Από αριστερά: Ειρήνη Παπά, Τζέιμς Ντάρεν, Aντονι Κουέιλ (1913-1989), Ντέιβιντ Νίβεν (1910-1983), Γκρέγκορι Πεκ (1916-2003), Αντονι Κουίν (1915-2001), Στάνλεϊ Μπέικερ (1928-1976) και Τζία Σκάλα | Getty Images
Θέματα

Οταν «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» δόνησαν τους κινηματογράφους

Πριν από 60 χρόνια η μυθική πολεμική ταινία που γυρίστηκε στη Ρόδο έθεσε νέα στάνταρ με τα σπέσιαλ εφέ της, τη συμμετοχή μεγάλων σταρ σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και τις πολύ επικίνδυνες σκηνές που κόντεψαν να στοιχίσουν τη ζωή κάποιων ηθοποιών
Protagon Team

Το 1961, λίγες ημέρες πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα της περιπέτειας του Τζ. Λι Τόμπσον «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε», ο Ντέιβιντ Νίβεν μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο Guy’s του Λονδίνου σε κρίσιμη κατάσταση εξαιτίας σηψαιμίας. Οπως έγραψε ο μεγάλος ηθοποιός στα απομνημονεύματά του ήταν «οι δύσκολοι καιροί πριν από την αντιβίωση».

Το καστ των ηθοποιών απαρτιζόταν από μεγάλους σταρ της εποχής, όπως οι Αντονι Κουίν, Γκρέγκορι Πεκ, Ντέιβιντ Νίβεν, Στάνλεϊ Μπέικερ, Τζέιμς Ντάρεν και Αντονι Κουέιλ, οι οποίοι βίωσαν πολλές κακουχίες παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, ειδικά στα γυρίσματα της καταιγίδας και του ναυαγίου στα βράχια του Ναβαρόνε.

Εξήντα χρόνια αργότερα, γράφει ο Τομ Φόρντι στην βρετανική Telegraph, το θέαμα που προσφέρουν «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» παραμένει εντυπωσιακό και καμιά ταινία της Marvel με υπερήρωες και οπτικά εφέ φτιαγμένα στον υπολογιστή δεν έχει καταφέρει να το ξεπεράσει.

Στα βρετανικά στούντιο Shepperdon κατασκευάστηκε ένα αντίγραφο παραδοσιακού ελληνικού ψαροκάικου, που  ανυψωνόταν υδραυλικά μέσα σε μια πισίνα 60μ Χ 60μ, γεμισμένη με 23.000 λίτρα νερό. Και οι ηθοποιοί χτυπιόντουσαν από νερά που τους ερχόντουσαν από παντού. Εύκαμπτοι σωλήνες έριχναν νερό σε κινητήρες αεροπλάνων, που το εκτόξευαν στους ηθοποιούς, άλλο νερό έπεφτε επάνω τους από ψηλά, από δεξαμενές, ενώ κινητήρες δημιουργούσαν ανέμους που τους σφυροκοπούσαν: «Δεν υπάρχει κάτι ψεύτικο όσον αφορά τις καταιγίδες», είχε δηλώσει ο σεναριογράφος και παραγωγός της ταινίας Καρλ Φόρμαν.

Ο Γκρέγκορι Πεκ, ο οποίος λίγα χρόνια πριν είχε παίξει τον κάπτεν Αχάμπ στο Μπόμπι Ντικ, γλίστρησε και έπεσε στο νερό, και ευτυχώς δεν συνεθλίβη γιατί το υδραυλικό σύστημα δεν λειτουργούσε εκείνη τη στιγμή. Ενα δημοσίευμα του Cosmopolitan εκείνη την εποχή περιγράφει το «μακελειό» ως εξής: «Ο Πεκ είχε στο μέτωπο ένα χτύπημα 8 εκατοστών, ο Κουίν και ο Νίβεν έπαθαν κάκωση στην σπονδυλική στήλη, ο Μπέικερ έπαθε κράμπα στον λαιμό και ο Ντάρεν παραλίγο να πνιγεί όταν χτυπήθηκε από ένα κύμα».

Ο Νίβεν έπαθε την παρ’ ολίγον μοιραία μόλυνση σε μια από τις τελευταίες σκηνές, ενώ τοποθετούσε εκρηκτικά για την ανατίναξη των κανονιών, χωμένος μέχρι το στήθος μέσα σε βρώμικα νερά, οπότε μολύνθηκε ένα κόψιμο, που είχε στα χείλη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας είπε μάλιστα αργότερα ότι παραλίγο να διακοπούν οριστικά τα γυρίσματα όταν ο Νίβεν πήγε στο νοσοκομείο: «Επρεπε να αποφασίσουμε αν θα εγκαταλείψουμε την ιδέα της ταινίας, γιατί είχαμε να κάνουμε ακόμη μερικές σημαντικές σκηνές με τον Νίβεν – και να εισπράξουμε την ασφάλεια», είπε ο Τζ. Λι Τόμσον το 2000.

Η αφίσα της ταινίας «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε»

Δεν χρειάστηκε. Ο Ντέιβιντ Νίβεν, μπουκωμένος με φάρμακα και αγνοώντας τις οδηγίες των γιατρών του, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να τελειώσει την αποστολή του. Και η ταινία, ένα έπος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που προβάλλεται και πάλι τώρα σε μια νέα επετειακή έκδοση 4K Blue Ray, σάρωσε τα βραβεία με έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ: κέρδισε το Οσκαρ καλύτερων Ειδικών Εφέ, και τις Χρυσές Σφαίρες Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Καλύτερου Σεναρίου, και παραμένει μια από τις μεγαλύτερες ασκήσεις του Χόλιγουντ για το δέσιμο των ανδρών σε ακραίες συνθήκες.

Σύμφωνα με τον Στίβεν Τζ. Ρούμπιν, ιστορικό του κινηματογράφου και συγγραφέα του βιβλίου «Combat Films, Films About Second World War», οι πολεμικές ταινίες αναδείχτηκαν σε «καυτό εμπόρευμα του Χόλιγουντ», το 1949 όταν γυρίστηκαν τα φιλμ «Ατσαλένιοι Αετοί», επίσης με τον Γκρέγκορι Πεκ, «Battleground» για τη Μάχη των Αρδενών, και «Στις Αμμους της Ιβο Τζίμα» με τον Τζον Γουέιν, όλα της ίδιας χρονιάς. Αλλά ο κύκλος των μεγάλων επικών ταινιών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε το 1957 με τη «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι», ακολούθησαν το 1961 τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και έναν χρόνο αργότερα «Η Πιο Μεγάλη Ημέρα του Πολέμου» (1962) και «Η Μεγάλη Απόδραση».

«Συνέπεσαν με την έλευση της τηλεόρασης», εξηγεί ο Ρούμπιν, «τα στούντιο πολεμούσαν να κρατήσουν το κοινό τους στα σινεμά καθώς οι θεατές έβλεπαν πλέον τηλεόραση» και ο μόνος τρόπος για να το πετύχουν ήταν οι ταινίες-μαμούθ με τεράστιο προϋπολογισμό.

Η Ειρήνη Παπά, λυπημένη, σε μια σκηνή  της ταινίας, το 1961 (Columbia Pictures/Getty Images)

Ο Καρλ Φόρμαν είχε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του πολεμικού έπους στο σινεμά. Είχε γράψει το σενάριο της «Γέφυρας του Ποταμού Κβάι», αλλά ανυπόγραφα, καθώς το όνομά του είχε συμπεριληφθεί στη «μαύρη λίστα», η οποία κυκλοφορούσε στο Χόλιγουντ με καλλιτέχνες που θεωρούνταν μέλη ή επιρροές του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποκλείοντάς τους από την εργασία. Για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία.

Ο Φόρμαν δεν ενδιαφερόταν να γράψει το σενάριο ακόμη μιας πολεμικής ταινίας, γιατί όπως είχε πει τον ενδιέφεραν μόνο οι ταινίες που είχαν κάτι να πουν πολιτικά. Αρχικά, λοιπόν αρνήθηκε όταν το αφεντικό της Columbia του πρότεινε τα «Κανόνια του Ναβαρόνε». «Ηταν μεγάλος αντιπολεμιστής», λέει ο Ρούμπιν. «Το στιλ της γραφής του περικλείεται στη φράση “δεν υπάρχει δόξα στον πόλεμο”. Τον θυμάμαι να μου λέει “Δεν είναι μια ιστορία για θεούς και ημίθεους αλλά για απλούς ανθρώπους”. Νομίζω ότι αυτό που προσπαθούσε να πει ήταν ότι ο πόλεμος κάνει τους απλούς ανθρώπους να κάνουν εξαιρετικές πράξεις. Νομίζω ότι ήταν γοητευμένος με το πώς οι άνθρωποι στέκονται στο ύψος των περιστάσεων σε μια κατάσταση πολέμου και με το πώς οι άμαχοι γίνονται επιτυχημένοι μαχητές». Το σενάριο βασίζεται στη νουβέλα του σκωτσέζου συγγραφέα Αλιστερ ΜακΛιν, που κυκλοφόρησε το 1957, περιγράφοντας την προσπάθεια των συμμαχικών δυνάμεων να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα μετά την παράδοση τη Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943.

Η βασίλισσα Φρειδερίκη με τον Καρλ Φόρμαν (στο κέντρο) κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας (RDB/ullstein bild via Getty Images)

Στο βιβλίο όλοι οι πρωταγωνιστές είναι άνδρες, ωστόσο ο Φόρμαν άλλαξε δύο χαρακτήρες, προσθέτοντας δύο γυναίκες  της ελληνικής Αντίστασης, τις οποίες υποδύονται η Ειρήνη Παππά και η Τζία Σκάλα, ώστε η ταινία να προσελκύσει και γυναικείο κοινό. Αρχικά τα γυρίσματα επρόκειτο να γίνουν στην Κύπρο αλλά η πολιτική κατάσταση στο νησί ήταν έκρυθμη, έτσι προτιμήθηκε η Ρόδος και ο Φόρμαν απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή για βοήθεια. Η Ελλάδα πρόσφερε 1.000 στρατιώτες ως κομπάρσους, αλλά για να μπορέσουν να αποβιβαστούν στο νησί έπρεπε να γίνουν ειδικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, δεδομένου ότι η Ρόδος θεωρούνταν αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη.

Ο Γκρέγκορι Πεκ ως λοχαγός Κιθ Μάλορι, εδώ μεταμφιεσμένος σε γερμανό αξιωματικό (John Springer Collection/CORBIS/Corbis via Getty Images)

Ο Φόρμαν κατάφερε να πείσει τις Αρχές ακόμα και να να αφαιρέσουν σκαλωσιές από την Ακρόπολη της Λίνδου, όπου γυρίστηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα πλάνα της ταινίας. Ο ελληνικός στρατός προμήθευσε εξειδικευμένα ορειβατικά σώματα, αντιτορπιλικά, αεροπλάνα, ελικόπτερα, τεθωρακισμένα οχήματα, τανκς, οβίδες, όλμους και πολυβόλα, ενώ χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ένα εγκαταλειμμένο γερμανικό φρούριο.

Ο Αλεξάντερ Μακέντρικ, ο οποίος είχε αρχικά επιλεγεί για την σκηνοθεσία της ταινίας απομακρύνθηκε (μάλλον γιατί η οπτική του δεν ταίριαζε με αυτό που είχε στο μυαλό του ο Φόρμαν) και την ανέλαβε ο Τόμσον λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Ενταση και αντιπαλότητες για την πρωτιά υπήρχαν και μεταξύ των Πεκ, Κουίν και Νίβεν, που έριχναν εχθρικές ματιές ο ένας στον άλλο, αλλά ο Τόμπσον κατάφερε κατάφερε να βάλει στην άκρη το εγώ τους αποφεύγοντας τα κοντινά πλάνα.

Ο Γκρέγκορι Πεκ υποδύεται τον Κιθ Μάλορι, βρετανό λοχαγό και έμπειρο ορειβάτη,  ο Αντονι Κουίν τον έλληνα συνταγματάρχη και μέλος της Εθνικής Αντίστασης Αντρέα Σταύρου, ο Ντέιβιντ Νίβεν τον ειδικό στα εκρηκτικά δεκανέα Τζον Μίλερ. Ο Στάνλεϊ Μπέικερ είναι ο έμπειρος καταδρομέας Μπούτσερ Μπράουν, ο Τζέιμς Ντάρεν είναι ο Ελληνοαμερικανός με καταγωγή από το Ναβαρόνε Σπύρος Παπαδήμος και ο Αντονι Κουέιλ, ο επικεφαλής της ομάδας ταγματάρχης Ρόι Φράνκλιν, που η πραγματική ειδικότητά του είναι ότι είναι τυχερός…

Ο Αντονι Κουίν κοιτάζει ένα σχέδιο με τον Γκρέγκορι Πεκ σε μια σκηνή από την ταινία (Columbia Pictures/Getty Images)

Η ταινία ξεκινά με φαλλοκρατικές αντιπαραθέσεις και εγωισμούς αλλά καταλήγει σε έναν βαθύ δεσμό των ηρώων. Αισθητή εξάλλου είναι και η σεξουαλική ένταση ανάμεσά τους. Ο Φόρμαν παραδέχτηκε ότι ο ομοερωτισμός του φιλμ ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και ο Πεκ παρατήρησε τη δυναμική του: «Ο Ντέιβιντ Νίβεν αγαπάει πραγματικά τον Τόνι Κουέιλ και ο Γκρέγκορι Πεκ τον Αντονι Κουίν. Ο Κουέιλ σπάει το πόδι του και πάει στο νοσοκομείο. Ο Κουίν ερωτεύεται την Ειρήνη Παππά και οι Νίβεν και Πεκ αρπάζονται σε επιθετικά ριμπάουντ και έκτοτε ζουν ευτυχισμένοι μαζί»

Οποιες εντάσεις και αν υπήρχαν στο παρασκήνιο, το κλίμα άλλαζε αμέσως μόλις ο Αντονι Κουίν έβγαζε το σκάκι του και οι ηθοποιοί και τα μέλη του συνεργείου άρχιζαν να παίζουν φανατικά. Ο Τόμσον θυμόταν ότι ο Πεκ ήταν πολύ ανταγωνιστικός αλλά άρχισε να βελτιώνεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και ο Κουίν κέρδιζε τα περισσότερα παιχνίδια. Ωστόσο βρήκε τον δάσκαλό του όταν εμφανίστηκε στο πλατό ο 14χρονος γιος του Ντέιβιντ Νίβεν, και τους νίκησε όλους θριαμβευτικά.

Τα γυρίσματα στη Ρόδο έκαναν πάταγο, μάλιστα κάποια στιγμή εμφανίστηκαν στο νησί ο βασιλιάς Παύλος και η βασίλισσα Φρειδερίκη της Ελλάδας μαζί με άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Κάποιοι, μάλιστα, θέλησαν να συμμετάσχουν στην ταινία, οπότε προστέθηκαν στους κομπάρσους, που έπαιζαν σε μια από τις καλύτερες σκηνές, όπου η ομάδα παρευρίσκεται σε έναν τοπικό γάμο.

Το τέλος της ταινίας ήταν μεγαλειώδες με τον Μίλερ (Ντέιβιντ Νίβεν) να πυροδοτεί εκρηκτικά από ασφαλή απόσταση και τα κανόνια να καταστρέφονται ολοσχερώς, επιτρέποντας στις  συμμαχικές δυνάμεις να καταλάβουν ολόκληρο το νησί και να το απελευθερώσουν από τους Γερμανούς. Τα εφέ ήταν συγκλονιστικά, χάρισαν στην ταινία ένα Οσκαρ που δικαίως θεωρείται πλέον προπομπός των ταινιών της Marvel.