Εάν ήταν ακόμα ζωντανός θα συμπλήρωνε ενενήντα χρόνια ζωής την 5η Ιανουαρίου. Oμως ο Ουμπέρτο Εκο εγκατέλειψε τα εγκόσμια την 19η Φεβρουαρίου του 2016 σε ηλικία 84 ετών, έχοντας, προλάβει, ωστόσο, να καταστεί ένας εκ των κορυφαίων στοχαστών του 20ου αιώνα.
«Εχω ξεκάθαρες αναμνήσεις από τις πρώτες του εξόδους στη Ρώμη, στο βιβλιοπωλείο Feltrinelli στη Via del Babuino για την ακρίβεια, το οποίο κατά τη δεκαετία του 1960 ήταν ένα ολοζώντανο κέντρο ανταλλαγής απόψεων. Οταν άρχιζε να μιλάει εκείνος ο ημιδιάσημος νεαρός με το στρογγυλό πρόσωπο, τα γυαλιά με τον βαρύ μαύρο σκελετό, την επίσης μαύρη γενειάδα, την πίπα, η προσοχή ήταν τεταμένη και επικρατούσε βαθιά σιωπή. Για έναν απλό λόγο: ο Εκο ήταν ψυχαγωγικός», γράφει ο Κοράντο Αουτζας σε άρθρο του στην La Repubblica με αφορμή την 90η επέτειο της γέννησης του Ουμπέρτο Εκο.
Με ποια έννοια, όμως, ήταν ψυχαγωγικός ο διαπρεπής ιταλός σημειολόγος, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος; Ο Αουτζας εξηγεί πως ήταν ψυχαγωγικός επειδή «κατάφερνε να ενώσει στοιχεία που κανένας ποτέ στην Ιταλία δεν είχε μπορέσει να συμβιβάσει: τον Βίτγκενσταϊν με τον Μίκι Μάους, τον Αριστοτέλη με την Κοκκινοσκουφίτσα ή τον μανδραγόρα. Είχε διαβάσει τους ρώσους στρουκτουραλιστές και τη “Μυθολογία” του Ρολάν Μπαρτ όταν στην Ιταλία τους γνώριζαν ακόμη ελάχιστοι».
Σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο αυτό που μας έμαθε κυρίως ο Εκο μέσω της διδασκαλίας και των έργων του είναι ότι «η κουλτούρα δεν είναι υψηλού ή χαμηλού επιπέδου, παρά μόνο καλή ή κακή». Σχετικά με τη μουσική, για παράδειγμα, όταν το 1965 οι Beatles επισκέφτηκαν τη Ρώμη στο πλαίσιο της μοναδικής τους τουρνέ στην Ιταλία, ο Εκο ήταν από τους πρώτους που δήλωσαν πως μεταξύ της μουσικής των «Σκαθαριών» και του Μότσαρτ η μοναδική διαφορά αφορούσε τους χρόνους και τους τρόπους, όχι την ποιότητα.
Ωστόσο αυτή η διεύρυνση της έννοιας της κουλτούρας κόστισε στον Εκο. Στον ακαδημαϊκό τομέα, για παράδειγμα, «οι παλιοί καθηγητές, μεταξύ δυσπιστίας και απογοήτευσης (χωρίς να αποκλείεται και λίγος φθόνος), απέρριψαν τον σχεδόν παιχνιδιάρικο τόνο με τον οποίο ανακάτευε, στις ατελείωτες γνώσεις του, εκείνος ο παράξενος μελετητής, το ευγενές και το ευτελές, την καλλιέργεια και τη λαϊκότητα, την κλασική λογοτεχνία και αστυνομικά μυθιστορήματα», γράφει ο Αουτζας.
Ομως ο Εκο δεν πτοήθηκε από αυτήν την απόρριψη. Αντιθέτως προώθησε την ίδρυση (το 1971) στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια ενός Τμήματος Τεχνών, Μουσικής και Θεάματος (DAMS) ενώ μετά από μία τετραετία, έχοντας λάβει τον απαραίτητο τίτλο, άρχισε να διδάσκει μια νέα επιστήμη, τη σημειολογία.
Οσον αφορά την παγκόσμια επιτυχία που σημείωσε το 1980 «Το Ονομα του Ρόδου», το πρώτο μυθιστόρημά του, ήταν αναπάντεχη ακόμα και για τον ίδιο τον συγγραφέα του. «Παρωδώντας τον Κόναν Ντόιλ (“Το Σκυλί των Μπάσκερβιλ”), προσαρμόζοντας τις τεχνικές του ιδιοφυούς Σέρλοκ Χολμς στις εικασίες των σχολαστικών, εμπνεόμενος τον τίτλο του μυθιστορήματος από μια στροφή της Γερτρούδης Στάιν, ο Εκο ήθελε απλώς να δώσει ζωή σε μια από τις “ψυχαγωγίες” του. Αντιθέτως το μυθιστόρημα εξερράγη στον κόσμο, ωθώντας τον σε άλλες, περισσότερο ή λιγότερο, επιτυχημένες αφηγηματικές δοκιμασίες», συνοψίζει ο Κοράντο Αουτζας στο κείμενό του.
«Historia magistra vitae»
Για να αποτίσει φόρο τιμής στον πρωτοπόρο διανοητή η La Repubblica επέλεξε να αναδημοσιεύσει τον λόγο που εκφώνησε ο Εκο στην ολομέλεια του ΟΗΕ τον Οκτώβριο του 2013, όσον αφορά τη σημασία της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης.
«Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ενδιαφέρονται κυρίως για το παρόν. Παρατηρείται όλο και πιο συχνά στην Ιταλία οι νέοι (περιλαμβανομένων και πολλών φοιτητών), όταν ερωτώνται για γεγονότα που αφορούν, ας πούμε, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, να μην ξέρουν πώς να ορίσουν ιστορικά πρόσωπα όπως ο (στρατάρχης) Μπαντόλιο, ο Τσόρτσιλ ή ο Ρούσβελτ – ή πιστεύουν ότι ο Αλντο Μόρο ήταν ο αρχηγός των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ακόμη χειρότερα, δεν μπορούν να αφηγηθούν κάτι συγκεκριμένο για γεγονότα που έλαβαν χώρα δέκα χρόνια πριν από τη γέννησή τους», είχε αναφέρει καταρχάς ο Εκο.
«Δυστυχώς, μια τέτοια απώλεια μνήμης παρατηρείται και στον κόσμο των λογίων. Αν συμβουλευτώ ένα αμερικανικό κείμενο που δημοσιεύτηκε σήμερα για ένα εξειδικευμένο θέμα, μπορώ να διαπιστώσω ότι η βιβλιογραφία δεν υπερβαίνει τη δεκαετία του 1980, και αυτό μπορεί να είναι κατανοητό για ορισμένες επιστήμες σε πορεία ανάπτυξης, για παράδειγμα εκείνες που ασχολούνται με το μποζόνιο Higgs, αλλά είναι περίεργο όταν πρόκειται για ανθρωπιστικές επιστήμες. Θυμάμαι να έχω δει ένα βιβλίο φιλοσοφίας που σε κάποιο σημείο αναφερόταν σε μια ιδέα του Καντ με την υποσημείωση «Βλέπε Μπράουν, 1982»: Τα κείμενα του Καντ θεωρούνταν πολύ παλιά ακόμη και για να συμπεριληφθούν σε υποσημειώσεις. Σε πολλά έγγραφα που είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο δεν υπάρχει μια ημερομηνία αναφοράς, ενώ θα ήταν σημαντικό να γνωρίζουμε εάν συντάχτηκαν το 2009, το 2010 ή το 2012: οποιοδήποτε χρονικό βάθος έχει χαθεί. Ενας μύθος λέει ότι στην εξώπορτα ενός διάσημου αμερικανικού Τμήματος Φιλοσοφίας κρεμόταν μια πινακίδα με την επιγραφή “Απαγορεύεται η είσοδος σε ιστορικούς της φιλοσοφίας”», συμπλήρωσε ο Εκο.
Η λογική των Στωικών
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε μια συνομιλία του με έναν φίλο του, φιλόσοφο, που τον είχε ρωτήσει «γιατί να γνωρίζουμε τη λογική των Στωικών, εάν η τυπική λογική έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο από την εποχή τους μέχρι σήμερα και είναι πιο αποτελεσματική η μελέτη ενός σύγχρονου εγχειριδίου παρά η ιστορική αναδρομή».
Ο Εκο του απάντησε τα εξής: Πρώτον, «εάν οι Στωικοί έκαναν λάθος, είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία των λαθών του παρελθόντος για να τα αποφύγουμε και ότι για να κατανοήσουμε τον Κοπέρνικο είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε γιατί ο Πτολεμαίος έκανε λάθος, αφού ο Κοπέρνικος δεν άρχισε από το μηδέν, αλλά ξεκίνησε κρίνοντας τις ιδέες του Πτολεμαίου».
Δεύτερον, «το να μην αγνοούμε την ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, ή οποιουδήποτε άλλου κλάδου, μπορεί να μας βοηθήσει να μην εφεύρουμε το ζεστό νερό (όπως λέμε στην Ιταλία), και υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι μελετητές που σπαταλούν τη νοημοσύνη τους για να ανακαλύψουν εκ νέου ιδέες που είχαν έχει ήδη εκφραστεί πολύ καθαρά από τους αρχαίους στοχαστές».
Τρίτον, «το παλιό ρητό “historia magistra vitae” («η ιστορία είναι δάσκαλος της ζωής») είναι πιο ουσιώδες από όσο πιστεύεται συνήθως, γιατί, εάν ο Χίτλερ είχε διαβάσει κάτι για τον Ναπολέοντα (ή τουλάχιστον το “Πόλεμος και την Ειρήνη” του Τολστόι), θα είχε καταλάβει ότι είναι μάλλον δύσκολο για έναν στρατό να φτάσει στη Μόσχα πριν φτάσει ο χειμώνας – και εάν ο Μπους είχε διαβάσει τεκμηριωμένες ιστορικές αναφορές όσον αφορά τις προσπάθειες των Bρετανών και των Ρώσων να κερδίσουν έναν πόλεμο στο Αφγανιστάν τον 19ο αιώνα, θα υποψιαζόταν ότι αυτή η χώρα έχει πολλά γεωγραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που καθιστούν πολύ δύσκολη την υποταγή της».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Ουμπέρτο Εκο υπενθύμισε πως «το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι κανένας πολιτισμός (με την ανθρωπολογική έννοια της λέξης, νοούμενος ως σύστημα επιστημονικών και καλλιτεχνικών ιδεών, μύθων, θρησκειών, αξιών και καθημερινών συνηθειών) δεν μπορεί να υπάρξει και να επιβιώσει χωρίς συλλογική μνήμη. Οι κοινωνίες βασίζονταν πάντα στη μνήμη για να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, κάνοντας την αρχή με τον γέροντα που, καθισμένος κάτω από ένα δέντρο, έλεγε ιστορίες για την εκμετάλλευση των προγόνων του και τον ιδρυτικό μύθο της φυλής. Και όταν κάποια πράξη λογοκρισίας εξαφανίζει ένα μέρος της μνήμης μιας κοινωνίας, αυτή η κοινωνία περνάει μια κρίση ταυτότητας».