Εχουν πραγματοποιηθεί αρκετές αναλύσεις γενετικού υλικού (DNA) σε αρχαίες αιγυπτιακές μούμιες. Ομως το ζεστό αιγυπτιακό κλίμα, τα υψηλά επίπεδα υγρασίας σε πολλούς τάφους και ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την μουμιοποίηση είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην αποσύνθεση του DNA και για αυτό τα ευρήματα όλων των αναλύσεων που είχαν γίνει μέχρι σήμερα αντιμετωπίζονταν από την επιστημονική κοινότητα με σκεπτικισμό.
Ομως διεθνής ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Γιοχάνες Κράουζε, διευθυντή του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας πραγματοποίησε την πρώτη γενετική μελέτη που θεωρείται αξιόπιστη χάρη στη χρήση των πιο σύγχρονων τεχνικών ανάλυσης παλαιογενετικού υλικού. Στη μελέτη συμμετείχε και η διακεκριμένη καθηγήτρια Παλαιοανθρωπολογίας Κατερίνα Χαρβάτη του πανεπιστημίου της Τυβίγγης και του Κέντρου Σένκενμπεργκ για την Ανθρώπινη Εξέλιξη και την Παλαιοοικολογία. Η μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Communications» φωτίζει το πολύπλοκο παρελθόν της Αιγύπτου.
Η ανάλυση
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα DNA από 90 μούμιες που βρίσκονταν σε γερμανικά μουσεία, καθώς και DNA από άλλες τρεις μούμιες που βρέθηκαν στην περιοχή Αμπουσίρ ελ-Μελέκ στη Μέση Αίγυπτο.
Δείτε ένα βίντεο για την μελέτη:
Οι μούμιες χρονολογούνταν περίπου μεταξύ του 1.400 πΧ και του 400 μΧ, καλύπτοντας έτσι μια μεγάλη χρονική περίοδο: προ-πτολεμαϊκή, πτολεμαϊκή-ελληνιστική και ρωμαϊκή. Πολλοί ειδικοί υποψιάζονταν ότι η καταγωγή των Αιγυπτίων θα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και μπορεί να υπάρχουν εκπλήξεις αφού η περιοχή αποτελεί σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Αφρικής, Ασίας, Ευρώπης) και αποτέλεσε τόπο συνάντησης πολλών λαών και κατακτητών, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων. «Θελήσαμε να ελέγξουμε αν η κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλων ξένων δυνάμεων έχει αφήσει το γενετικό αποτύπωμά της στον αρχαίο αιγυπτιακό πληθυσμό» αναφέρει η Βερένα Σοϊένεμαν του πανεπιστημίου της Τυβίγγης, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Τα ευρήματα
Οπως αποδείχτηκε τα ευρήματα πράγματι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οπως αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Independent οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έχουν καταγωγή από λαούς της νεολιθικής εποχής και της εποχής του χαλκού από την Ευρώπη αλλά και από τις περιοχές του Λεβάντε (Συρία, Ισραήλ, Λίβανος, Παλαιστίνη).
Οπως διαπιστώθηκε επίσης τα τελευταία 1.500 χρόνια αυξήθηκε η ροή γονιδίων από τον αφρικανικό νότο, καθώς αυξήθηκε το εμπόριο προϊόντων κατά μήκος του Νείλου, αλλά και μαύρων σκλάβων διαμέσου της Σαχάρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί και η παρουσία του αφρικανικού DNA στους Αιγυπτίους. Έτσι, σύμφωνα με τα ευρήματα, οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι έχουν περίπου 8% περισσότερη γενετική συγγένεια με τους υπο-σαχάριους Αφρικανούς από ότι είχαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους.
Τέλος οι ερευνητές θεωρούν πιθανό ότι το γενετικό αποτύπωμα της ελληνικής και ρωμαϊκής μετανάστευσης θα είναι πιο αισθητό στη βορειοδυτική περιοχή του Δέλτα του Νείλου και στην περιοχή του Φαγιούμ, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι ελληνικοί και ρωμαϊκοί οικισμοί. Αλλά για να αποδειχθεί αυτό θα χρειασθεί μια νέα γενετική έρευνα.