Οι ρωσικές οβίδες ενάντια στον λαό και στις υποδομές της Ουκρανίας καταστρέφουν αρκετές από τις βεβαιότητές μας. Μέχρι τώρα θέλαμε να πιστεύουμε ότι τα καλά της παγκοσμιοποίησης, όπως η ελεύθερη επικοινωνία και κυκλοφορία στον δημόσιο χώρο, τοπικό και παγκόσμιο, φυσικό και ψηφιακό, τουλάχιστον σε δημοκρατικές χώρες, επιδρούσαν κάπως χαλαρωτικά στην περιχαράκωση χωρών με αξίες διαμετρικά αντίθετες από αυτές του λεγόμενου «δυτικού» –«δυτικού» με τη συμβολική και όχι με τη γεωγραφική έννοια– πολιτισμού. Με τον πόλεμο όμως της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας διαπιστώσαμε ότι το χάσμα βάθυνε ακόμα περισσότερο ανάμεσα στα δύο αξιακά συστήματα. Ποια πιο σαφέστερη ένδειξη για αυτό από την εντελώς διαφορετική επικοινωνία στον δημόσιο χώρο των δύο χωρών;
Ο πόλεμος δεν είναι μόνο αναλογικός αλλά και ψηφιακός
Η διπλή ρωσική επίθεση, με ισοπεδωτικά όπλα, αλλά και αδιάκοπες ροές από fake news, συνάντησε απρόσμενα διπλή άμυνα. Ιδιαίτερα, η αντίσταση του ουκρανικού λαού με χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ξεσκέπασε με μεγάλο βαθμό το στρογγυλεμένο, προπαγανδιστικό πρόσωπο αυτού του πολέμου, ώστε διάφοροι αναλυτές να μιλάνε για δύο πολέμους, τον αναλογικό, με τα γνωστά όπλα, και τον ψηφιακό.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος Πούτιν είχε την ψευδαίσθηση ότι ελέγχοντας τον ωκεανό της διαδικτυακής πληροφορίας με αναχρονιστικό τρόπο και εξαπολύοντας έναν «πληροφοριακό πόλεμο» εξιδανίκευσης των πράξεών του (λέξεις όπως «πόλεμος» και «εισβολή» δεν υπάρχουν στα ρωσικά μίντια) και δυσφήμισης του αντιπάλου του, θα έλεγχε και τις αντιδράσεις των Ουκρανών. Οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. Ετσι, σαν από ειρωνεία της τύχης, άφησε στον δυσφημισμένο αντίπαλό του, τον ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι, ελεύθερο το πεδίο να πρωταγωνιστήσει σε όλες τις διαδικτυακές πλατφόρμες, κερδίζοντας επικοινωνιακά έδαφος και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Ο ίδιος επαναπαύτηκε στην άκαμπτη σκηνοθεσία ενός ανθοστόλιστου ειδησεογραφικού συμποσίου, η γνησιότητα του οποίου αμφισβητείται. Τέτοιες σκηνοθεσίες, όμως, δεν μετράνε πια στον «δυτικό» τουλάχιστον κόσμο –την κοινή γνώμη του οποίου η Ρωσία δεν μπορεί να αγνοήσει για λόγους πολιτιστικού γοήτρου–, όπου ο αυτοσχεδιασμός στην κάθε πλατφόρμα μπορεί να καταστήσει αστέρα ή αφανή τον κάθε χρήστη των κοινωνικών μέσων, καθώς η απροσχεδίαστη ηθοποιία αυτού του είδους, ακόμα και η δημόσια έκθεση των ατομικών ψεγαδιών, αποτελεί δομικό στοιχείο μιας αυθεντικής ατομικής δυτικής ταυτότητας.
Από την άλλη πλευρά, οι ουκρανοί πολίτες δεν υποδέχτηκαν τον επίδοξο κατακτητή με ξεχειλωμένα χαμόγελα και μάτια να ξεχειλίζουν από λατρεία και αφοσίωση, όπως τα λεία γυναικεία πρόσωπα που πλαισίωναν τον πρόεδρο Πούτιν σαν εκστατικές ανθρωποανθοδέσμες (αν δεν ήταν fake) σε ένα πληθωρικά ανθοστόλιστο τραπέζι, μπροστά σε ποτήρια γεμάτα κατακόκκινο, σε αιματηρή απόχρωση, κρασί, ρουφώντας τις αυτοκρατορικές δηλώσεις του για τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του σχετικά με την εκμηδένιση της Ουκρανίας.
Επιπλέον, όμως, η αντίστασή τους και το δράμα της καταστροφής έχει συνδυαστεί αυτή τη φορά με την άμεση διάδοση χιλιάδων βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σπάζοντας το συνηθισμένο μονοπώλιο των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, και αυτό συνιστά μία ποιοτική διαφορά με το παρελθόν.
Τηλεοπτική κάλυψη και ατομικά βίντεο
Πράγματι, τα διεθνή τηλεοπτικά ειδησεογραφικά δίκτυα, εξασκημένα στην εκλεπτυσμένη πια «τεχνολογία του βλέμματος», αναμεταδίδουν τα προσωπικά δράματα των αμάχων «αυθεντικά» και «ανθρώπινα», δηλαδή μέσα από εντυπωσιακές ανταποκρίσεις, φορτωμένες με αναπόφευκτα λεκτικά στερεότυπα συμπαράστασης για το «ανείπωτο» μαρτύριο των (εκ των προτέρων) ηττημένων, μην μπορώντας να απαλλαγούν από την εικονοθηρική οπτική των σχετικά αμέτοχων και αλεξίσφαιρων πολεμικών ανταποκριτών τους. Ετσι έχουμε «συγκλονιστικές» ειδήσεις πλαισιωμένες από ρημαγμένα τοπία, αστικά και υπαίθρια, ως σκηνικά ολέθρου πνιγμένα σε καπνούς, ερείπια και φλόγες και κοντινά πλάνα συντριμμένων προσώπων.
Ολα αυτά όμως γεννούν πλέον μετριασμένη συμπόνοια, αλλά και κάποια δυσπιστία για την αντικειμενικότητα των συμβάντων. Οι σύγχρονοι θεατές, ειδικά οι νεότερες γενιές, δεν εμπιστεύονται τα παραδοσιακά μίντια κι έτσι αμύνονται με κάποιο είδος απάθειας και αποστασιοποίησης απέναντι στη θεαματική και συνταρακτική διάσταση των τηλεοπτικών καταστροφών και απωλειών. Αλλά και οι μεγαλύτεροι, που αποτελούν την πλειοψηφία στο τηλεοπτικό κοινό, έχουν εθιστεί πια σε αλληλουχίες εικόνων τρομακτικών από προηγούμενους και πρόσφατους πολέμους με κατάληξη το χάος, που πλέον αγγίζουν ελάχιστα τους ίδιους στα ασφαλή περιβάλλοντά τους.
Εκτός λοιπόν από τέτοιες «παραδοσιακές» ειδησεογραφικές κατασκευές, Ουκρανοί, γυναίκες και άνδρες, άτομα κάθε ηλικίας, με τη χρήση κινητών τηλεφώνων επιδίδονται στη λήψη ανεπεξέργαστων και συχνά συγκεχυμένων βίντεο, δίχως την παραμικρή σκηνοθεσία, που πλαισιώνονται συχνά με κοφτές αναπνοές, «σπασμένους» διαλόγους, αλλά και ψύχραιμες εξιστορήσεις. Το υλικό αυτό το δημοσιοποιούν σε διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως το Instagram και Tik Tok, που έχουν μεγάλη επισκεψιμότητα, όσο και αμεσότητα. Με τον τρόπο αυτό συμμετέχουν ενεργά και ολόψυχα στην πληροφόρηση του παγκόσμιου διαδικτυακού κοινού σχετικά με την πολεμική τερατωδία που μεθοδικά ισοπεδώνει τη χώρα τους.
Ο δημόσιος χώρος, η καταστροφή του από τον πόλεμο και η επανασυγκόλλησή του στο διαδίκτυο
Από τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα γίνεται μεγάλη συζήτηση για την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτύου συνολικά στον δημόσιο χώρο. Εναν ειρηνικό δημόσιο χώρο, ο οποίος λειτουργεί δημοκρατικά, προϋπόθεση που αποδεχόμαστε τουλάχιστον στις λεγόμενες «δυτικές» χώρες ως αυτονόητη. Απαιτούμε να είναι ο δημόσιος χώρος προσιτός στον καθένα, επιτρέποντας την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και ιδεών, να έχει σχεδιαστεί φιλικά για τους χρήστες και να βοηθά να αποκτούν κάποιο νόημα οι δραστηριότητες που διαδραματίζονται στο πλαίσιό του. Θέλουμε να μας δίνει την αίσθηση ασφάλειας, διατηρώντας την περιβαλλοντική ισορροπία, μαζί με την αίσθηση κάποιου ελέγχου σε δυσάρεστα, βίαια και ατυχή συμβάντα και, παράλληλα, να προσφέρει κάποιες αισθησιακές απολαύσεις, που μας δένουν βιωματικά μαζί του, ώστε να μη λειτουργεί απλώς ως σκηνικό της ζωής μας, αλλά να αποτελεί δομικό συστατικό τους και να εξελίσσεται σε αλληλεπίδραση μαζί τους.
Ολα τα παραπάνω έχουν ανατραπεί για τους ουκρανούς πολίτες-βιντεολήπτες, που έχουν στερηθεί αυθαίρετα από τους εισβολείς το δικαίωμα πρόσβασης στον δημόσιο χώρο τους, έχοντας αποκλειστεί ή εκτοπιστεί από τις πόλεις και τα χωριά τους, τους δρόμους και τη φύση, ακόμα και από τα σπίτια τους. Οι συνεχιζόμενες καταστροφές αφαιρούν κάθε νόημα από την καθημερινότητά τους και μετατρέπουν τις αναμνήσεις τους σε σβησμένα όνειρα… Η φυσική και περιβαλλοντική ισορροπία και η ομορφιά των τοπίων δίνουν τη θέση τους στο θανατερό χάος και την ερήμωση μιας φονικής μαύρης τρύπας. Και βέβαια, τίποτα δεν ελέγχεται ούτε προβλέπεται πια, καθώς η επιβίωση γίνεται θέμα τύχης, όταν οι σφαίρες και οβίδες καταφτάνουν από παντού και ο κλοιός του ολέθρου σφίγγει γύρω από πολιορκημένες και μισορημαγμένες πόλεις. Η κάθε απόλαυση του παρελθόντος, η κάθε χαρά, έχει δώσει τη θέση της σε πόνο, φρίκη, πανικό, οργή, απόγνωση για τις απώλειες, κατάθλιψη.
Ομως, καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημοσιοποιούν παγκόσμια όλες τις χτυπημένες τοποθεσίες, αστικές και υπαίθριες, με την ατομική αυτή δράση των πολιτών, οι στοχοποιημένοι χώροι και τόποι, δρόμοι, πλατείες, σταθμοί, δημόσια κτίρια, πολυκατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ., ακόμα και ιδιωτικοί η υβριδικοί, όπως τα καταφύγια, μετατρέπονται αυτόματα σε δημόσιους χώρους, αφού κυκλοφορούν και αποκαλύπτονται στη δημόσια πληροφοριακή σφαίρα, αποκτώντας συνάμα έντονα βιωματικές διαστάσεις, καθώς μας μεταφέρουν τα αυθεντικά συναισθήματα των δημιουργών.
Η δημιουργία των βίντεο-ντοκουμέντων καταπολεμά την παραίτηση και την ψυχολογική κατάρρευση, αλλά και αφυπνίζει εμάς, τους αποδέκτες τους. Οι χρήστες των κοινωνικών μέσων αντί να αντικρίζουν του «αντικειμενικούς» χώρους και συμβάντα της επίσημης δημοσιογραφίας, φιλικής ή αντίπαλης, αντιλαμβάνονται τα τερατώδη ίχνη του πολέμου μέσα από αυτούς τους βιωματικούς χώρους, που ζωντανεύουν από την προσωπική οδύνη και φρίκη όσων τους εγκαταλείπουν αποδιωγμένοι από αυτούς, αναγκασμένοι να τους απαρνηθούν για να επιβιώσουν ως μετανάστες.
Τώρα πια είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει κανείς αυτά τα βίντεο αποστασιοποιημένα, όπως τις τηλεοπτικές παραγωγές, καθώς αυτά εκρήγνυνται και μετατρέπονται σε θραύσματα που πληγώνουν με την αυθεντικότητά τους και ταρακουνούν και τον πιο αναίσθητο με τις (δυστυχώς συνήθως) δυσάρεστες εκπλήξεις από την έκβαση των εχθροπραξιών που αποκαλύπτουν.
Τελικά, οι γενναία αμυνόμενοι ουκρανοί πολίτες με τα βίντεό τους κάνουν αισθητό το ότι ο δημόσιος χώρος δεν περιορίζεται στα φυσικά και αστικά τοπία, ούτε απλώς περιέχει τους πολίτες τους ως ένα δοχείο, που μπορεί να αποεθνικοποιηθεί από τους κατακτητές, όπως αφελώς σκέφτονται οι εισβολείς. Ο κατεστραμμένος δημόσιος χώρος της Ουκρανίας, ένα αχανές πλέγμα σχέσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κατοίκων, ντόπιων και ξένων, ακόμα και των ίδιων των ανθρώπων με τα ζώα τους και τη φύση και την Ιστορία τους, αλλά και βιωμάτων, αφηγημάτων και αναμνήσεων, εντελώς παράδοξα επουλώνεται, κατά ένα μέρος συμβολικά, από τα ανελέητα κατακτητικά πλήγματα εναντίον του, μέσα από τις βιωματικές, έστω κερματισμένες, εικόνες και αφηγήσεις της διάλυσής του.