Ο Τζον ΜακΕνρο επιτίθεται στον διαιτητή. Οι βρισιές του ακούστηκαν σε όλον τον κόσμο. | Getty Imagse/Pascal Rondeau/Allsport
Θέματα

Οταν ο Τζον ΜάκΕνρο… πήρε αποβολή στο τένις

Μια μέρα σαν τη σημερινή (21 Ιανουαρίου) το 1990, ο νεοϋορκέζος θρύλος του τένις έγινε ο πρώτος παίκτης που αποβλήθηκε από Γκραν-Σλαμ τουρνουά (το Αυστραλιανό Οπεν) για ανάρμοστη συμπεριφορά. Είναι απίστευτο, το πώς αυτός ο άνθρωπος που «έπαιρνε φωτιά» με το παραμικρό, κατάφερε να αφήσει εποχή στο κατ' εξοχήν άθλημα της αυτοκυριαρχίας και της ευγένειας
Protagon Team

Θεωρείται ως το σπορ της αριστοκρατίας. Με το ενδυματολογικό του πρωτόκολλο, τη χλιδάτη ιεροτελεστία και τους αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς. Για αγόρια και κορίτσια με… γαλλικά και πιάνο. Προπάντων, με καλούς τρόπους. Είναι «σοφιστικέ». Αλλά δεν παύει να είναι άθλημα. Με την αδρεναλίνη του, τις αντιπαλότητες και τις ντροπιαστικές του στιγμές. Τα «κακά παιδιά», ποτέ δεν έλειψαν από το τένις. Τέτοια ήταν, ο Πάντσο Γκονζάλες στα ’50s, ο Τσακ ΜακΚίνλεϊ στα ’60s, ο Ιλιε Ναστάζε στα ’70s, ο Τζίμι Κόνορς, ή ο Αντρέ Αγκάσι αργότερα. Τέτοιο είναι, σήμερα, ο Νικ Κύργιος. Μα κανείς δεν «έβγαλε τη γλώσσα» στον βαρετό καθωσπρεπισμό των κορτ περισσότερο από τον Τζον ΜάκΕνρο.

Μια μέρα σαν τη σημερινή (21 Ιανουαρίου) το 1990, ο νεοϋορκέζος θρύλος του τένις έγινε ο πρώτος παίκτης στην open era (από το 1968) που αποβλήθηκε από Γκραν Σλαμ για ανάρμοστη συμπεριφορά. Στον 4ο γύρο του Αυστραλιανού Οπεν, στη Μελβούρνη, αντιμετώπιζε τον Σουηδό Μίκαελ Πέρνφορς. Στη διάρκεια του 7ου γκέιμ του τέταρτου σετ, και ενώ βρισκόταν μπροστά στο σκορ, μία απόφαση του διαιτητή, Τζέρι Αρμστρονγκ, τον έκανε έξω φρενών. Αρχικά ο ΜάκΕνρο πλησίασε μία επόπτρια, κοιτώντας την επίμονα και χτυπώντας ένα μπαλάκι στη ρακέτα του. Επειτα έσπασε τη ρακέτα του και, στο τέλος, εξύβρισε τον διαιτητή, ζητώντας την παρέμβαση του αρχιπαρατηρητή, Κεν Φαράρ, και του διευθυντή του τουρνουά.

Οι ύβρεις του ακούγονταν ξεκάθαρα στις εξέδρες των θεατών, αλλά έφτασαν και σε κάθε σπίτι που παρακολουθούσε τον αγώνα από την TV. Ο Φαράρ κατέβηκε στον αγωνιστικό χώρο, και παρότρυνε τον διαιτητή να καταλογίσει στον αθλητή το τρίτο (και… φαρμακερό) «code violation». Τρεις συστάσεις σήμαιναν, τότε, αποβολή από το τουρνουά. Το ματς κατακυρώθηκε υπέρ του Σουηδού, ενώ ο ΜάκΕνρο είχε μείνει με τα χέρια στα γόνατα, έκπληκτος, εν μέσω αποθέωσης από 15.000 θεατές. Στα 31 του αναζητούσε τον πρώτο του major τίτλο μετά το 1984, όμως δεν ήταν το άγχος η αιτία εκείνης της αλησμόνητης «έκρηξής» του. Ο οξύθυμος χαρακτήρας του ήταν, ήδη, παροιμιώδης.

Η μυθική του καριέρα ήταν επεισοδιακή από τα πρώτα της, κιόλας, βήματα. Τις περισσότερες φορές πήγαινε γυρεύοντας για φασαρίες, με τα καμώματά του, όμως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις δεν έφταιγε. Οπως τη μέρα που κέρδισε το πρώτο του Γκραν-Σλαμ τρόπαιο, το 1979: το Αμερικανικό Οπεν. Στο Φόρεστ Χιλς, κοντά στη γειτονιά που μεγάλωσε, έπαιξε στον τελικό με αντίπαλο τον παιδικό του φίλο, Βίτας Γκερουλάιτις. Ο ΜάκΕνρο κέρδισε, όμως το κοινό τον αποδοκίμασε αγρίως. Το ίδιο και τον φιναλίστ. Οι θεατές ήθελαν να παρακολουθήσουν μια αναμέτρηση του Μποργκ με τον Κόνορς, όμως οι δύο φίλοι τους είχαν αποκλείσει στους ημιτελικούς. «Ντροπή σας», φώναξε ο ΜάκΕνρο με όλη του τη δύναμη. «Ποτέ δεν θα ξαναδείτε στον τελικό δύο παιδιά από το Κουΐνς».

Οι δύο «κολλητοί» ήταν από τους πιο τακτικούς θαμώνες των κακόφημων κλαμπ της Νέας Υόρκης, ιδίως του Studio 54 και του Xenon. Ποτέ δεν έκρυψαν ότι έκαναν και χρήση ουσιών. Ο Γκερουλάιτις, μάλιστα, όταν αγωνιζόταν είχε περασμένο στο λαιμό του το χρυσό ξυράφι που χρησιμοποιούσε για να κάνει χρήση κοκαΐνης. «Εφυγε» από τη ζωή το 1994, αφήνοντας την τελευταία πνοή του στα χέρια του ΜάκEνρο.

Ο κόσμος του τένις γνώρισε το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του ΜάκEνρο το 1981 στο Λονδίνο. Στα 22 του ήταν η ανερχόμενη δύναμη του αθλήματος, και το επιβεβαίωσε νικώντας στον τελικό του Γουίμπλεντον τον Μπγιόρν Μποργκ, ο οποίος «έτρεχε» ένα σερί 41 αγώνων χωρίς ήττα. Σε εκείνο το τουρνουά, λοιπόν, στο παιχνίδι του με τον Τομ Γκούλιξον, μια απόφαση του επόπτη πυροδότησε την οργή του, και τον έκανε να εκστομίσει για πρώτη φορά, ουρλιάζοντας, την περίφημη φράση του «you cannot be serious» (δεν μπορεί να το λες σοβαρά), που επαναλάμβανε ξανά και ξανά τα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιήθηκε σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, και έγινε ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του. Οι Αγγλοι δεν του συγχώρεσαν αυτή του την απρέπεια. Το «All England Club» δεν τον δέχτηκε ως μέλος του – δεν του επέτρεψαν, καν, να παραστεί στο δείπνο προς τιμήν των νικητών.

Τρία χρόνια αργότερα στον τελικό του Ρολάν Γκαρός (το μόνο major τουρνουά που δεν κατόρθωσε να κατακτήσει στην καριέρα του) αντιμετώπισε τον Ιβάν Λεντλ. Ο Τσέχος είχε τη «ρετσινιά» του loser, ενώ ο ΜάκEνρο ζούσε την καλύτερή του χρονιά στα κορτ (την ολοκλήρωσε με 82-3 νίκες/ήττες, κερδίζοντας 13 τίτλους). Είχε πάρει τα δύο πρώτα σετ, και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να τον σταματήσει. Τίποτα, εκτός από τα νεύρα του. Αυτή τη φορά του έφταιγε ένας εικονολήπτης. Θεώρησε ότι ο ήχος που ακουγόταν από τα ακουστικά του, του αποσπούσε την προσοχή από το παιχνίδι. Ετρεξε κατά πάνω του να του τα βγάλει από τα αυτιά. Υστερα από λίγα λεπτά ηρέμησε, όμως η συγκέντρωσή του είχε χαθεί. Ο Λεντλ τον νίκησε, τον έριξε από το Νο 1 της κατάταξης, και άρχισε να γράφει τη δική του ιστορία στο σπορ. Ο ΜάκEνρο έφυγε από το πόντιουμ, ενώ ένα ολόκληρο γήπεδο τον αποδοκίμαζε, σε ένα σκηνικό πρωτοφανές για το τένις.

Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς (1984), στο Οπεν της Σουηδίας, συνέβη κάτι που ο ίδιος περιέγραψε ως το μοναδικό πράγμα στην καριέρα του, για το οποίο ντρέπεται: «Ο διαιτητής έκανε μια υπόδειξη, που δεν μου έμοιαζε σωστή. Τρελάθηκα. Τον αποκάλεσα ηλίθιο. Πέταξα με δύναμη ένα μπαλάκι προς την εξέδρα, εκείνο χτύπησε ένα κουτάκι αναψυκτικό, και το περιεχόμενό του έλουσε τον βασιλιά της Σουηδίας που καθόταν στην πρώτη σειρά».

Περιέργως, τον Μποργκ, με τον οποίον είχαν ιστορική αντιπαλότητα, τον σεβόταν. Αντιπαθούσε βαθιά τον Κόνορς (στη διάρκεια ενός αγώνα φώναξε στη μητέρα του, Γκλόρια, να το βουλώσει) και τον Λεντλ. Αυτός του έδωσε το παρατσούκλι «παγομηχανή». Παραδεχόταν την κυκλοθυμία του και την απέδιδε στο ιρλανδικό αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. Ηταν έτοιμος να καυγαδίσει με οποιονδήποτε: διαιτητή, αντίπαλο, μπολ-μπόι, ακόμη και με τους θεατές. Είναι απίστευτο, το πώς αυτός ο άνθρωπος που «έπαιρνε φωτιά» με το παραμικρό, κατάφερε να γίνει θρύλος στο κατ’ εξοχήν άθλημα της αυτοκυριαρχίας και της ευγένειας.

Η Nike, πάντως, επένδυσε πολλά στον αντισυμβατικό ΜάκEνρο, με τον οποίο συνεργάζεται ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά το τελευταίο του τουρνουά. Ενέπνευσε τραγουδοποιούς και σκηνοθέτες, και είναι από τους πιο αγαπητούς σχολιαστές – αναλυτές τένις, στο Eurosport, το BBC και το NBC. Κι από τους πλέον καλοπληρωμένους.