To 2021 μας αποχαιρέτησε με υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης πάνω από 7% (ίσως και 8%!). Το 2022 ήρθε με υποσχέσεις για ανάπτυξη 4,5% υπό την προϋπόθεση ότι η επιθετική μετάλλαξη Ομικρον δεν θα ανατρέψει τις σημερινές προβλέψεις. Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από το σοκ του 2020, αλλά ο “ασθενής” εξακολουθεί να νοσεί.
Ούτε η ανάπτυξη από μόνη της, ούτε το τέλος της πανδημίας – όποτε αυτό και αν έρθει- αρκούν για να γυρίσει “σελίδα” η ελληνική οικονομία προειδοποιούν κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες της χώρας. Και επισημαίνουν: Μόνο αν η Ελλάδα ανέβει σε επενδυτική κατηγορία (Investment Grade) από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ( Fitch, S&P, Moody’s, DBRS) θα έχει αφήσει πίσω της τη βαριά κληρονομιά της χρεοκοπίας της περασμένης δεκαετίας και θα είναι ασφαλής σε ενδεχόμενες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία στο μέλλον. Αλλιώς, ο δρόμος θα είναι γεμάτος παγίδες.
Οριακή χρονιά
Πρόκειται για ένα στοίχημα που θα κριθεί το 2022 (για να επιτευχθεί ο στόχος στις αρχές του 2023), τονίζουν κατηγορηματικά τα ίδια στελέχη προτρέποντας την κυβέρνηση να προχωρήσει χωρίς καμία νέα καθυστέρηση μέσα στο επόμενο έτος σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, στην ενέργεια και στα δημόσια οικονομικά, που θα αναβαθμίσουν το status της ελληνικής οικονομίας. ‘Όπως εξηγούν, οι αβεβαιότητες θα παραμείνουν στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον τα επόμενα χρόνια, ακόμη και μετά τη λήξη της πανδημίας, σε μια περίοδο που η χώρα μας θα αναζητά επειγόντως επενδύσεις. Επιπλέον, παρά την συνέχιση της στήριξης των ελληνικών ομολόγων και μετά το Μάρτιο του 2022 που ανακοίνωσε η Κριστίν Λαγκάρντ, αυτή κάποτε θα τελειώσει, όταν ολοκληρωθεί το ευρύ πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων των χωρών μελών της ευρωζώνης από την ΕΚΤ. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει η χώρα με το υψηλότερο χρέος ( ως ποσοστό του ΑΕΠ) στην ευρωζώνη, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε κάθε ξαφνική αλλαγή “καιρού” στην παγκόσμια οικονομία.
Αρα οι κίνδυνοι θα παραμονεύουν ενώ οι απαιτήσεις θα είναι μεγάλες από τους ξένους επενδυτές προκειμένου να επενδύσουν στη χώρα μας ή για να τοποθετηθούν στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Για όλα αυτά, το μόνο ασφαλές “καταφύγιο” και ταυτόχρονα “εισιτήριο” για τους ανά τον κόσμο μεγάλους επενδυτές είναι η απόκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας για τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους που υποβαθμίστηκαν ραγδαία με τη χρεοκοπία (σε επίπεδο “σκουπιδιών”) και εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υπολείπονται δύο βαθμίδες από αυτήν.
Σήμερα η αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου από τους σημαντικότερους διεθνείς οίκους μέτρησης της πιστοληπτικής ικανότητας είναι η εξής: ΒΒ από τους DBRS, Ba3 από τους Fitch και Standard και ΒΒ από τον οίκο Moody’s.
Το ντόμινο των επενδύσεων
Για παράδειγμα, το όριο της επενδυτικής κατηγορίας αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης των ομολόγων μιας χώρας και άρα για τη διαμόρφωση συνθηκών υψηλής ανθεκτικότητας των αποτιμήσεών τους σε ενδεχόμενες χρηματοπιστωτικές διαταράξεις. Για αυτό και τα διεθνή θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια (institutional investment funds, όπως και τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια) επενδύουν σε συντριπτικό ποσοστό σε ομόλογα της επενδυτικής κατηγορίας, καθώς δεσμεύονται προς τους μεριδιούχους, ώστε να περιορίζεται η ανάληψη κινδύνων στα χαρτοφυλάκιά τους. Παράλληλα τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων διαμορφώνουν αυτόματα και το κόστος του χρήματος με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις από το εξωτερικό. Πρόκειται για ένα ντόμινο αλυσιδωτών επιπτώσεων τις οποίες, στην αρνητική τους πλευρά, “βίωσε” η Ελλάδα στα “πέτρινα” χρόνια της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Το θετικό “σπιράλ” αναζητείται, επειγόντως, τώρα.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία δυόμιση χρόνια η εικόνα της χώρας μας προς τις διεθνείς αγορές έχει βελτιωθεί σημαντικά εκπέμποντας “σήματα” σταθερότητας και ανάπτυξης τα οποία αποτυπώνονται με τη σειρά τους στις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων. Για αυτό, άλλωστε, στο διάστημα αυτό έχουν προχωρήσει σε σειρά αναβαθμίσεων για τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Και δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι θα βρισκόμασταν, ήδη, σε καλύτερη θέση στη διεθνή κατάσταση αν δεν είχε μεσολαβήσει η υγειονομική καταιγίδα του κορονοϊού. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πρόκληση παραμένει και αφορά τολμηρές αποφάσεις που θα πρέπει να πάρει η κυβέρνηση μέσα στο 2022, αφού με μια φωνή οι οίκοι αξιολόγησης έχουν κάνει σαφές ότι το “αβαντάζ” των ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας δεν φτάνει για να μας κατατάξουν στην διεθνή ελίτ των ομολόγων.
Ματ με τρεις κινήσεις
Ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες σύμφωνα με κορυφαίους οικονομικούς κύκλους πρέπει να εφαρμοστούν, τάχιστα εντός του έτους;
- Η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου και η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα στο θεσμικό πλαίσιο διενέργειας επενδύσεων. Πρόκειται για κρίσιμο παράγοντα στους δείκτες διακυβέρνησης τους οποίους μετρούν οι οίκοι αξιολόγησης. Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, υπολείπεται σημαντικά των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, οι βαθμολογίες των οποίων ανήκουν στο ανώτερο 15% της διεθνούς κατάταξης. Η σημαντική βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα μπορούσε να μειώσει στο μισό την απόσταση της βαθμολογίας της Ελλάδος στους δείκτες διακυβέρνησης από εκείνες των υπόλοιπων οικονομιών του ΟΟΣΑ και να συμβάλει σε αναβάθμιση κατά περίπου μία βαθμίδα. Η εξέλιξη αυτή, όπως εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε αναβάθμιση κατά μία θέση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και σε συνδυασμό με τις ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, θα ήταν ικανή να οδηγήσει στην επίτευξη της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία.
- Οι επενδύσεις στις υποδομές στον τομέα της ενέργειας. Το κόστος της ενέργειας παραμένει ιδιαίτερα υψηλό στη χώρα μας και αποτρεπτικό παράγοντα για τους επενδυτές. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι το εθνικό δίκτυο δεν είναι διασυνδεδεμένο, με πολλές περιοχές να παραμένουν “απομονωμένες” ενεργειακά. Για αυτό και απαιτούνται επενδύσεις διασύνδεσης που αφορούν σε μεγάλο βαθμό τα νησιά της χώρας. Η αποτελεσματική και άμεση αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή.
- Η επαναφορά, σε διαχειρισιμα επίπεδα, του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού που έχει ξεφύγει λόγω της πανδημίας και των μέτρων στήριξης που έχουν εφαρμοστεί για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο προϋπολογισμός του 2022 προβλέπει τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1,2% του ΑΕΠ από τα επίπεδα του 7% και πλέον που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2021. Η εμφάνιση της μετάλλαξης Ομικρον, οι νέοι περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα που ανακοινώνονται για την προστασία του πληθυσμού και τα πρόσθετα μέτρα οικονομικής στήριξης κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη του στόχου αυτού. Πολλά θα κριθούν τόσο από την είσπραξη των οφειλών που έχουν παγώσει λόγω της πανδημίας όσο και από τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής μεταξύ των οποίων είναι και η περαιτέρω επέκταση των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών πληρωμών σε περισσότερες κατηγορίες συναλλαγών.