown με άλλα μέτρα ή με μία τελείως ανοιχτή κοινωνία. Τέτοια μοντέλα είναι πολύ χρήσιμα και έχουν χρησιμοποιηθεί από πολλές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ωστόσο, οι τακτικές του πλήρους περιορισμού, έχουν δεχθεί έντονη κριτική, αν και τα αποτελέσματά τους εξαρτώνται άμεσα από την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία είναι δύσκολο να αποτυπωθεί με ακρίβεια στις έρευνες.
Αυτό σημαίνει ότι σε φάσεις που ήταν υποχρεωτική η παραμονή στο σπίτι, κάποιοι κατάφερναν να κυκλοφορούν χωρίς κανένα πρόβλημα ή ακόμη να διοργανώνουν και πάρτι. Αργότερα, καταγράφονταν ακόμα και πολίτες με πλαστά πιστοποιητικά νόσησης ή εμβολιασμού, οι οποίοι κυκλοφορούσαν με τα πλεονεκτήματα των εμβολιασμένων, ενώ γνώριζαν ότι είχαν υψηλότερο κίνδυνο και να μολυνθούν και να μολύνουν πιο εύκολα.
Ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο υπήρξαν διάφορες προσπάθειες, όπως η σύγκριση δεδομένων από πολιτείες στις ΗΠΑ, όπου τα μέτρα διέφεραν ως προς την αυστηρότητα, αλλά τα κοινωνικά δεδομένα ήταν παρόμοια. Βέβαια, παρόμοια δεν σημαίνει ότι οι δύο πολιτείες μπορούν να είναι άμεσα συγκρίσιμες, οπότε καταλήγουμε στο ίδιο πρόβλημα, σύμφωνα με το οποίο τα μετρήσιμα συμπεράσματα είναι σχεδόν αδύνατα.
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, πολλοί επιστήμονες έχουν κάνει έρευνες για να αναλύσουν τα αποτελέσματα των lockdowns. Αν και αποδέχονται ότι καμία μέθοδος αξιολόγησης δεν είναι τέλεια, οι περισσότερες μελέτες που έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, υποστηρίζουν ότι τα lockdowns είναι αποτελεσματικά. Επισημαίνουν βέβαια, ότι διαφορετικές ενέργειες, πέτυχαν διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικές χώρες.
Ο περιορισμός των συγκεντρώσεων, το κλείσιμο συγκεκριμένων επιχειρήσεων και των σχολείων όλων των βαθμίδων, μείωσαν αποτελεσματικά την εξάπλωση και τους θανάτους. Αυτοί οι χώροι συνδέονται με αυξημένα ποσοστά μεταδοτικότητας και λειτουργούν ως μονάδες υπερμετάδοσης, υποστηρίζει το The Conversation .
Ωστόσο, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες μελέτες, ο εγκλεισμός μας στο σπίτι μετά το πρώτο κύμα, φαίνεται να είχε μέτρια επίδραση στην επιβράδυνση της μετάδοσης του κορονοϊού. Αυτό, μπορεί να οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι έχουν ήδη περιορίσει τις δραστηριότητές τους οικειοθελώς, προτού τους ζητηθεί. Επίσης, το κλείσιμο των αεροδρομίων περιορίζει κάπως τον αντίκτυπο της νόσου, αλλά στα χερσαία σύνορα το όφελος είναι πολύ μικρότερο.
Ο κίνδυνος της καθυστέρησης
Τελικά ήταν τα lockdowns η κατάλληλη στρατηγική ή θα πρέπει στο μέλλον οι κυβερνήσεις να βασίζονται αποκλειστικά στην εθελοντική απομόνωση; Μήπως δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιοριστικά μέτρα;
Κατά την αξιολόγηση των lockdowns την άνοιξη του 2020, δηλαδή κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού, που δεν υπήρχαν ούτε εμβόλια, ούτε φάρμακα, ούτε και ήταν γνωστές άλλες μη φαρμακευτικές μέθοδοι περιορισμού της νόσου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα επιβράδυναν την εξάπλωση του κορονοϊού και έσωσαν χιλιάδες ζωές.
Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτες, την περίοδο εκείνη, οι χώρες οι οποίες εισήγαγαν άμεσα τα περιοριστικά μέτρα, όπως η Ελλάδα, είχαν λιγότερα κρούσματα και θανάτους.
Μαθήματα για το μέλλον
Ετσι, εάν στο μέλλον κληθεί η ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει μια νέα πανδημική νόσο, υπάρχουν τρία μαθήματα που θα πρέπει να θυμόμαστε.
Το πρώτο είναι η εφαρμογή των προστατευτικών μέτρων να γίνει όσο το δυνατόν νωρίτερα, ώστε να έχουμε πιο άμεσα αποτελέσματα. Επίσης, τα μέτρα θα πρέπει να είναι μαζικά και αυστηρά, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν φάρμακα ή εμβόλια, καθώς οι λιγότερο αυστηρές παρεμβάσεις, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων.
Το δεύτερο είναι ότι εάν σε μία περιοχή δεν μειώνονται τα κρούσματα, τα μέτρα θα πρέπει να συνεχίζονται. Αυτό βέβαια απαιτεί δημόσια αποδοχή και οικονομική στήριξη πολιτών και επιχειρήσεων.
Και το τρίτο είναι ότι θα πρέπει να γίνει συνδυασμός διαφορετικών τύπων περιοριστικών και προφυλακτικών μέτρων, όπως είναι η χρήση μάσκας, η κοινωνική απόσταση, και τα δωρεάν τεστ για τον εντοπισμό των κρουσμάτων, την απομόνωσή τους και την ιχνηλάτηση των επαφών τους.
Δεν υπάρχει μαγική λύση, σημειώνει το The Conversation. Κάποια μέτρα ενδέχεται να παραμείνουν ως σημαντικά, ακόμη και μετά την ανακάλυψη νέων εμβολίων, καθώς ουδείς γνωρίζει με ακρίβεια πώς εξελίσσεται ένας νέος ιός.
Σε κάθε περίπτωση, τα lockdown του 2020 έδειξαν ότι οι κοινωνίες είναι πρόθυμες και ικανές να υποστηρίξουν δραστικά μέτρα για τον έλεγχο μιας μεταδιδόμενης νόσου, εφόσον υπάρξει η ανάγκη.
Ομως τα επαναλαμβανόμενα και συνεχή lockdowns, θεωρούνται ότι δείχνουν την αποτυχία των μέτρων που έλαβε σταδιακά η κάθε κυβέρνηση για την προστασία της δημόσιας υγείας, αναφέρει το The Atlantic.
«Ενα από τα λάθη που κάναμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας φαίνεται ότι είναι και τα πολλά lockdowns που επιβάλαμε στην κοινωνία. Πρόσφατη μελέτη από το Johns Hopkins, η οποία έχει αναλύσει τα μέχρι τώρα δεδομένα, έδειξε ότι τα lockdowns συνέβαλαν στη μείωση της θνητότηταw από κορονοϊό μόλις κατά 0,2%. Οι οικονομικές όμως και οι ψυχολογικές επιπτώσεις τους ήταν ανυπολόγιστες», εξηγεί στο Protagon o Κώστας Γουργουλιάνης, καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και διευθυντής της πνευμονολογικής κλινικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας.
Ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι το lockdown είναι μία στρατηγική μόνο για τις φάσεις που δεν υπάρχουν φάρμακα και εμβόλια και είναι ιδιαίτερα επιζήμια σε μία κοινωνία που μπορεί να ακολουθήσει βασικούς κανόνες και έχει ένα καλά δομημένο σύστημα υγείας. «Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπως η Κίνα, η οποία, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο στο Nature, έχει στόχο με τα αυστηρά lockdowns να εκριζώσει τον κορονοϊό. Κάτι που είναι τελείως λάθος, καθώς Ευρώπη και ΗΠΑ που ακολούθησαν άλλες στρατηγικές, σχεδόν κοινές, έχουν μπει τώρα στη φάση της συμβίωσης με τον κορονοϊό», εξηγεί ο ίδιος.
Ετσι, αναφορικά με την τρέχουσα πανδημία και διανύοντας τον τρίτο χρόνο της, έχουμε πλέον συσσωρεύσει γνώση και εμπειρίες και οι επιστήμονες είναι σε θέση να εκτιμήσουν με ψυχραιμία τι έκαναν σωστά και τι λάθος. Μόνο που θα χρειαστούν λίγο χρόνο ακόμη, προκειμένου να οργανώσουν πλήρως και με ακρίβεια τα συμπεράσματά τους…