Οι Βρετανοί κάτι περισσότερο από τους υπολοίπους Δυτικούς γνωρίζουν για την Ινδία, εξαιτίας της αποικιοκρατίας. Εκεί έμαθαν ότι η αχανής κοιτίδα του ινδουισμού δεν γεννάει μόνο φολκλόρ και φτώχεια (φτώχεια για να κοιταχτεί από τους ξένους με απόλυτη αδιαφορία, σαν απαραίτητο στοιχείο του φολκλόρ), αλλά και ήρωες που μαρτύρησαν για την ελευθερία της πατρίδας τους πολεμώντας την αυτοκρατορία. Ωστόσο το BBC, σε ιστοριοδιφικού χαρακτήρα δημοσίευμα, δεν εστίασε σε αυτούς, αλλά στις συμμορίες των ινδών κακοποιών που έδρασαν τη δεκαετία του ’80. Εχει όμως καλή δικαιολογία: μόλις κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που τις αφορά («That What Is Unseen», σαν να λέμε «Το μέγα αθέατον»).
Τότε ο ντόπιος φωτογράφος Πρασάντ Παντζιάρ, ο νυν συγγραφέας, περιόδευσε σε τμήματα της κεντρικής Ινδίας για να καταγράψει με τον φακό του τα πρόσωπα των ληστών και των παρανόμων, και τα κατάφερε. Ηταν περιοχές δύσκολες αυτές, αφού εκεί υπήρχε συμπαγής μάζα κακοποιών οι οποίοι λήστευαν στους αυτοκινητοδρόμους. Ο «επιφανέστερος» κατσαπλιάς εντοπίστηκε από τον φωτογράφο ύστερα από περιπλάνηση μηνών. Ηταν ο διαβόητος Μαλκχάν Σινγκ (Malkhan Singh). Αυτός με τη συμμορία του ταξίδευαν από τόπο σε τόπο πεζή και ζούσαν, ομαδικώς φυσικά, σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς μέσα σε απροσπέλαστες χαράδρες απότομων βουνών.
Ο «βασιλιάς των ληστών» Σινγκ στο αποκορύφωμα της 13χρονης καριέρας του είχε καταφέρει να μαζέψει κοντά του 100 ενόπλους. Μέχρι το 1982 η αστυνομία είχε καταγράψει 94 εγκληματικές επιχειρήσεις της συμμορίας, ληστείες, απαγωγές και φόνους. Ο ίδιος ο αρχηγός της συμμορίας είχε επικηρυχθεί με 70.000 ρουπίες, ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσόν για την εποχή. Οι κυβερνητικοί παράγοντες της Πολιτείας Μαντιά Πραντές είχαν χρησιμοποιήσει τον φωτογράφο και άλλους δύο συναδέλφους του ώστε να έλθουν σε επαφή με τον Σινγκ και να τον πείσουν να παραδοθεί.
Ετσι ο φωτογράφος πέρασε μερικές ημέρες μαζί με τους κακοποιούς, στα λημέρια τους, όπου και τράβηξε αρκετές φωτογραφίες τους. Συνέβη δηλαδή ό,τι και στη δική μας ιστορία, τη θεσσαλική, που έγινε γνωστή στο πανελλήνιο από το ποίημα του Χρήστου Μπράβου για τον φωτογράφο των Τρικάλων Α. Μάνθο. Το 1923, λέει ο ποιητής, ο επικηρυγμένος εγκληματίας Θωμάς Γκαντάρας κατέβηκε από τα βουνά στο Βαρούσι, βρήκε τον φωτογράφο και του ζήτησε να τον φωτογραφίσει… Τα πραγματικά περιστατικά μοιάζουν όμως περισσότερο στην ινδική ιστορία: ο Μάνθος πήγε και αυτός στο βουνό να βρει τον ληστή. Ο ινδός συνάδελφος του Α. Μάνθου θυμάται τον δικό του Γκαντάρα, τον Σινγκ δηλαδή, κάποια αφέγγαρη νύχτα: «Ψηλός, νευρικός, με ένα τουφέκι αμερικανικό, λιγομίλητος».
Ο Παντζιάρ θυμάται επίσης ότι δεν ήταν πολλοί οι συμμορίτες, καμιά εικοσιπενταριά νοματαίοι, και ότι μόνο ένας έφερε Καλάσνικοφ – οι υπόλοιποι κουβαλούσαν καραμπίνες και τουφέκια. Το ταξικό στοιχείο πίσω από την εγκληματική δραστηριότητα του Σινγκ και της παρέας του το δίνει ο φωτογράφος στο βιβλίο του μέσα σε δύο αράδες: «Ηταν ένας νέος άνδρας από την κατώτερη κάστα που είπε ότι πήρε το όπλο και τα βουνά για την τιμή του, για αυτοπροστασία, για να εκδικηθεί τον τύραννό του, κάποιον Ινδό της ανώτερης κάστας». Αυτό είναι το νήμα που συνδέει τους παρανόμους των ορέων όπου Γης: από το Ασπρομόντε της Καλάμπρια και την Ντράγκετα περνάει στην Πίνδο και στα Χάσια των παρανόμων και από εκεί στα ινδικά βουνά…
Επειτα από τη φωτογράφισή του ο Σινγκ δεν αποκεφαλίστηκε όπως ο Γκαντάρας, ωστόσο παραδόθηκε. Και αυτό έγινε παρουσία δεκάδων χιλιάδων θεατών και αφού προηγουμένως ο αρχιληστής της Ινδίας είχε εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση των διωκτών του ότι δεν θα επιβληθεί θανατική ποινή στους συντρόφους του. Ετσι αποχαιρέτισε τα όπλα του. Ο ίδιος και τα «παλικάρια» του γλίτωσαν τα κεφάλια τους με καταδίκες σε κάποια χρόνια ποινής σε «ανοιχτές φυλακές» της ινδικής Πολιτείας. Και εφ’ όσον κατάφερε να μην εκτεθεί το κομμένο κεφάλι του στο εγκληματολογικό μουσείο, ο Σινγκ, στα 78 του πλέον, αποφάσισε να εκτεθεί… ολόσωμος (ψυχή τε και σώματι, σαν να λέμε) στην πολιτική.
Στηρίζει το κυβερνών κόμμα εκεί, το ινδουιστικό εθνικιστικό κόμμα Bharatiya Janata. Και, υπό αυτές τις συνθήκες, έχει κατασκευάσει και έχει πλασάρει τη νέα προσωπική μυθολογία του: «Δεν ήμουν κακούργος, αλλά επαναστάτης. Ξέρω ποιοι είναι οι πραγματικοί ληστές, ξέρω και πώς να τους αντιμετωπίσω»… Και για αυτό το τελευταίο επιχείρημα… τεχνογνωσίας του, καμία αντίρρηση βέβαια.
Για τα κατορθώματα του Σινγκ μάλλον δεν γράφτηκε ακόμη κάποιο ινδικό δημοτικό τραγούδι, αφού λείπει η προϋπόθεση του ηρωικού θανάτου του «παλικαριού» – και το δημοσίευμα του BBC δεν μας διαφωτίζει σχετικώς, τι ακούγεται δηλαδή στα ινδικά πανηγύρια της περιοχής όπου ο λήσταρχος έδρασε. Ωστόσο για τον Γκαντάρα και τους συμμορίτες του έχει γραφεί ένα από τα τελευταία ελληνικά δημοτικά τραγούδια, και είναι υπέροχο. Εννοείται ότι πάντα το ακούν «τα πουλιά των Γρεβενών και τα πεύκα του Μετσόβου», οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες. Ακούστε το και εσείς.