Από τα παιδικά του χρόνια θυμάται να τρέχει να προφυλαχτεί από τις βόμβες. «Πρέπει να ήμουν τεσσάρων χρονών και προσπαθούσαμε, μαζί με την οικογένειά μου, να γλιτώσουμε από τον πόλεμο. Βίωσα πολύ άσχημες καταστάσεις», αφηγείται ο Πέτερ Στάιν.
Την Κυριακή 16 Μαΐου ο κορυφαίος βερολινέζος θεατρικός σκηνοθέτης και παραγωγός ανέβηκε στη σκηνή και ως ηθοποιός – πρωταγωνιστής του μουσικού μονολόγου «Faust Fantasia», έργο με το οποίο ολοκληρώθηκε το φεστιβάλ La Forza della Poesia που πραγματοποιείται κάθε Μάιο στην κοινότητα Φρασκάτι της Ρώμης και φέτος ήταν αφιερωμένο στον Γκαίτε.
Ομως, συνομιλώντας με την Εμίλια Κοσταντίνι της Corriere della Sera, ο μεγάλος αυτός θεατράνθρωπος (ο οποίος έχει σκηνοθετήσει και τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη) αναφέρθηκε καταρχάς στον πατέρα του.
«Ηταν μηχανικός και διηύθυνε ένα εργοστάσιο παραγωγής χάλυβα, μηχανών, όπλων, αεροσκαφών, τεθωρακισμένων… δίχως εκείνον ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να αρχίσει τον πόλεμο που οδήγησε στο θάνατο 50 εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε λίγα χρόνια. Επρόκειτο για μια καταστροφή», ανέφερε.
Ο πατέρας του Στάιν δεν ήταν ναζιστής, σημείωσε ο γιος του, αλλά συνεργάστηκε μαζί τους, τουλάχιστον αρχικά. «Για εκείνον, εκείνη την περίοδο, ιδέα της πατρίδας ήταν προτεραιότητά του. Στη συνέχεια συμμετείχε σε μία αντιστασιακή οργάνωση η οποία δεν ανέπτυξε ουσιαστικά δράση. Είχα μια εξαιρετική σχέση με τη μητέρα μου, με τον πατέρα μου βρισκόμουν σε σύγκρουση. Για μένα ήταν ένοχος, όπως όλοι οι Γερμανοί, για ό,τι είχε συμβεί. Και όταν ήθελε να μου επιβάλει να σπουδάσω μηχανικός του απάντησα: εσύ άρχισες τον πόλεμο, εσύ σκότωσες έξι εκατομμύρια Εβραίους! Η εξέγερση μου ήταν ολική. Κληρονόμησα από εκείνον την μακροζωία, είμαι 84 ετών και το να ζει κανείς πάρα πολύ μου φαίνεται ανώφελο».
Εννοείται πως όταν ο νεαρός Στάιν ανακοίνωσε στον πατέρα του πως σκόπευε να αφοσιωθεί στο θέατρο, εκείνος κάθε άλλο παρά χάρηκε με την επιλογή του. «Φοβόταν πως θα πέθαινα από την πείνα, αλλά μία ημέρα συνάντησε έναν κριτικό θεάτρου διάσημο στη Γερμανία. Γκρίνιαζε για την επιλογή μου την οποία θεωρούσε χείριστη. Ο κριτικός τον ρώτησε: εσύ πόσα κερδίζεις; Ο πατέρας μου του απάντησε και εκείνος του αποκρίθηκε: ωραία, εγώ βγάζω τριπλάσια από σένα». Τελικά ο Στάιν κατέληξε να γράψει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου μεταπολεμικού γερμανικού και ευρωπαϊκού θεάτρου και να καταστεί ένας από τους κορυφαίους θεατρικούς δημιουργούς του 20ου αιώνα.
Υπενθυμίζοντας του η ιταλίδα δημοσιογράφος πως έχει τη φήμη ενός σκληρού και αυταρχικού σκηνοθέτη, εκείνος εξήγησε πως «έχω συνηθίσει να λέω αυτό που σκέφτομαι. Ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι λίγο λιγότερο ανόητος από τους ηθοποιούς, επειδή έχει πολλά να κάνει πίσω από την αυλαία. Δεν αισθάνομαι πως είμαι ένας καλλιτέχνης, δεν ξέρω να υποδύομαι, να τραγουδώ, να ζωγραφίζω… Και ως σκηνοθέτης, με το που ανοίγει η αυλαία, πρέπει να δώσω χώρο στους ηθοποιούς. Δεν πάω ποτέ στην πρεμιέρα ενός θεάματός μου, τι να πάω να κάνω;», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ρωτώντας η συνομιλήτριά του εάν θεωρεί «λίγο ανόητη» και τη σύζυγό του, την ιταλίδα ηθοποιό Μανταλένα Κρίπα, ο Στάιν απάντησε γελώντας πως «ναι, παντρεύτηκα μια ηθοποιό και είναι θαυμάσιο που είμαστε μαζί τόσα χρόνια. Με συγκινεί το γεγονός πως εκείνη, τόσο πιο νέα (κατά μία εικοσαετία) από μένα, με ανέχεται ακόμα». Οταν, όμως, την σκηνοθετεί, ο σύζυγός της είναι «περισσότερο αυστηρός μαζί της, παρά με τους άλλους».
Οσον αφορά τον Πέτερ Στάιν να σκηνοθετεί τον Πέτερ Στάιν στην παράσταση «Faust Fantasia», είπε πως «περισσότερο μου αρέσει που υποδύομαι στη γλώσσα του Γκαίτε, είναι μία πολύ ωραία εκδοχή της γερμανικής γλώσσας. Ο μουσικός μονόλογος εστιάζει στο πρώτο μέρος του έργου, στην ιστορία του Φάουστ και της Μαργαρίτας». Σύμφωνα με τον Στάιν ο Μεφιστοφελής, ο διάβολος, των καιρών μας «είμαστε όλοι εμείς, που καταστρέφουμε τη φύση και η Covid αποτελεί μία από τις πολλές συνέπειες».
Για την Ιταλία, όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια, είπε πως «από τότε που ήμουν μικρό παιδί την αισθανόμουν οικεία αλλά σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Κάποτε οι Ιταλοί ήταν φιλόξενοι, χαμογελαστοί, πλέον γκρινιάζουν συνεχώς, μοιάζουν λίγο με τους Γερμανούς».