Ο πατέρας του τον προόριζε για στρατιωτικό. Ηταν ένα δυνατό και ατρόμητο αγόρι. Η μητέρα του ήθελε να τον δει ιερέα, επειδή ήταν καλόψυχος και δοτικός. Ο ίδιος, το μικρότερο από τα 13 παιδιά της οικογένειας, δεν έβλεπε την ώρα να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια του χωριού του, να βγάλει χρήματα και να βοηθήσει τ’ αδέλφια του. Εγκατέλειψε το σπίτι του, στο Κουτσοπόδι του Αργους, σε ηλικία 13 ετών. Εζησε για λίγο στον Πειραιά, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, όμως πολύ σύντομα πήρε τη μεγάλη απόφαση: να δοκιμάσει την τύχη του στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών. Οταν μπήκε στο καράβι για την Αμερική, ούτε που μπορούσε να φανταστεί πού θα τον έβγαζε αυτό το ταξίδι.
Ανήλικος ακόμη, ο Χριστόφορος Θεοφίλου -αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα- έπιασε δουλειά ως λαντζέρης σε εστιατόριο της Νέας Υόρκης, που είχε έλληνα μάγειρα. Στον ελεύθερο χρόνο του το χωριατόπαιδο, που γεννήθηκε σαν σήμερα (2 Ιανουαρίου) το 1897, περιπλανιόταν σαστισμένο κάτω από τους ουρανοξύστες που του έκρυβαν τον ουρανό. Μια μέρα τα βήματά του τον οδήγησαν, εντελώς τυχαία, σε έναν αγώνα «κατς» (ελεύθερης πάλης). Ετσι όπως τριγυρνούσε στους δρόμους του Μανχάταν, άκουσε φωνές πλήθους. Τις ακολούθησε, έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα και παρακολούθησε τα τελευταία λεπτά της αναμέτρησης. Είδε τους θεατές να αποθεώνουν τον νικητή, κι έπειτα να τον συνοδεύουν έως τη λιμουζίνα που τον περίμενε απέξω.
Με τον πρώτο του μισθό γράφτηκε σε ένα γυμναστήριο και άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος. Οταν ένιωσε έτοιμος, παραιτήθηκε από το εστιατόριο και έφυγε για το Μεξικό. Είχε διαβάσει σε μια αγγελία ότι στη Σάντα Κρουζ αναζητούσαν επαγγελματίες παλαιστές. Αγωνίστηκε, νίκησε, όμως οι διοργανωτές… έγιναν καπνός, χωρίς να τον πληρώσουν. Εμεινε χωρίς στέγη, φαγητό και χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής. Αλλά, ευτυχώς, παντού υπάρχει ένας Ελληνας. Με δανεικά βρέθηκε ξανά στις ΗΠΑ, αυτή τη φορά στο Σαν Φρανσίσκο, όπου έδινε αγώνες σε αυτοσχέδιες αρένες. Επαιρνε 50 σεντς για κάθε νίκη – περίπου όσο ήταν το μεροκάματο του λαντζέρη.
Η φήμη του δεν άργησε να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Καλιφόρνια. Ηταν 19 ετών όταν ένας ιταλός ατζέντης τού πρόσφερε 500 δολάρια -μυθικό ποσό για την εποχή- για να παλέψει με τον Μπέρσον, έναν από τους πιο δημοφιλείς κατσέρ στη δυτική ακτή. Ο νεαρός από το Αργος νίκησε τον (πολύ πιο ψηλό και σωματώδη) αντίπαλό του, και την άλλη μέρα έγινε πρωτοσέλιδος. Αλλά όχι με το δικό του όνομα, που οι Αμερικανοί δυσκολεύονταν να προφέρουν. Ενας αθλητικογράφος, ο Ρόσκο Φόσετ, τον βάφτισε «Λόντον», επειδή «London» ονομαζόταν η αρένα του Πόρτλαντ, στην οποία διεξήχθη ο αγώνας.
Αργότερα το «Λόντον» το έκανε «Λόντος», επί το ελληνικότερον, ο ίδιος ο αθλητής. Και για μικρό όνομα διάλεξε το Τζιμ. Μάλλον προς τιμήν του πατρινού υπεραθλητή της πάλης, Δημήτρη (Τζιμ) Τόφαλου, που ανέλαβε μάνατζερ και προπονητής του όταν έφτασε στην Αμερική για να κάνει καριέρα… τενόρου. Ως Τζιμ Λόντος, πλέον, ο Χριστόφορος λατρεύτηκε ως «ροκ σταρ». Ηταν όμορφος σαν ζεν πρεμιέ του σινεμά, με αγαλματένιο κορμί και μικρόσωμος για τα μέτρα του «κατς», σε έναν κόσμο γεμάτο θηριώδεις, κακομούτσουνους παλαιστές με απωθητικά «παρατσούκλια» («Στραγγαλιστής», «Γορίλας», «Κτήνος», «Φονιάς» κ.ά.). Ο ιδανικός Δαυίδ που νικά τον Γολιάθ.
Οι θεατές ταυτίζονταν μαζί του, και οι διοργανωτές των αγώνων φρόντιζαν να τους δίνουν αυτό που ήθελαν να βλέπουν. Στις δεκαετίες των ’20s και των ’30s, ακόμη και μετά το οικονομικό «κραχ», οι παραστάσεις του Λόντου γέμιζαν τις εξέδρες ασφυκτικά (υπάρχει αγώνας του που έκοψε 105.000 εισιτήρια), και το «αεροπλανικό» του κόλπο ενθουσίαζε το κοινό. Τι ήταν αυτό; Σήκωνε πολύ πιο μεγαλόσωμους αντιπάλους του ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, και αφού τους στριφογύριζε, τους πετούσε στο ταπί.
Από το 1930 έως το 1946, που αποσύρθηκε, έδωσε περισσότερους από 2.500 αγώνες και ηττήθηκε σε λιγότερους από δέκα! Κέρδισε αμέτρητα εκατομμύρια δολάρια, κι έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος αθλητής εκείνης της εποχής, σε όλα τα σπορ. Οι Ελληνες της Αμερικής είχαν κολλήσει τη φωτογραφία του με τη χρυσή ζώνη στη μέση στις βιτρίνες των καταστημάτων τους, ενώ για τις υπόλοιπες μειονότητες ήταν «λαϊκός ήρωας». Στην Ελλάδα μάθαιναν για τα κατορθώματά του από τις αθηναϊκές εφημερίδες, που περιέγραφαν ακόμη και φανταστικές αναμετρήσεις του με ανθρωπόμορφα τέρατα.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε ένα ζεϊμπέκικο προς τιμήν του. Ο Παναγιώτης Τούντας, ένα τραγούδι με τίτλο «Στον λεβέντη μας Τζιμ Λόντο», που ερμήνευσε η Ρόζα Εσκενάζυ. Σε μια από τις επισκέψεις του στην Ελλάδα, τον δέχτηκε στο γραφείο του ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Ερχόταν, πού και πού, για να παλέψει στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το οποίο γέμιζε ασφυκτικά. Εκεί έδωσε και τον τελευταίο του αγώνα, το 1959. Στα 62 του κατατρόπωσε έναν Βρετανό, που ήταν καμιά τριανταριά χρόνια νεότερος.
Το 1969 ένας δημοσιογράφος των New York Times τον είχε ρωτήσει, εάν ήταν ευτυχισμένος με όσα έζησε. Ο Λόντος του απάντησε πως τα χρήματα ήρθαν πολύ αργά. Το όνειρό του ήταν να τελειώσει το σχολείο στο Αργος και να σπουδάσει Φιλοσοφία. Παλαιστή τον έκανε η ανάγκη. Πέθανε στην Καλιφόρνια, στις 19 Αυγούστου 1975, από ανακοπή καρδιάς.