«Είναι απαραίτητο να στερήσουμε από τη γερμανική διοίκηση κάθε πρωτοβουλία, να προλάβουμε τον εχθρό και να επιτεθούμε στον γερμανικό στρατό, όταν βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης και δεν έχει χρόνο να οργανώσει την κατανομή των δυνάμεων στο μέτωπο», επισήμαναν σε επιστολή τους προς τον Στάλιν οι σοβιετικοί στρατηγοί, είκοσι μήνες μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ομως στο εν λόγω ιστορικό ντοκουμέντο, το πιο αναπάντεχο και ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι τόσο η προειδοποίηση περί της γερμανικής απειλής, αλλά το πότε συντάχθηκε η επιστολή –την 15η Μαΐου του 1941, δηλαδή έναν μήνα και μία εβδομάδα πριν τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλουν στην ΕΣΣΔ. Αυτό σημαίνει ότι οι Σοβιετικοί εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιτεθούν πρώτοι στη ναζιστική Γερμανία, γράφει στο «Stalin’s War» ο Σον ΜακΜίκεν.
Το τελευταίο βιβλίο του διακεκριμένου αμερικανού ιστορικού, που είναι ευρέως γνωστός για την αναθεωρητική επανάγνωση της Ιστορίας, αποτελεί ένα εντυπωσιακό συγγραφικό πόνημα 800 σελίδων. Γράφοντας για αυτό στον Guardian ο Σεργί Πλόχι, καθηγητής Ιστορίας στο Χάρβαρντ, σημειώνει προκαταρκτικά ότι είναι ένα «εμπεριστατωμένο και καλογραμμένο» σύγγραμμα, που «αναδεικνύει μερικές νέες ιδέες και επαναφέρει κάποιες παλιές, για να αμφισβητήσει τρέχουσες επικρατούσες ερμηνείες του πολέμου», πρόκειται, οπότε, για μία αναθεωρητική αφήγηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ρεβιζιονιστικός μπορεί να χαρακτηρισθεί κατ’ αρχάς ο τίτλος του βιβλίου, «Stalin’s War», ο πόλεμος του Στάλιν. Ο ΜακΜίκεν θεωρεί ότι ο μεγάλος πρωταγωνιστής της πιο αιματηρής ένοπλης σύρραξης στην Ιστορία της ανθρωπότητας δεν ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, όπως είναι ευρέως αποδεκτό, αλλά ο σοβιετικός ηγέτης.
Οσον αφορά το πώς συμπεραίνεται αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την κατάληξη του πολέμου αντί για την έναρξή του είναι ξεκάθαρο πως αυτός που επωφελήθηκε περισσότερο από τους δύο δικτάτορες ήταν ο Στάλιν. Επιπρόσθετα, εάν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εξετάζεται και μελετάται περισσότερο ως μία παγκόσμια σύρραξη, παρά ως ένας ευρωπαϊκός πόλεμος, τότε αυτός που έδρασε πραγματικά σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν και πάλι ο σοβιετικός δικτάτορας με τα στρατεύματά του να καταλαμβάνουν τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης και να πολεμούν τους Ιάπωνες στη Μαντζουρία στην αρχή του πολέμου και τον στρατό του να επελαύνει στην κεντρική Ευρώπη και στην κινεζική Μαντζουρία στο τέλος του.
O Σεργί Πλόχι σημειώνει ότι, σε τελική ανάλυση, ο αναγνώστης καλείται να κρίνει κατά πόσο τα επιχειρήματα που παραθέτει στο βιβλίο του ο ΜακΜίκεν μετατρέπουν τον Στάλιν σε μεγάλο πρωταγωνιστή του πολέμου έναντι του Χίτλερ. Αναγνωρίζει, όμως, ότι η αλλαγή προοπτικής συμβάλλει καταρχάς στην αποδοχή μιας διαφορετικής χρονολογίας όσον αφορά τη σοβιετική συμμετοχή στον πόλεμο.
Ο ΜακΜίκεν προσκαλεί τον αναγνώστη να διαβάσει την ιστορία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, εστιάζοντας την προσοχή του κυρίως στις «πολλές τραγωδίες και τραγικές ειρωνείες της μεγάλης συμμαχίας, καθώς αυτή διαμορφώθηκε και λειτούργησε στον πόλεμο», εξηγεί ο Πλόχι.
Στον απολογισμό του ο ΜακΜίκεν αναδεικνύει την ωμότητα του Στάλιν, ο οποίος ξεκίνησε τον πόλεμο στο πλευρό του Χίτλερ και τον τελείωσε με την αναγνώριση, από την πλευρά της Δύσης, της εδαφικής επέκτασης της ΕΣΣΔ που επιτεύχθηκε την περίοδο 1939-1940 πάνω δηλαδή στη βάση του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ.
Ο σοβιετικός δικτάτορας αναδεικνύεται κατά πολύ ισχυρότερος σε σχέση με όσο διαπιστώνεται πως ήταν στην πραγματικότητα, βάσει των κακών διπλωματικών και στρατιωτικών επιδόσεών του κατά τα πρώιμα στάδια του πολέμου και της ανικανότητάς του να διαπραγματευτεί περαιτέρω οφέλη για την ΕΣΣΔ με τους δυτικούς συμμάχους του στα Γιάλτα, πέρα από τα εδάφη που είχε ήδη καταλάβει ο Κόκκινος Στρατός, αρχικά την περίοδο 1939-1940 και στη συνέχεια την περίοδο 1944-1945.
Ο ΜακΜίκεν καταφέρνει να χρίσει τον Στάλιν κυρίαρχη προσωπικότητα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, ερμηνεύοντας τον πόλεμο στο σύνολό του μέσα από το πρίσμα της ισχύος που απέκτησε ο σοβιετικός ηγέτης στο τέλος και στον απόηχό του.
Ομως, πέρα από τον Στάλιν, ο ΜακΜίκεν επανεκτιμά τα πεπραγμένα και των υπόλοιπων βασικών πρωταγωνιστών του πολέμου, γράφοντας χαρακτηριστικά πως «η ρόδινη λάμψη του “καλού πολέμου” γλίτωσε τους νικητές ηγέτες από τη λογοδοσία που επιβλήθηκε στους προκατόχους τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι οποίοι είχαν οδηγήσει τους άνδρες στα χαρακώματα».
Σύμφωνα με τον ΜακΜίκεν, ήταν ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αυτοί που μετέτρεψαν «τη σύρραξη σε πόλεμο του Στάλιν». Ο αμερικανός αναθεωρητής ιστορικός θίγει την «ασταθή προσέγγιση στη διακυβέρνηση» από τον βρετανό ηγέτη και επικρίνει τον αμερικανό σύμμαχό του επειδή έδωσε προτεραιότητα στην κάλυψη των αναγκών της ΕΣΣΔ στο πλαίσιο του πολέμου, επιδιώκοντας σχεδόν αποκλειστικά την ήττα της Γερμανίας. Η βοήθεια, για παράδειγμα, που παρείχαν οι ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ ήταν από 50 έως 100 φορές μεγαλύτερη από τη βοήθεια που έλαβε ο Τσιανγκ Κάι Σεκ, ο ηγέτης των εθνικιστών Κινέζων, κύριος σύμμαχος των ΗΠΑ στον πόλεμό τους με την αυτοκρατορική Ιαπωνία.
Σύμφωνα με τον Πλόχι, ωστόσο, η κριτική που ασκεί ο ΜακΜίκεν στους ηγέτες της Δύσης, παρότι «δεν είναι απόλυτα αδικαιολόγητη», μπορεί να διαβαστεί ως επίπληξη επειδή δεν υιοθέτησαν εξ αρχής τη σταλινική λογική στο πλαίσιο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, διαιρώντας τον κόσμο σε καπιταλιστές και κομμουνιστές και συμμαχώντας, στην ανάγκη, με τη ναζιστική Γερμανία ή τη φασιστική Ιταλία, με στόχο την επίτευξη των κοινών τους γεωπολιτικών στόχων.
Ο ΜακΜίκεν αναγνωρίζει ότι το βιβλίο του δεν αποτελεί «μια περιεκτική ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως, εξιστορώντας τον πόλεμο που σημάδεψε όσο κανένας άλλος την ανθρωπότητα από μία διαφορετική οπτική, θέτει νέα ρωτήματα, προσφέροντας, συγχρόνως, νέες και συχνά αναπάντεχες απαντήσεις σε παλιά.