Πριν από δύο δεκαετίες ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Φρανσουά Πινό προσπάθησε για πρώτη φορά να χτίσει ένα μουσείο στο Παρίσι για να στεγάσει την σπουδαία συλλογή σύγχρονης Τέχνης που έχει δημιουργήσει. Αλλά δεν τα κατάφερε εξαιτίας γραφειοκρατικών εμποδίων και καθυστερήσεων. Σε ένα συναισθηματικό άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde, ο Πινό έγραψε τότε για την «τεράστια απογοήτευσή του» και ανακοίνωσε την απόφασή του να ανακαινίσει το Παλάτσο Γκράσι στη Βενετία.
«Δεν μου αρέσει να υποτάσσομαι ή να παραιτούμαι», δήλωσε ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, του οποίου η περιουσία σύμφωνα με τον Forbes αγγίζει τώρα τα 55 δισ., εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους μετακόμισε στην Ιταλία: «Μετά τη Βενετία, θα ήθελα να προσθέσω και άλλες πόλεις στην Ευρώπη, και ελπίζω, μια μέρα, στη Γαλλία».
Ο 84χρονος ξεκίνησε με μια επιχείρηση ξυλείας στην πατρίδα του τη Βρετάνη και συνέχισε χτίζοντας τον όμιλο πολυτελών ειδών Kering, ο οποίος κατέχει τους Gucci και Yves Saint Laurent. Τελικά πέτυχε και τον φιλόδοξο στόχο του, γράφουν οι Financial Times.
Στις 22 Μαΐου, ο Πινό έκανε τα εγκαίνια του μουσείου του στο σχολαστικά ανακαινισμένο Bourse de Commerce (Χρηματιστήριο), στην καρδιά του Παρισιού και σε μικρή απόσταση από τους ναούς τέχνης της γαλλικής πρωτεύουσας, το Λούβρο και το Κέντρο Πομπιντού.
Το νέο μουσείο κυριαρχεί επίσης στην περιοχή Λε Αλ, η οποία αναζωογονείται συνεχώς μετά την κατάρρευσή της που είχε αρχίσει τη δεκαετία του 1970, όταν η υπαίθρια αγορά τροφίμων αντικαταστάθηκε από ένα δεύτερης κατηγορίας εμπορικό κέντρο και έναν σταθμό μεταφορικών μέσων. Το Μουσείο Πινό βρίσκεται στη δυτική πλευρά ενός καταπράσινου πάρκου, που περιβάλλεται από καφετέριες γεμάτες πλέον με κόσμο αμέσως μετά την χαλάρωση των μέτρων της πανδημίας.
Οπως είπε ο Πινό, ελπίζει ότι ο εκθεσιακός χώρος των 7.000 τ.μ., στον οποίο θα παρουσιάζονται εκ περιτροπής εκθέσεις από τη συλλογή των 10.000 έργων του και από άλλα ιδρύματα, θα προσελκύσει ένα ευρύ κοινό και ότι θα κερδίσει ακόμη και τους σκεπτικιστές της σύγχρονης Τέχνης που προτιμούν τα κλασικά.
«Η τέχνη από το παρελθόν είναι ενδιαφέρουσα, αλλά πρέπει να προσέξουμε τι συμβαίνει στον κόσμο σήμερα και επίσης στο μέλλον», είπε σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του.
Το νέο μουσείο της Συλλογής Pinault στεγάζεται σε ένα οικοδόμημα, που είχε υποστεί πολλές αλλαγές χρήσης από τον 16ο αιώνα οι οποίες εξακολουθούν να είναι όλες ορατές. Υπάρχει η λεγόμενη στήλη Μέντιτσι, που είχε δημιουργήσει η βασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων για να παρατηρεί τα αστέρια. Ενα στρογγυλό πέτρινο πάτωμα χρονολογείται από την εποχή που η πόλη αποθήκευε εδώ σιτάρι για να ταΐσει τον πληθυσμό πριν από την Επανάσταση.
Στη συνέχεια, το 1889, το κτίριο ξαναχτίστηκε με αφορμή την Παγκόσμια Εκθεση στο Παρίσι. Απέκτησε θόλο από χυτοσίδηρο και γυάλινη οροφή. Ηταν ένα εντυπωσιακό σκηνικό, που φιλοξενούσε το χρηματιστήριο και τις δουλειές των εμπόρων ζάχαρης, καφέ και κακάο οι οποίοι έχτισαν τον πλούτο της Γαλλίας την εποχή της αποικιοκρατίας.
Και τώρα, μετά από μια τετραετή ανακαίνιση, κόστους 160 εκατ. ευρώ, σε σχέδια του Ταντάο Αντο, το κτίριο απέκτησε μια μινιμαλιστική χροιά και μια κυλινδρική κολόνα από σκυρόδεμα ύψους 9 μέτρων κάτω από τον φωτεινό θόλο του. Ηταν η τρίτη παραγγελία του Πινό στον βραβευμένο με Πρίτσκερ ιάπωνα αρχιτέκτονα, μετά το Παλάτσο Γκράσι (2006), και ένα δεύτερο μουσείο στη Βενετία σε ένα παλιό ναυτικό τελωνείο στην Πούντα Ντελα Ντογάνα (2009). Και τα τρία είναι ιστορικά κτίρια τα οποία ο Ταντάο Αντο ανακαίνισε υποδειγματικά προσθέτοντας μοντέρνα στοιχεία από τσιμέντο, γυαλί και φως.
Στο Bourse de Commerce, πάντως, δεν αισθάνεται κανείς ότι βρίσκεται σε ένα τυπικό μουσείο. Ο έλεγχος εισιτηρίων βρίσκεται έξω από το κτίριο και λόμπι δεν υπάρχει, μπαίνει κανείς αμέσως στον κεντρικό εκθεσιακό χώρο. Οι εκθεσιακοί χώροι είναι επίσης ασυνήθιστοι καθώς περιβάλλουν τον κεντρικό θόλο ενώ ένα απαλό φυσικό φως περνάει από τα παράθυρα, που υπάρχουν τόσο στους εξωτερικούς όσο και στους εσωτερικούς τοίχους, δημιουργώντας επιπλέον μια υπέροχη αλληλεπίδραση μεταξύ των έργων τέχνης και του ίδιου του κτιρίου.
Προϋπόθεση της 50ετούς μίσθωσης που υπέγραψε ο Πινό με τον δήμο του Παρισιού, ήταν η αποκατάσταση του ιστορικού κτιρίου χωρίς ριζικές αλλαγές. Αποκαταστάθηκε επίσης η πανοραμική ελαιογραφία «Triumphal France» στον θόλο του κτιρίου που απεικονίζει τις δόξες της αποικιοκρατίας και της τεχνολογικής προόδου, και είναι γεμάτη με στερεοτυπικές εικόνες αφρικανών πολεμιστών και γκέισες.
Ωστόσο, η τέχνη που προβάλλεται σε οθόνες εξισορροπεί τον ρατσισμό της τοιχογραφίας μιας άλλης εποχής. Στον δεύτερο όροφο, το πορτρέτο μιας νεαρής μαύρης, έργο της Βρετανογκανέζας ζωγράφου Λινέτ Γιαντόμ-Μποάκιε, κρέμεται δίπλα σε ένα εσωτερικό παράθυρο μέσα από το οποίο είναι ορατή η αποικιακή τοιχογραφία. Λειτουργεί σχεδόν σαν μια λεπτή οπτική επίπληξη, εξηγεί ο Μαρτίν Μπετενό, διευθύνων σύμβουλος της συλλογής Πινό στο Bourse de Commerce: «Η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει να αναπλαισιώσουμε το παρελθόν του κτιρίου», λέει.
Ένα άλλο παράδειγμα του διαλόγου μεταξύ του κτιρίου και της τέχνης δίνεται με την έκθεση περίπου 30 έργων του Ντέιβιντ Χάμονς, ενός διακεκριμένου αφροαμερικάνου καλλιτέχνη, ο οποίος με το έργο του διερευνά τη μαύρη εμπειρία στις ΗΠΑ. Ο Χάμονς ζήτησε το έργο του «Minimum Security» («Ελάχιστη Ασφάλεια») να τοποθετηθεί μπροστά από μια τοιχογραφία η οποία απεικονίζει έναν χάρτη των θαλάσσιων διαδρομών του 19ου αιώνα που δημιούργησαν τον πλούτο της Ευρώπης.
Το έργο, ένα σκουριασμένο μεταλλικό κλουβί με μια απειλητική πόρτα μέσα στο οποίο υπάρχει ένα σκουριασμένο κρεβάτι, είναι εμπνευσμένο από ένα κελί στις πολιτειακές φυλακές του Σαν Κουέντιν στην Καλιφόρνια. «Ο Χάμονς ήθελε να αντιπαραβάλει το έργο του με τον χάρτη και να είναι σκοτεινό εδώ πέρα για να προκαλεί φόβο», λέει ο Μπετενό.
Πολλά από τα εκθέματα, τα οποία επέλεξε ο ίδιος ο Πινό για τα εγκαίνια του μουσείου, έχουν ανάλογα πολιτικά μηνύματα, διακριτικά ή όχι: «Ηταν εδώ κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε καλλιτέχνης είναι μια αντανάκλαση του προσωπικού του γούστου και του οράματός του», λέει ο Μπετενό στους Financial Times.
Μια τόσο (υπερβολικά) ακτιβιστική επιλογή έργων ήταν μη αναμενόμενη εκ μέρους του πλούσιου προστάτη των τεχνών, ειδικά στη Γαλλία όπου οι φυλετικές συζητήσεις παραμένουν ταμπού και περίπλοκες. Η Γαλλία έχει από καιρό καθιερωθεί ως «τυφλή στα χρώματα», επειδή υποτίθεται ότι είναι μια «καθολική» δημοκρατία, όπου όλοι είναι ίσοι βάσει του νόμου. Οι άνθρωποι υποτίθεται ότι πρώτα από όλα είναι πολίτες και δεν δίνεται μεγάλη έμφαση στις εθνικές, θρησκευτικές ή σεξουαλικές τους ταυτότητες. Πέρυσι, όταν έγιναν στο Παρίσι διαμαρτυρίες του κινήματος Black Lives Matter, η πολιτική εξουσία τις υποδέχτηκε με σύγχυση, και ο πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν προέτρεψε τους διαδηλωτές να μην χτυπούν αγάλματα σκλάβων και αποικιοκρατών, όπως σε άλλες χώρες.
Αλλά στο Bourse de Commerce ο Πινό είναι «chez lui» («στο σπίτι του») και άρα ελεύθερος να προκαλεί. Το project είναι επίσης ένα σημάδι για το πώς τα ιδιωτικά χρήματα αλλάζουν τώρα την πολιτιστική σκηνή της Γαλλίας, όπου το κράτος υπήρξε από καιρό ο πρωταρχικός υποστηρικτής των μουσείων, ενώ επιπλέον είναι σημαντικός χορηγός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τα τελευταία χρόνια αρκετές πλούσιες οικογένειες Γάλλων έχουν δημιουργήσει νέα ιδρύματα τέχνης στο Παρίσι, με αυξανόμενη επιρροή στις γαλλικές τέχνες. Απομένει να δούμε πώς θα αλληλεπιδράσουν και θα ανταγωνιστούν με μουσεία, που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση, και τα οποία συχνά έχουν περιορισμένο προϋπολογισμό.
Το πιο μεγαλειώδες ίδρυμα τέχνης δημιουργήθηκε από τον Μπερνάρ Αρνό, τον δισεκατομμυριούχο ιδρυτή του ομίλου ειδών πολυτελείας LVMH, ο οποίος το 2014 εγκαινίασε το Fondation Louis Vuitton στο δυτικό άκρο του Παρισιού σε ένα εντυπωσιακό κτίριο που σχεδίασε ο Φρανκ Γκέρι.
Οι Αρνό και Πινό, εδώ και πολλά χρόνια επιχειρηματικοί αντίπαλοι, πρόσφατα -αν και προσωρινά- παραιτήθηκαν από αυτόν τον ανταγωνισμό. Ο Πινό κάλεσε τον Αρνό στο Bourse de Commerce πριν από τα επίσημα εγκαίνια και οι διακεκριμένοι συλλέκτες πέρασαν δύο ώρες μαζί στο μουσείο. Ακριβώς το ίδιο είχαν κάνει και στον χώρο του Αρνό πριν από τα εγκαίνιά του.