«Ο πύργος του Downton» απέδωσε πιστά την κατάσταση των υπηρετών στη Βρετανία των αρχών του 20ού αιώνα | Downton Abbey
Θέματα

Πόσο άλλαξε η «στολή εργασίας» των γυναικών;

Η πατριαρχία στους χώρους εργασίας είχε επιβάλει στις γυναίκες να ντύνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Παρά το γεγονός, όμως, ότι έχουμε προοδεύσει, στην πραγματικότητα η εμφάνισή τους εξακολουθεί να γίνεται αντικείμενο κριτικής
Κική Τριανταφύλλη

Η Λίντσεϊ Μπάουερ, καθηγήτρια στο Ντέβον της Αγγλίας, αγαπά τη μόδα και πιστεύει ότι έχει μεγάλη σημασία τι θα φορέσει στο σχολείο ανεξάρτητα από το αν είναι ένα φόρεμα με φανταχτερά τροπικά σχέδια ή ένα ζακετάκι με πούλιες. Μια μέρα, για παράδειγμα, που φορούσε σμαραγδί λουστρίνι παπούτσια, τη σταμάτησε στο διάδρομο μια μαθήτρια με μαθησιακές δυσκολίες, για να τη ρωτήσει από πού τα είχε αγοράσει. Κάπως έτσι άρχισαν να μιλούν και μετά από λίγο καιρό η μαθήτρια τής είπε ότι τα πήγαινε πια πολύ καλά στα Αγγλικά, γράφει το BBC*.

H Μπάουερ λέει ότι το να βρίσκεσαι σε μια τάξη με παιδιά 15 και 16 ετών είναι τρομακτική εμπειρία. Και δεν έχει άδικο, όλες οι καθηγήτριες το ξέρουν καλά αυτό. Πρέπει να χτίσεις μια σχέση με όλα τα παιδιά «και το τι φοράς είναι ένας από τους πιο γρήγορους τρόπους για να το πετύχεις», λέει, τονίζοντας ότι «οι γυναίκες δεν πρέπει να είναι αόρατες». Και τις συμβουλεύει να είναι «τολμηρές», να φοράνε χρώματα, να ξεπερνούν με θάρρος τα όρια…

Σίγουρα, το στυλ της Λίντσεϊ Μπάουερ απέχει πάρα πολύ από εκείνο των παλιών δασκάλων, όπως όμως επισημαίνει η Ελεν ΜακΚάρθι, λέκτορας της πρώιμης σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, τα ρούχα που φορούν στη δουλειά τους οι γυναίκες έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ από την εποχή που άρχισαν να δουλεύουν έξω από το σπίτι.

Σε ανδροκρατούμενους χώρους εργασίας οι γυναίκες δεν μπορούν να φορέσουν ό,τι θέλουν (photo: Shutterstock)

Στις αρχές του 1900, όταν οι γυναίκες άρχισαν να έχουν τη δυνατότητα να κρατάνε τον μισθό τους -τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο- το τι θα φορούσαν εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το είδος της δουλειάς τους. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενες σε σπίτια (η μεγαλύτερη πηγή απασχόλησης εκείνη την εποχή) είχαν ελάχιστο έλεγχο, για τη στολή τους αποφάσιζε ο εργοδότης τους ενώ στα εργοστάσια δινόταν στις εργάτριες κάποιο περιθώριο έκφρασης, εξηγεί η ΜακΚάρθι. Κάτω από την ποδιά ή τη φόρμα τους, μπορούσαν να φορέσουν μια μπλούζα με σχέδια ή πολύχρωμες κάλτσες, ακόμη, μπορούσαν να χτενίσουν τα μαλλιά τους με διαφορετικούς τρόπους. Το βασικό, όμως, είναι ότι η δουλειά τους ήταν πολύ κακοπληρωμένη.

Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ίσχυαν πολύ αυστηροί κανόνες για την ενδυμασία των γυναικών που έφτιαχναν πυρομαχικά (όπλα, πολεμοφόδια και στρατιωτικό εξοπλισμό). «Αλλά ακόμα και τότε μπορεί να έδεναν στο κεφάλι τους μια πολύχρωμη μπαντάνα ή να έβαζαν χρωματιστά κορδόνια στις μπότες τους», λέει η βρετανίδα ιστορικός, «Εκμεταλλευόντουσαν κάθε ευκαιρία για να εκφράσουν την προσωπικότητά τους και να αντισταθούν στην ομοιομορφία, που προσπαθούσε να επιβάλλει η καπιταλιστική βιομηχανία».

Μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του 1920, η γυναικεία μόδα «χαλάρωσε»:  τα φορέματα έγιναν μακρόταλα και οι ποδόγυροι κόντυναν, αλλά πολλές γυναικείες δουλειές, όπως για παράδειγμα της νοσοκόμας και της σερβιτόρας, απαιτούσαν στολή, πράγμα που απλοποιούσε μεν την επιλογή των ρούχων της δουλειάς, αλλά είχε επίσης έναν βαρύ συμβολισμό.

Σε κάποια γραφεία η στενή φούστα και τα ψηλά τακούνια είναι μέρος της «στολής εργασίας»

«Οι γυναίκες με στολή φέρουν βαρύ ψυχικό φορτίο στη βρετανική κοινωνική ιστορία», λέει η ΜακΚάρθι, «Η στολή συνδέεται με τους στρατιωτικούς, πράγμα που προκαλούσε μεγάλη ανησυχία κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων». Και θεωρήθηκε σημαντικό να διατηρηθεί η διάκριση των φύλων και η θηλυκότητα μέσα στην κοινωνική αναταραχή του πολέμου. Ρητός κώδικας δεν υπήρξε, όχι όμως και ανεπίσημοι κανόνες για το τι θα έπρεπε να φορούν οι γυναίκες στη δουλειά τους.

Τη δεκαετία του 1960, εργαζόμενες, που είχαν σταματήσει να δουλεύουν για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ήθελαν να επιστρέψουν στις εργασίες τους, και τότε οι γυναικείες οργανώσεις έθεσαν το θέμα του χρόνου και των χρημάτων που θα έπρεπε να ξοδεύουν για την εμφάνισή τους. Η προοπτική, λοιπόν, της επιβάρυνσης του οικογενειακού προϋπολογισμού με τα έξοδα μιας ιδιαίτερης γκαρνταρόμπας εργασίας καθώς και για τακτικές επισκέψεις σε αισθητικούς και κομμωτήρια, τις έκανε να σκεφτούν κατά πόσο άξιζε πραγματικά τον κόπο η επιστροφή τους στον εργασιακό χώρο.

Σήμερα, οι περισσότερες γυναίκες έχουν την ελευθερία να επιλέξουν τι θα φορέσουν στη δουλειά τους, ωστόσο εξακολουθούν να δέχονται κριτική για την εμφάνισή τους. Η Ούμα Κρέσγουελ, αντιπρόεδρος του δικτύου «City Women Network», η οποία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα -εργασιακό χώρο κατεξοχήν ανδροκρατούμενο-, υποστηρίζει ότι αν ήθελες να έχεις αξιοπιστία θα έπρεπε να ντύνεσαι με συγκεκριμένο τρόπο. Στο Σίτι του Λονδίνου επικρατούσε μια κουλτούρα διαταγών και ελέγχου και το ντύσιμο ήταν επίσημο, δεν υπήρχαν περιθώρια για casual εμφανίσεις: «Αν δεν είχα προσαρμοστεί δεν θα με έπαιρναν στα σοβαρά», λέει.

Στα εργοστάσια επέβαλαν αυστηρούς κανόνες για την εμφάνιση των εργαζόμενων

Με την εισαγωγή της ευέλικτης εργασίας και των start-ups, το ντύσιμο στους χώρους εργασίας έχει απλοποιηθεί, λέει, η Κρέσγουελ, όχι όμως και στον τραπεζικό τομέα: «Από τις γυναίκες περιμένει κανείς να ντύνονται με συγκεκριμένο τρόπο και νομίζω ότι αυτό λέει πολλά για το γεγονός ότι έχουμε προοδεύσει μεν σε κάποιο βαθμό, αλλά για κάποιους ρόλους εξακολουθούν να υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα».

Η πρώτη εντύπωση, υποστηρίζει, εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία. «Έχω προσλάβει εκατοντάδες ανθρώπους στη διάρκεια της καριέρας μου στο Σίτι», λέει η Κρέσγουελ ομολογώντας ότι «ασυνείδητα υπήρξαν προκαταλήψεις». Τα πρώτα δευτερόλεπτα κοίταζε τον άνθρωπο που είχε μπροστά της και σκεφτόταν: «Σκέφτηκες πραγματικά τι να φορέσεις; Προσπαθείς να πιάσεις δουλειά…»

Η σύμβουλος εικόνας Ιζαμπέλ Σπίαρμαν συμφωνεί ότι οι άνθρωποι κρίνουν βιαστικά τους άλλους από την εμφάνισή τους, και πιστεύει ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να το εκμεταλλευτούν αυτό. «Νομίζω ότι αν μάθεις να αγαπάς τα ρούχα που σε κάνουν να νιώθεις καλά, μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις σαν πανοπλία», λέει και προτείνει: «Μιμηθείτε κάποια που θαυμάζετε στο χώρο εργασίας σας, που σας αρέσει το στυλ της, που θέλετε τη δουλειά της, και ντυθείτε ανάλογα».

Η Μάγκνταλεν Εϊμπραχα, διευθύντρια σύνταξης σε εκδοτική εταιρεία, άρχισε να δουλεύει σε ηλικία 21 ετών, αμέσως μετά το πανεπιστήμιο, και παραδέχεται ότι αρχικά αισθάνθηκε πίεση. Επρεπε να συμμορφωθεί και να αρχίσει να φοράει χαριτωμένα flat παπούτσια, και μερικές φορές τακούνια, φούστες και φορέματα, που δεν της άρεσαν ιδιαίτερα. Μετά από δύο εβδομάδες, όμως, αποφάσισε ότι αυτός ο ενδυματολογικός κώδικας δεν της ταίριαζε και άρχισε να ντύνεται πιο άνετα, με φόρμες και κολάν. Και τότε άρχισαν τα παθητικο-επιθετικά σχόλια από τους (άρρενες) συναδέλφους της. «Λίγο πριν ξεκινήσουμε μια αρκετά σημαντική σύσκεψη κάποιος μου είπε ότι ήταν σαν να είχα έρθει με τις πιτζάμες, κάτι που ήταν αρκετά υποτιμητικό», θυμάται.

Τώρα πια, η 25χρονη Εϊμπραχα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «αν δεν νιώθω άνετα μέσα στα ρούχα μου, η δουλειά μου υποφέρει, οπότε δεν έχει νόημα. Δεν ξέρω αν είναι της γενιάς μου, απλά δεν νομίζω ότι αξίζει να συμβιβάζεται κανείς». Η Εϊμπραχα λέει ότι χρησιμοποιεί το στυλ της ως «εργαλείο ισχύος»: «Με κάνει να ξεχωρίζω περισσότερο, και να είμαι ακόμη πιο αξέχαστη όταν έχω καλές επιδόσεις».

Ειδικά σε start-ups, οι νέοι εργαζόμενοι ντύνονται πολύ πιο casual σε σχέση με άλλους εργασιακούς χώρους

Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες που δεν εργάζονται σε γραφείο, ίσως νιώθουν ότι έχουν λίγο περισσότερη ευελιξία στο πώς θα ντυθούν. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό είναι κάτι που λέγεται πιο εύκολα παρά γίνεται. Η συγγραφέας και κωμικός Βιβ Γκρόσκοπ λέει ότι μπορεί να φορέσει ό,τι θέλει, αλλά μερικές φορές επιθυμεί κάποιος να της πει τι να φορέσει, γιατί «η απόλυτη ελευθερία είναι κατά κάποιον τρόπο φυλακή»… Στο βιβλίο της «How to Own the Room: Women and the Art of Brilliant Speaking», η Γκρόσκοπ εξετάζει την έκφραση της εξουσίας και της πειθούς μέσω της επικοινωνίας. Αλλά η εντύπωση, που κάνουν τα ρούχα μας, λέει, οδηγεί σε μη λεκτική επικοινωνία και ουσιαστικά ο ήχος χαμηλώνει: «Υπάρχει μια πραγματική σύγκρουση μεταξύ του φεμινισμού και της έκφρασης της θηλυκότητας», τονίζει.

Οι ακαδημαϊκοί υιοθετούν μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση σχετικά με τη μόδα και τη σημασία της: «Αν ξοδεύεις πολύ χρόνο για περιποίηση ή έχεις επιτηδευμένη εμφάνιση, μπορεί να θεωρηθεί κάπως ύποπτο», λέει η Ελεν ΜακΚάρθι. Ακόμη, στον ακαδημαϊκό χώρο κυκλοφορεί ο όρος «glamourdemic» (από τις λέξεις glamour και academic) και «υπάρχει μια αντιπαράθεση για το αν ένα τέτοιο ντύσιμο είναι εντυπωσιακό, απελευθερωτικό, και κάνει μια γυναίκα να ξεχωρίζει ή αν αντίθετα θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της».

Βέβαια δεν βλέπει ο καθένας τόσες λεπτές αποχρώσεις και συμβολισμούς στο ντύσιμο, υποστηρίζει η ΜακΚάρθι. «Ας μην ξεχνάμε ότι πάρα πολλές γυναίκες εργάζονται σε χώρους που δεν είναι κατάλληλοι για προσωπική έκφραση», λέει, «Στην πραγματικότητα, συχνά είναι εργαζόμενες μερικής απασχόλησης, χαμηλόμισθες, σε σωματικά βαριές  δουλειές, και το τι θα φορέσουν είναι το μικρότερο από τα προβλήματά τους».

Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία, όσο επιπόλαιο και αν ακούγεται, ότι η έκφραση της μόδας και της ελευθερίας έχει προκαλέσει πολλές φεμινιστικές συγκρούσεις. «Θα μπορούσατε να υποστηρίξετε ότι ο χρόνος και τα χρήματα, που ξοδεύουμε για την εμφάνισή μας, θα μπορούσαν να δαπανηθούν για την καταπολέμηση της πατριαρχίας», επισημαίνει η ΜακΚάρθι, «Από την άλλη πλευρά, όμως, όταν πολεμάμε την πατριαρχία, το ρούχο μπορεί να είναι η ασπίδα μας».

*Το κείμενο βασίζεται σε ένα επεισόδιο της εκπομπής του BBC Woman’s Hour με τίτλο «Women’s workwear – does it matter?»