Μα είναι δυνατή η ακύρωση ενός συμβολαίου ή κάποιων από τους όρους του, λόγω της επέλασης στην Κίνα, και εσχάτως και στην Ευρώπη, του κορονοϊού; Πάντως, σύμφωνα με τον Τζινγκζού Τάο, επικεφαλής για την Κίνα και την Ασία της διεθνούς δικηγορικής εταιρείας Dechert, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα μπορεί να κοστίσει δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο κινέζος ειδικός υπενθυμίζει σε κείμενό του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξακολουθεί να κάνει λόγο για «παγκόσμια επείγουσα κατάσταση», αποφεύγοντας προς το παρόν τον όρο «πανδημία». Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα πάρα πολλές εταιρείες και οι δικηγόροι τους να αρχίσουν να διερωτώνται εάν το ξέσπασμα της επιδημίας του κορονοϊού μπορεί να εκληφθεί ως ανωτέρα βία (force majeure) που καθιστά δυνατή την ακύρωση συγκεκριμένων συμβολαίων και συμφωνιών.
Μερικές κινεζικές εταιρείες υποστηρίζουν ήδη ότι λόγω των «αρρυθμιών» που προκάλεσε στις εμπορευματικές ροές ανά την υφήλιο η επέλαση του κορονοϊού και των μέτρων που ελήφθησαν για την αποφυγή της περαιτέρω εξάπλωσής του, μπορούν να καθυστερήσουν –ή ακόμα και να μην εκπληρώσουν– τις δεσμευτικές συμβατικές υποχρεώσεις τους. Και το (ημι)κυβερνητικό Κινεζικό Συμβούλιο για την Προώθηση του Διεθνούς Εμπορίου έχει προβεί στην έκδοση 1.600, έως σήμερα, πιστοποιητικών ανωτέρας βίας για συμβόλαια συνολικής αξίας άνω των 15 δισ. δολαρίων (!), με στόχο την προστασία εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε 30 κλάδους από τις όποιες νομικές αξιώσεις αλλοδαπών εταίρων τους. Οι κινεζικές αρχές, ωστόσο, προειδοποιούν πως τα εν λόγω πιστοποιητικά δεν επαρκούν για την αθέτηση ενός συμφωνητικού και ότι οι όροι θα πρέπει να εξεταστούν από αμφότερους τους συμβαλλόμενους.
Ενα πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί άμεσα αφορά το κατά πόσο η επιδημία αποτελεί όντως ανωτέρα βία που δικαιολογεί την αθέτηση ενός συμβολαίου. «Επηρεάζουν οι κυβερνητικοί περιορισμοί, όπως ο αποκλεισμός δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, μόνιμα ή προσωρινά, την τήρηση των συμβολαίων;», διερωτάται ο κινέζος νομικός, υπενθυμίζοντας πως τον Ιούνιο του 1989, μετά την εισβολή των τεθωρακισμένων στην πλατεία Τιενάνμεν, κάποιες εταιρίες δεν μπόρεσαν να επικαλεστούν λόγους ανωτέρας βίας, γιατί η κυβέρνηση του Πεκίνου αρνούνταν να αναγνωρίσει πως η χώρα είχε βρεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Σήμερα, περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά, στην Κίνα του κορονοϊού, κάποια από τα περιοριστικά μέτρα επιβλήθηκαν από τις τοπικές αστυνομικές αρχές ή από τις τοπικές κυβερνήσεις. Και παρότι πολλές αποφάσεις που ελήφθησαν εγκρίθηκαν και από την κεντρική κυβέρνηση του Πεκίνου, «η αδιαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ενδέχεται να μην επιτρέψει στις κινεζικές εταιρείες να επικαλεστούν λόγους ανωτέρας βίας για την ακύρωση συμβολαίων με ξένες εταιρείες».
Ενα άλλο ζήτημα έγκειται στο γεγονός πως αξιωματούχοι τοπικών κυβερνήσεων αλλά και της κεντρικής κυβέρνησης του Πεκίνου προέβησαν σε ιδιαίτερα καθησυχαστικές δηλώσεις περί του περιορισμένου αντίκτυπου της επιδημίας του κορονοϊού, με στόχο να τονώσουν το ηθικό των πολιτών τους, ενώ το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών επέκρινε την κυβέρνηση των ΗΠΑ και μερικών άλλων δυτικών χώρων για την επιβολή ταξιδιωτικών περιορισμών.
Αυτό, ωστόσο, σημαίνει ότι κάποιοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω δηλώσεις ούτως ώστε να υποστηρίξουν πως ο αντίκτυπος της επιδημίας υπήρξε τελικά περιορισμένος και κατ’ επέκταση δεν αιτιολογεί την αθέτηση των όποιων συμβολαίων. Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβέρνηση του Πεκίνου ζητάει πλέον από τις κινεζικές εταιρείες να προβούν στην επανέναρξη της λειτουργίας τους.
Πάρα πολλοί, ωστόσο, διστάζουν να συμμορφωθούν με την οδηγία, καθώς φοβούνται το ενδεχόμενο οι εργαζόμενοί τους να διαγνωστούν με τον κορονοϊό, γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα αναγκαστούν να σταματήσουν εκ νέου να λειτουργούν. Εάν, όμως, δεν υπακούσουν, είναι πολύ πιθανό να μην μπορούν στη συνέχεια να ζητήσουν την έκδοση πιστοποιητικού ανωτέρας βίας. Συγχρόνως πρέπει επίσης να διαπιστωθεί το κατά πόσο οι περιορισμοί που επέβαλαν ξένες κυβερνήσεις, όπως το κλείσιμο των συνόρων τους, εμποδίζουν τις κινεζικές εταιρείες να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, και μπορούν να εκληφθούν, οπότε, ως ανωτέρα βία.
Το μόνο σίγουρο είναι πως εάν ο κορονοϊός συνεχίσει να εξαπλώνεται, το ζήτημα της ανωτέρας βίας θα αρχίσει να απασχολεί σοβαρά όχι μόνον τις κινεζικές εταιρείες και τους αλλοδαπούς εταίρους τους αλλά και εταιρείες άλλων χωρών που επλήγησαν από την επιδημία όπως η Νότια Κορέα και η Ιταλία. Πέραν όλων των άλλων προβλημάτων που δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί, ο ιός της Γουχάν «συμβάλλει επίσης και στη δημιουργία ενός βουνού νομικών αξιώσεων για τη διευθέτηση των οποίων ενδέχεται να χρειαστούν πολλά χρόνια».