Η θλιμμένη φιγούρα της Σάκης Κυπραίου, στην πρώτη γραμμή του πένθους, πλάι στο φέρετρο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έφερε σε πολλούς στον νου την εικόνα της Αγγέλας Κοκκόλα, δίπλα στη σορό του Ανδρέα Παπανδρέου και της Λένας Τριανταφύλλη στην τελετή αποχαιρετισμού του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Γυναίκες-κλειδιά, εξ απορρήτων, επικεφαλής «δύσκολων» γραφείων που έπρεπε να διαχειριστούν από τηλεφωνικά ραντεβού, επαφές και απλά πρακτικά ζητήματα έως και στρυφνά, αιφνίδια, περιστατικά, ακόμη και θέματα μείζονος πολιτικής σημασίας. Γυναίκες που ήταν καταλυτικά παρούσες στην καθημερινότητα της Πολιτικής, αυτής που δεν θα γράψει ποτέ η Ιστορία, σε σχέσεις που άντεξαν στον χρόνο, με δομικά υλικά την εμπιστοσύνη, την αφοσίωση, τη σιωπή. Γιατί καμιά τους δεν διανοήθηκε να μιλήσει γι’ αυτά που είδε ή άκουσε.
Σάκη Κυπραίου
Η Σάκη Κυπραίου αισθάνεται ότι «κανείς δεν έχει το δικαίωμα για κάτι τέτοιο», «ότι είναι κανείς πολύ μικρός για να γράψει για έναν τόσο μεγάλο, όπως ο Μητσοτάκης». Ήταν άλλωστε επαγγελματικό ζευγάρι με τον Μητσοτάκη κοντά στα 40 χρόνια. Και ήταν οι δεσμοί αίματος που τον έκαναν να την εμπιστευθεί. Οι μητέρες τους ήταν πρώτα ξαδέλφια, η Κυπραίου γεννήθηκε στο πατρικό σπίτι του «Προέδρου», όπως τον αποκαλεί, στη Γαλαρία. Και τον επισκεπτόταν καθημερινά μέχρι που έφυγε, για να του διαβάζει τον Τύπο, όταν η όρασή του είχε πλέον ασθενήσει καθοριστικά.
«Το λέγαμε έτσι αυτό το σπίτι, Γαλαρία, γιατί είχε πολλά παράθυρα. Ο Μητσοτάκης με έχει βαφτίσει, κι επειδή είχα χάσει από νωρίς τον πατέρα μου, ήταν για μένα και πατέρας, και αδελφός, και φίλος. Είχα σχέση ζωής μαζί του. Πήγαινα πάντα τα απογεύματα στο γραφείο του, τον συνόδευα παντού, και την εποχή που ίδρυσε το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων. Βρεθήκαμε επαγγελματικά πρώτη φορά το 1978, όταν έγινε υπουργός Συντονισμού. Εγώ ήμουν ήδη στο υπουργείο ως γεωπόνος, με μεταπτυχιακό από τη Γαλλία στη Γεωργική Οικονομία, τον Γεωργικό Προγραμματισμό και την Περιφερειακή Ανάπτυξη. Με απέσπασε στο γραφείο του κι από τότε δεν χωρίσαμε ποτέ. Έχουμε γυρίσει την Ελλάδα έξι με εφτά φορές. Δούλευε πάρα πολύ… Δεν μπορούσες να μην ακολουθήσεις. Θυμάμαι μια φορά που ετοιμάζαμε στα γαλλικά μια πολιτική του ομιλία, στο Συμβούλιο της Ευρώπης θαρρώ θα μιλούσε. Σβήναμε – γράφαμε ως τις 3 τα ξημερώματα. Βρεθήκαμε πάλι στις 7.30 το πρωί, στο αεροδρόμιο, για το ταξίδι. Από την κούραση είχα ξεχάσει το διαβατήριο, με γύρισαν σπίτι, με μοτοσυκλέτα, για να το πάρω. Δεν είχα, όμως, κανένα άγχος, στη δουλειά κοντά του. Ο Πρόεδρος στο απάλυνε το άγχος. Και ήταν πολύ ανθρώπινος, ο κόσμος δεν κατάλαβε ποτέ ποιος ήταν. Δεν θα ξεχάσω πόσο με είχε συγκινήσει την εποχή που είχα χάσει τη μητέρα μου και μ’ έβλεπε συντετριμμένη ∙ ήλθε και μου είπε «τι ‘ναι αυτά; Εγώ είμαι εδώ για σένα!».
Αγγέλα Κοκκόλα
Από τις ελάχιστες φορές που η Αγγέλα Κοκκόλα έχει μιλήσει δημοσίως για τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν τις ημέρες που η σορός του βρισκόταν στη Μητρόπολη Αθηνών, σε λαϊκό προσκύνημα. Η ίδια είχε κατορθώσει να μπει και να τον δει τρεις φορές στην Εντατική, ενόσω νοσηλευόταν στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο. Ένοιωθε – διόλου τυχαία – συγγενής του. Ίσως επειδή όταν η οικογένεια Παπανδρέου ζούσε στο Παρίσι και η Μαργαρίτα τύχαινε να λείπει σε κάποια υποχρέωση, ήταν αυτή που ξεκινούσε από το μικρό, φτωχικό ξενοδοχείο όπου έμενε για να ξυπνήσει τον οκτάχρονο Αντρίκο. Ήταν κι αυτή παρούσα στα γλέντια με τις ζεϊμπεκιές του Ανδρέα, στις παραινέσεις προς τα παιδιά του όταν δεν πήγαιναν καλά στο σχολείο. «Όλοι πονέσαμε στο σπίτι», είχε πει χαρακτηριστικά για κείνο το απόγευμα που ο πατέρας Παπανδρέου αποφάσισε να παρέμβει δραστικά για ένα μαθητικό ατόπημα του μεσαίου του γιου, του Αντρίκου. Το πρώτο πρόσωπο στον πληθυντικό, το «εμείς» είναι που όλα τα δηλώνει. Όταν τη ρώτησαν πώς νοιώθει όταν πια ο Ανδρέας είχε φύγει, απάντησε με μια λέξη: «Μοναξιά».
H Αγγέλα Κοκκόλα (όρθια, πίσω) μαζί με τα παιδιά του Ανδρέα Παπανδρέου, τον Αντρίκο, τον Νίκο και τη Σοφία, στα εγκαίνια της έκθεσης «Από τον Ανένδοτο στην Αλλαγή» του Ιδρύματος Ανδρέα Παπανδρέου στο Ζάππειο Μέγαρο, το 2014 (ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ)
Πρόσωπα που έτυχε να τη γνωρίσουν από κοντά επιμένουν ότι η Κοκκόλα συνιστούσε -ως εξ απορρήτων του Ανδρέα- «μια κατηγορία από μόνη της»: «Σε εξυπηρετούσε σε χρόνο-ρεκόρ, ήταν από τις ελάχιστες που μιλούσε αντ΄ αυτού και ελάμβανε πρωτοβουλίες, ο Ανδρέας της είχε δώσει αυτό το δικαίωμα. Αν θυμάμαι καλά, είχε εκφράσει έντονα τη διαφωνία της για το πολύκροτο διαζύγιο με τη Μαργαρίτα. Η οικογένεια Παπανδρέου τη θεωρούσε πάντα μέλος της. Ο Νίκος την αναφέρει πολλές φορές στο βιβλίο του, ο Γιώργος της έδωσε την 12η τιμητική θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας το 2015. Και δεν ήταν μόνο επειδή η Αγγέλα είχε υπογράψει μαζί με τον πατέρα τους την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ, ούτε επειδή είχε θητεύσει δίπλα στον παππού τους Γεώργιο Παπανδρέου. Ήταν πρωτίστως η δική τους Αγγέλα».
Λένα Τριανταφύλλη
Ίσως η πιο κλειστή, απροσπέλαστη, ιδιόρρυθμη περίπτωση από όλες. Όπως ακριβώς υπήρξε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το ιδιαίτερο γραφείο του οποίου «κράτησε» επί 27 ολόκληρα χρόνια. Η Τριανταφύλλη δεν έχει μιλήσει ποτέ, σε κανέναν για αυτά που έζησε κοντά στον Πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο Καραμανλή. Βρέθηκε με μια απλή σύσταση κοντά του, όλως τυχαίως, το 1974 κι έμεινε μαζί του ως το τέλος. Η ίδια είναι πεπεισμένη ότι δεν την επέλεξε για τα τυπικά προσόντα της, αλλά για την παιδεία και την ευπρέπεια της. Είχαν χημεία από την πρώτη στιγμή. Κι αν η Κυπραίου και η Κοκκόλα ήταν μέλη της οικογένειας των Μητσοτάκηδων και των Παπανδρέου, η «πολύτιμη Λένα του» – όπως την έχει αποκαλέσει ο Τάκης Λαμπρίας στο βιβλίο του «Καραμανλής. Ο Φίλος» – ήταν ο ορισμός της ίδιας της οικογένειας για τον Καραμανλή. Αυτή και ο Θόδωρος (Χαριτόπουλος).
Η σχέση τους εξάλλου δεν περιοριζόταν σε αυστηρά επαγγελματικά όρια. Η Τριανταφύλλη ήταν μέλος της συντροφιάς του Καραμανλή, που κάποια εποχή – κάπου στο 1976 – άρχισε να κάνει κρουαζιέρες στις ελληνικές θάλασσες, μαζί με τον Βασίλη και την Ελίζα Γουλανδρή, τον Δημήτρη Χορν, τον Ιάσονα Ρίζο, τον Ευτύχη Βορίδη, την Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Τρύφωνα Κουταλίδη. Πότε με το «Έρως» της Άννας Χορν ή την «Παλόμα» των Γουλανδρήδων και πότε με τον «Άνεμο» της Ντόλλυς Γουλανδρή. Ήταν μέλος της παρέας που συνόδευε τον Καραμανλή στη Μύκονο, στο ξενοδοχείο που διατηρούσε η οικογένεια Χαριτόπουλου στον Ορνό.
Τα συναισθήματα αγάπης που έτρεφε η Τριανταφύλλη για τον Καραμανλή προδίδει σε παλαιότερη διήγησή του ο σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης, με αφορμή συνέντευξη που του είχε πάρει για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ. Βάλθηκε, λοιπόν, ο Πρόεδρος να του εκθειάζει την Ελλάδα. Γυρίζει πίσω και τι να δει… Τη Λένα να έχει αναλυθεί σε δάκρυα, την τόσο αυστηρή επιφανειακά Λένα να μη μπορεί να συγκρατήσει τη συγκίνηση που της είχε προκαλέσει η εξομολόγηση Καραμανλή για την πατρίδα.
Και ήταν αυτή και ο Θόδωρος που απέκρουαν στωικά όλους όσοι ζητούσαν απαντήσεις για την παρατεταμένη απομόνωση Καραμανλή, το διάστημα πριν από τον θάνατο του. Οι δυο τους έπρεπε να διαχειριστούν την ευθιξία εκείνων που αδυνατούσαν να επικοινωνήσουν με τον Καραμανλή, για κάτι που δεν γνώριζαν: την πτώση της φωνής του.
Γιατί η Λένα, η Αγγέλα, η Σάκη, ίσως και πολλές άλλες σε παρόμοιες θέσεις, υπήρξαν κυματοθραύστες, ήρεμες δυνάμεις, ικανές να αντέξουν τη ζωή στη σκιά των πολιτικών ανδρών με τους οποίους συνεργάστηκαν τόσο στενά. Και ως τέτοιες δικαιούνται δικό τους κεφάλαιο στη μνήμη.