Το «χρυσό» θα ήταν, ίσως, το πιο δίκαιο επιστέγασμα της συγκλονιστικής πορείας της Εθνικής μας ομάδας πόλο στο Τόκιο, όμως και το «αργυρό» αποτελεί έναν ιστορικό άθλο. Είναι το πρώτο μετάλλιο της ελληνικής υδατοσφαίρισης, στους Ανδρες, στα πάνω από 100 χρόνια που συμμετέχουμε στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το πρώτο «ανδρικό» Ολυμπιακό μετάλλιο που κερδίζει η Ελλάδα στα ομαδικά σπορ. Η δικαίωση μιας προσπάθειας που έχει τις ρίζες της στο μακρινό 1964.
Στον τελικό του Ολυμπιακού τουρνουά η πανίσχυρη Σερβία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Ρίο ντε Τζανέιρο (2016), έναν παγκόσμιο και τέσσερις ευρωπαϊκούς τίτλους, ήταν ανώτερη. Μας νίκησε 13-10 και μας στέρησε την πρώτη θέση του βάθρου, στην οποία είχαμε πιστέψει. Αλλά, μέχρι να συμβεί αυτό, τα «παιδιά» του Θοδωρή Βλάχου πρόλαβαν να πείσουν όλο τον πλανήτη ότι είναι προορισμένα για σπουδαία πράγματα.
Ηταν όνειρο δεκαετιών, μια μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Εθνική μας, η πιο συνεπής εκπρόσωπος της Ελλάδας στα ομαδικά αθλήματα, με 16 συμμετοχές και 11 διαδοχικές παρουσίες στη διοργάνωση (από το 1980 μέχρι σήμερα), δεν είχε κατορθώσει να κερδίσει κάποιο μετάλλιο. Ούτε, καν, το 2004. Είχε χάσει το «χάλκινο» από τη Ρωσία στο ανοιχτό κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ, σε έναν αγώνα… θρίλερ. Εκείνη η τέταρτη θέση στην Αθήνα, και η έκτη στην Ατλάντα το 1996, ήταν οι υψηλότερες που κατακτήσαμε ποτέ.
Εξι φορές, πριν από το Τόκιο, είχαμε βρεθεί ένα βήμα από τη ζώνη των μεταλλίων, αντιμετωπίζοντας «θηρία», είναι αλήθεια, και καταφέραμε να προκριθούμε στην «τετράδα» μόνο μία. Αλλά και στα άλλα μεγάλα ραντεβού του υγρού στίβου, τα όνειρά μας «βούλιαζαν», συνήθως, στους προημιτελικούς. Σε 14 παγκόσμια πρωταθλήματα που συμμετείχαμε, φτάσαμε δύο φορές στην τρίτη θέση (2005, 2015). Σε 8 παγκόσμια κύπελλα, μια φορά στη δεύτερη (το 1997 στην Αθήνα). Και στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, από τα οποία δεν απουσιάσαμε σχεδόν ποτέ τα τελευταία 30 χρόνια, δεν ευτυχήσαμε να πάρουμε μετάλλιο.
Το ελληνικό πόλο ήταν, ανέκαθεν, μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη, όμως πάντα «κάτι του έλειπε» για να κάνει την υπέρβαση. Από το 1999 έως το 2017 η Εθνική έπαιξε σε ημιτελικό μεγάλης διοργάνωσης επτά φορές, και ηττήθηκε και τις επτά. Εμοιαζε με «κατάρα», από την οποία απαλλαχτήκαμε -επιτέλους- προχθές στο Τόκιο.
Γι’ αυτό το «βήμα παραπάνω» πάλεψαν μέσα στο χλώριο γενιές και γενιές. Ο Μίχαλος, οι Δαμάσκοι, ο Παλιός, ο Σιταρένιος, ο Σταθάκης, ο Λοράντος, ο Παπαναστασίου senior, ο Βενετόπουλος, ο Χατζηθεοδώρου, ο Αρώνης, ο Μαυρωτάς, οι Αφρουδάκηδες, ο Βλοντάκης, ο (Κυριάκος) Γιαννόπουλος, ο Σαμαρτζίδης, ο Δεληγιάννης, ο Πάτρας, ο Χατζής, ο Θωμάκος… Τεράστιοι αθλητές, που το πόλο τους έδωσε λιγότερα απ’ όσα τους άξιζαν. Αλλά τώρα, ήρθαν οι απόγονοί τους για να τους δικαιώσουν.
Στο Τόκιο η Εθνική τα κατάφερε. Με τον Γενιδουνιά και τον Φουντούλη, τον αρχηγό. Είναι αυτός που στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της αθλητικής του ζωής ζήτησε συγγνώμη από τους Ελληνες, επειδή πανηγύριζε σε μια τόσο δύσκολη στιγμή για τη χώρα – το ελληνικό πόλο έχει μακρά παράδοση στα «καλά παιδιά». Με τον Παπαναστασίου τζούνιορ, ο οποίος αγωνιζόταν στον ημιτελικό την ώρα που το σπίτι της οικογένειάς του στην Αγία Αννα παραδινόταν στις φλόγες. Με τον Αργυρόπουλο, τον Δερβίση, τον Γκιουβέτση, τον Βλαχόπουλο, τον Κολόμβο, τον Σκουμπάκη, τον Καπότση, τον Μουρίκη. Με τον Ζερδεβά, τον 24χρονο που στην πρώτη του συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας του τουρνουά.
Τα κατάφερε με τον πιο εμφατικό τρόπο:
– Την Ουγγαρία, την ομάδα – μύθο της παγκόσμιας υδατοσφαίρισης με τα 15 Ολυμπιακά μετάλλια (9 χρυσά), δεν την είχαμε νικήσει, ποτέ, στους Αγώνες. Το κάναμε στο Τόκιο, και μάλιστα δύο φορές μέσα σε μερικές μέρες.
– Τις ΗΠΑ, που είχαμε να τις κερδίσουμε 25 ολόκληρα χρόνια, τις κατατροπώσαμε με 14-5.
– Τερματίσαμε πρώτοι στον όμιλό μας για πρώτη φορά μετά το 2004.
– Φτάσαμε στον τελικό αήττητοι. Νικήσαμε σε έξι από τα επτά παιχνίδια μας (μεταξύ άλλων, και την οικοδέσποινα Ιαπωνία), και φέραμε μόνο μια ισοπαλία: 6-6 με την παγκόσμια πρωταθλήτρια Ιταλία (αν και είχαμε προηγηθεί στο σκορ με 6-2).
– Και στον προημιτελικό, εκεί που τα όνειρά μας σχεδόν πάντα ναυαγούσαν, κερδίσαμε με άνεση (10-4) το Μαυροβούνιο, το οποίο δεν είναι διόλου αμελητέα δύναμη. Είχε τερματίσει στην 4η θέση το 2016 στο Ρίο, και σε άλλες δύο Ολυμπιακές διοργανώσεις.
Τα κατάφερε, παρά το γεγονός οτι στην Ελλάδα οι πολίστες είναι ερασιτέχνες, με τις ανάλογες, φτωχικές απολαβές. Οσοι δεν βγάζουν το ψωμί τους στο εξωτερικό, αγωνίζονται σε ένα χαμηλής δυναμικότητας πρωτάθλημα και -οι περισσότεροι- προπονούνται σε πισίνες απαρχαιωμένες, σε παγωμένο νερό τον χειμώνα και μέσα σε ένα σύννεφο από κουνούπια το καλοκαίρι. Στο Τόκιο είχαν να ανταγωνιστούν φημισμένες «σχολές» του αθλήματος, και αντιπάλους επαγγελματίες, στους οποίους παρέχονται όλες οι πιθανές ανέσεις. Τις εγκαταστάσεις της Ουγγαρίας, της Κροατίας, της Σερβίας, ή της Ιταλίας, δεν μπορεί ούτε να τις φανταστεί όποιος δεν τις έχει δει από κοντά. Στο αθλητικό κέντρο της Φερεντσβάρος, στη Βουδαπέστη, μπαίνεις με το δακτυλικό σου αποτύπωμα…
Τα κατάφερε με ομοψυχία, θέληση, αυτοπεποίθηση, πειθαρχία και άμυνα για σεμινάριο. Με τη «σφραγίδα» του προπονητή της, Θοδωρή Βλάχου, που την ανέλαβε τον Δεκέμβριο του 2014 και, ήδη, την έχει οδηγήσει στην κατάκτηση τεσσάρων μεταλλίων σε διοργανώσεις παγκοσμίου επιπέδου, μαζί με το σημερινό. Προηγήθηκαν, τρία «χάλκινα»: ένα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2015, κι άλλα δύο σε World League (2016, 2021). Επίσης, μια 4η θέση στο Παγκόσμιο του 2017, άλλη μια 4η στο Ευρωπαϊκό του 2016, και η 6η στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Στα 52 του χρόνια ο τεχνικός από τον Βόλο είναι ο μόνος Ελληνας που έχει κερδίσει μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και World League. Αλλά και ως προπονητής του Ολυμπιακού (από το 2011) έχει να επιδείξει ένα Τσάμπιονς Λιγκ (2018) κι άλλους 20 τίτλους.
Παλιός πολίστας (στον ΝΟΒΑ, τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ), ο Βλάχος άρχισε την καριέρα του στους πάγκους το 2000, και έμαθε τα «μυστικά» του αθλήματος δίπλα σε μεγάλες μορφές της προπονητικής, όπως ο Κροάτης Ντράγκαν Ματουτίνοβιτς, ο Ούγγρος Ζόλταν Κάσας και ο, επίσης Κροάτης, Βέσελιν Τζούχο. Λάτρης της πειθαρχίας, δεν δίστασε να αφήσει εκτός Εθνικής έναν υπερπολύτιμο παίκτη, τον Αλέξανδρο Γούνα, που είχε υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. Η φιλοσοφία του για το τι σημαίνει ομάδα, δεν απέχει πολύ από εκείνη του Οτο Ρεχάγκελ. Αλλά και η πορεία της Εθνικής υδατοσφαίρισης μοιάζει αρκετά με εκείνη της Εθνικής ποδοσφαίρου το 2004.
Ενα πρόσθετο αβαντάζ της ομάδας που θριάμβευσε στο Πεκίνο, ήταν η ομοιογένεια. Εννέα από τους διεθνείς μας ανήκουν στον Ολυμπιακό – κι εκεί τους προπονεί ο ίδιος άνθρωπος. Ο Βλάχος, τους γνωρίζει άριστα, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους.
Κι όμως, ο κυριακάτικος τελικός στο Τόκιο μπορεί να ήταν το τελευταίο παιχνίδι του ομοσπονδιακού τεχνικού στον πάγκο της Εθνικής! Οχι, βεβαίως, επειδή δεν έφερε το χρυσό μετάλλιο, αλλά γιατί -όπως έχει κυκλοφορήσει- η νέα διοίκηση της ομοσπονδίας δεν θέλει part-time προπονητές, που εργάζονται, ταυτοχρόνως, και σε κάποιο σύλλογο. Για τον ίδιο λόγο η ΕΟΚ είχε απολύσει, τον Δεκέμβριο του 2008, τον Παναγιώτη Γιαννάκη (που δούλευε και στον Ολυμπιακό), και η Εθνική μπάσκετ πλήρωσε πολύ ακριβά αυτή τη φαεινή ιδέα. Δεκατρία χρόνια μετά, ακόμη δεν έχει δει «άσπρη μέρα».
Αυτό το μετάλλιο, το πρώτο μας στην υδατοσφαίριση Ανδρών και τέταρτο της χώρας μας στο Τόκιο, δεν θα σβήσει φωτιές. Αλλά είναι ένα παράθυρο χαράς, σε ώρες μεγάλης δοκιμασίας για την Ελλάδα.