Το Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών, το περίφημο PISA, για το οποίο γίνεται πολύς λόγος αυτές τις ημέρες στη χώρα μας λόγω των απογοητευτικών αποτελεσμάτων των Ελληνόπουλων, είναι μία εκπαιδευτική έρευνα που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια με στόχο την αξιολόγηση των επιδόσεων μαθητών και μαθητριών από όλον τον κόσμο στην κατανόηση κειμένου, στις φυσικές επιστήμες και στα μαθηματικά. Συγχρόνως, όμως, μέσω της αξιολόγησης των παιδιών (ηλικίας από 15 έως 16 ετών) αξιολογούνται και τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών προέλευσής τους.
Οταν άρχισε η εφαρμογή του προγράμματος το 2000, οι αρμόδιοι φορείς ευελπιστούσαν ότι, μέσω της συγκέντρωσης πληθώρας πληροφοριών, θα μπορούσαν αρχικά να διαπιστώσουν ποια στοιχεία καθιστούν ένα εκπαιδευτικό σύστημα πιο αποδοτικό από τα άλλα και, στη συνέχεια, να πείσουν τις αρμόδιες αρχές των εκπαιδευτικών συστημάτων που υπολείπονται των κορυφαίων, να παραδειγματιστούν ώστε να βελτιωθούν οι επιδόσεις των μαθητών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ομως «τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι», αναφέρει ο έγκυρος Economist, σημειώνοντας: «Παρά το γεγονός ότι η δαπάνη ανά μαθητή στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 15%, η μέση επίδοση των μαθητών στην κατανόηση κειμένου, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες είναι ουσιαστικά η ίδια συγκριτικά με την πρώτη χρονιά διεξαγωγής των εξετάσεων. Διαλέξτε μια χώρα στην τύχη και είναι εξίσου πιθανό να χειροτέρεψε όσο και να βελτιώθηκε η μέση επίδοση».
Οπως συμβαίνει κάθε τριετία τα αποτελέσματα εμπεριέχουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Οι ήδη εξαιρετικές επιδόσεις των μαθητών της Σιγκαπούρης βελτιώθηκαν για ακόμη μια φορά. Δεν κατέχουν, ωστόσο, πλέον την πρωτιά, δεδομένου ότι τους υπερκέρασαν οι μαθητές της Κίνας. Η μέση επίδοση ενός μαθητή από το Πεκίνο ή τη Σανγκάη στα μαθηματικά ανέρχεται στις 591 μονάδες ενώ η μέση επίδοση ενός μαθητή από τις χώρες -μέλη του ΟΟΣΑ φτάνει τις 489 μονάδες (451 μονάδες είναι ο φετινός μέσος όρος των ελλήνων μαθητών στα μαθηματικά).
Αυτό σημαίνει ότι οι κινέζοι μαθητές είναι έως και τρία χρόνια μπροστά στα μαθηματικά από τους συνομηλίκους τους στις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ. Σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις τους σημείωσαν και οι μαθητές της Τουρκίας, της Πολωνίας και της Ιορδανίας. Αλλά σε κάθε βελτίωση αντιστοιχεί μια επιδείνωση με αποτέλεσμα η μέση επίδοση των μαθητών όλου του κόσμου να παραμένει στάσιμη. Γιατί;
Η απουσία συνολικής προόδου οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι «τα σχολεία ασκούν μικρότερη επιρροή στις επιδόσεις των παιδιών από όσο εκτιμάται συνήθως ενώ μεγαλύτερη είναι τελικά η επίδραση που ασκούν η κοινωνία και η κουλτούρα». Επιπρόσθετα, μετά από ένα συγκεκριμένο επίπεδο (60.000 δολάρια ανά μαθητή από την ηλικία των έξι έως την ηλικία των δεκαέξι ετών) δεν υπάρχει πια άμεση σχέση ανάμεσα στις δαπάνες για την παιδεία και την βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως έχουν εξαντληθεί τα όποια περιθώρια βελτίωσης ή ότι προγράμματα όπως το PISA δεν προσφέρουν πλέον σημαντικές πληροφορίες. Μόνο που αποδεικνύεται ότι επιμένουν να τις αγνοούν πολλοί υπουργοί Παιδείας ενώ άλλοι, παρά την πρόθεσή τους να προβούν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, επηρεάζονται από τις πιέσεις δασκάλων και καθηγητών, ακόμα και γονέων, οι προτάσεις των οποίων πολύ συχνά είναι κάθε άλλο παρά εμπεριστατωμένες.
Ο Αντρέας Σλάιχερ, επικεφαλής της διεύθυνσης Παιδείας του ΟΟΣΑ, εξοργίζεται, για παράδειγμα, με το γεγονός ότι πολλές χώρες εστίασαν και συνεχίζουν να εστιάζουν περισσότερο στη μείωση του αριθμού παιδιών ανά τμήμα παρά στην πρόσληψη και την εκπαίδευση άριστων δασκάλων και καθηγητών, παρότι τα διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι το μέγεθος των τμημάτων δεν συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση ή στην επιδείνωση των επιδόσεων των μαθητών. Το ότι οι καλοί δάσκαλοι παίζουν τον πιο καθοριστικό ρόλο το απέδειξαν φέτος οι μαθητές της Σανγκάης και της Σιγκαπούρης.