Τα αμερικανικά Πανεπιστήμια, ειδικά τα «αχτύπητα» της Ivy League, χαίρουν –κατά κανόνα δικαίως– αίγλης αξεπέραστης, διεθνώς, πόσο μάλλον στην ελληνική πραγματικότητα. Οι απόφοιτοι του Χάρβαρντ, του Γέιλ, του Κολούμπια, του Κορνέλ, που συνήθως είναι πλανητάρχες, πρωθυπουργοί, διαπρεπείς επιστήμονες και πάντως μέλη κάποιας επαγγελματικής ελίτ, κάνουν τους κοινούς θνητούς να αλληθωρίζουν με την κοινωνική αύρα που τους συνοδεύει. Αναλογικά, όσοι επιλέγονται για να τους διδάσκουν, διεκδικούν ένα είδος αυθεντίας, αν μη τι άλλο μια επιστημονική βεβαιότητα κορυφής που λίγοι στο είδος τους απολαμβάνουν. Κι αν συμβαίνουν αμφότερα, αν κάποιος δηλαδή έχει φοιτήσει σε ένα από αυτά κι αργότερα έχει υπάρξει καθηγητής του, παρουσιάζει διπλές πιθανότητες κοινωνικού εκλεκτικισμού, όχι άσχετου και με ένα αίσθημα επιστημονικού μεγαλείου.
Ο Ιωάννης Ιωαννίδης, αναγνωρίσιμος πια στην μικρή ελληνική κοινωνία και με φυζίκ που δεν λησμονείται εύκολα (αισθητικής ‘70s – μακρύ μαλλί, μουστάκι και αδυναμία στα λευκά κοστούμια), εμπίπτει στην τελευταία κατηγορία, τού φοιτητής και καθηγητής (κατά το παρελθόν) στο Χάρβαρντ.
Eχει ανδρωθεί επιστημονικά στα καλύτερα Ιδρύματα, μεταξύ άλλων στο Ταφτς της Βοστώνης και το Ιμπίριαλ Κόλετζ, έχει θητεύσει δίπλα στον ιταλοαμερικανό σταρ των Λοιμωδών Αντονι Φάουτσι τον καιρό του AIDS, ενώ σήμερα είναι καθηγητής Παθολογίας, Ερευνας, Πολιτικής Υγείας και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Διαθέτει βιογραφικό ιλιγγιώδες και βαρύ, με τίτλους και περγαμηνές, βραβεία και διακρίσεις.
Από την περασμένη άνοιξη, που ο ιός SΑRS–CoV–2 έκανε αισθητή την παρουσία του, ο καθηγητής διατράνωνε σε αμερικανικά και διεθνή δίκτυα, όπως το Fox News και το CNN, με εσωτερική γαλήνη που θα τη ζήλευαν και πιστοί του βουδισμού, την αιρετική του άποψη περί πανικού που δεν θα έπρεπε να μας έχει κατακλύσει. Δεν έχουμε τα επιστημονικά δεδομένα που θα λειτουργούσαν ως άλλοθι του, επεσήμαινε, υποβαθμίζοντας στην ουσία τα σκληρά μέτρα, τα απαγορευτικά και τις καραντίνες.
Και την ώρα που άλλοι ειδικοί προέτρεπαν «Μένουμε σπίτι», εκείνος υπέθετε ότι ο ιός είναι λιγότερο επικίνδυνος από όσο διαφαινόταν. Οι δρακόντειες πολιτικές, δήλωνε, θα μπορούσαν να βλάψουν περισσότερο από ότι να ωφελήσουν. Χωρίς εμπεριστατωμένη επιστημονική γνώση, πίστευε ότι θα δούμε το φαινόμενο του ελέφαντα που δέχεται επίθεση από γάτα. Στην προσπάθεια του να την αποφύγει, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πέσει στον γκρεμό και να χάσει τη ζωή του.
Η δημοσιότητα και ο Τραμπ
Σε συγκυρία διαφορετική, θέσεις τέτοιας υφής μπορεί και να έμεναν στο αποστειρωμένο επιστημονικό περιβάλλον. Ελαβαν όμως τεράστια δημοσιότητα. Ο καθηγητής μέτρησε 18 εμφανίσεις στα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα των Ηνωμένων Πολιτειών, επιμένοντας ότι η μη δημοσιοποίηση των θέσεων του ενδεχομένως απέβαινε επικίνδυνη. Και να σου ο Ντόναλντ Τραμπ – που κονταροχτυπιόταν με τον Φάουτσι για τα μέτρα. Και να σου τα δεξιόστροφα εξαμβλώματα του τύπου QAnon (κίνημα που δαιμονοποιεί τους Δημοκρατικούς και εμφανίζει στον απερχόμενο αμερικανό πρόεδρο σε ρόλο υπερήρωα), οι αρνητές της μάσκας, η κατάποση των απολυμαντικών. Η αμφισβήτηση, θεμελιώδης αξία της Επιστήμης, μετατρέπεται σε εργαλείο στα χέρια επικίνδυνων.
Ισως ο καθηγητής να μη δεχόταν τόσο δριμεία κριτική, αν όπως διαπιστώνει ο επιδημιολόγος Στιβ Γκούντμαν, στενότατος συνεργάτης του Ιωαννίδη στο Στάνφορντ, δεν είχε πολιτικοποιηθεί η επιστήμη, ή ακριβέστερα αν η επιστήμη δεν γινόταν χαλί για να πατήσει η άποψη των πολιτικών αμφισβητιών της, που ζητούσαν επανεκκίνηση της Οικονομίας.
Η τραγική ειρωνεία στην ιστορία αυτή είναι ότι ο Ιωαννίδης ακολούθησε τη συνήθη μανιέρα του, αυτή που τον έκανε τρανό, όταν απέδειξε πριν από 15 χρόνια, ότι οι περισσότερες επιστημονικές έρευνες είναι ανακριβείς – με τη μελέτη υπό τον τίτλο «Why Most Published Research Findings Are False», την πιο διάσημη και πολυδιαβασμένη στην ιστορία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Επιστημών. Τσαπατσουλιά, προσωπικές προκαταλήψεις, οικονομικά κίνητρα, δίψα για δημοσιότητα έχουν τη δύναμη, έλεγε τότε, να οδηγήσουν σε ευρήματα ύποπτα και πάντως εύκολα αμφισβητήσιμα.
Η εμμονή στα data όμως, που κάποτε κατάφερε να τον εκτοξεύσει, σήμερα του καταφέρνει γερό πλήγμα – μόνο το πρόσφατο δημοσίευμα της Waghington Post να δει κανείς, φτάνει. Μόλις σε λίγους μήνες μετά την έλευση της πανδημίας, με χιλιάδες νεκρούς και τρομακτική μεταδοτικότητα, ο κ. Ιωαννίδης δεν μπορεί πια να λέει ότι ο κορονοϊός μοιάζει με την κοινή γρίπη. Η αδράνεια που συνιστούσε την άνοιξη, θα μπορούσε να αποβεί ακόμη πιο μοιραία. Ο Μαρκ Λίπσιτς, καθηγητής Επιδημιολογίας του Χάρβαρντ, χαρακτήριζε από τότε απλοϊκή, σχεδόν αφελή μια τέτοια προσέγγιση, αλλά ο Ιωαννίδης εξακολουθούσε να στέκεται απέναντι.
Το παιχνίδι έμελλε να χοντρύνει ακόμη πιο πολύ η ιστοσελίδα BuzzFeed News, η οποία συνέδεσε ανοικτά τη στατιστική έρευνα που εκπόνησε ο καθηγητής εξάγοντας δείκτες θνησιμότητας με τη χρηματοδότησή της (του οικείου ταμείου ερευνών του Πανεπιστημίου, για την ακρίβεια) από τον Ντέιβιντ Νίλμαν, ιδιοκτήτη της μεγάλης αμερικάνικης αεροπορικής εταιρείας JetBlue και φανατικό υποστηρικτή της ανοιχτής οικονομίας – και του Τραμπ ασφαλώς. Ο Ιωαννίδης αποκάλεσε ανόητους τους συνειρμούς και αρκέστηκε στο να διορθώσει συγκεκριμένα μεθοδολογικά λάθη.
Είχε ήδη μπει σε έναν ιδιότυπο πόλεμο. Ο καθηγητής που οι φοιτητές του τον περιγράφουν πάντοτε ευγενή, που κάνει με ποδήλατο τη διαδρομή σπίτι – πανεπιστήμιο και δεν διαθέτει καν λογαριασμό στο Twitter, έγινε πρωταγωνιστής σε εμετικά mail που στέλνονταν σε λογαριασμούς του πανεπιστημίου, αλλά και κακοήθους φημολογίας (θανάτου) αναφορικά με την ηλικιωμένη μητέρα του. Το YouΤube έξι εβδομάδες μετά τη «φόρτωση» του βίντεο με τις θεωρίες Ιωαννίδη (που είχαν ήδη δει εκατοντάδες χιλιάδες θεατές), εξαφάνισε κάθε αποτύπωμα του καθηγητή. Το επιχείρημα, ταπεινωτικό: καταστρατηγήθηκε η πολιτική της πλατφόρμας ως προς την παραπληροφόρηση για την Covid – 19. Ο ίδιος είδε πολλούς να του κραδαίνουν ως αποτυχία την πρόβλεψή του σε αριθμούς, όταν έλεγε ότι οι νεκροί στις ΗΠΑ θα έφθαναν τις 10.000 (μιλούσα για το κατώτατο όριο, έχει εξηγήσει ο ίδιος), ενόσω έχουν εκτοξευθεί τριάντα φορές πάνω.
Το παιδί – θαύμα και η τοκάτα
Στο επίσημο βιογραφικό του, δηλώνει ότι «χαίρεται να του υπενθυμίζουν ότι δεν ξέρει σχεδόν τίποτα», ο πόλεμος όμως αυτός υπερβαίνει τα τσιτάτα. Και για κάποιον που έχει μάθει να είναι πρώτος, δεν μπορεί παρά να είναι οδυνηρός. Παιδί – θαύμα από την εποχή που ήταν μαθητής στο Κολέγιο Αθηνών, με γερές επιδόσεις στη Μαθηματική επιστήμη, έχει κατακτήσει μεταξύ άλλων το Εθνικό Βραβείο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας, ενώ αποφοίτησε κορυφαίος του τμήματός του στη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τακτικός καθηγητής στο Στάνφορντ, θεωρείται μετρ της μετα – έρευνας. Συνδιευθύνει εξάλλου το συναφές Κέντρο METRICS, πάντα στο Στάνφορντ.
Οι εξελίξεις φαίνεται ότι τον έκαναν να αλλάξει στάση, αν όχι και γνώμη. Τον Οκτώβριο, μεσούντος του δεύτερου σφοδρού κύματος της πανδημίας, αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή του σε μανιφέστο (Τhe Great Barrington Declaration), συναδέλφων του, εκ των οποίων και στενοί συνεργάτες του, με αίτημα την επιδίωξη ανοσίας της αγέλης για τους νέους και παράλληλα μέτρα προστασίας για τους πιο ευάλωτους. Η επιστημονική σοφία δεν μπαίνει σε καλούπια αναφορών και αιτημάτων, ήταν η δική του απάντηση.
Παρά τους ήρεμους πλέον τόνους, από δημοσιογραφικής σκοπιάς ο κ. Ιωαννίδης παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρων και για ακόμη έναν λόγο. Διδάσκει σύγχρονη ελληνική ποίηση στο τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, με αφετηρία τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη. Και συγκριτικές αναφορές σε μεγάλους ευρωπαίους και αμερικανούς λογοτέχνες.
Είναι λάτρης της όπερας, δοκιμάζει μάλιστα κατά καιρούς τις δυνάμεις του γράφοντας λιμπρέτα, αλλά και της κλασικής μουσικής, η οποία προφανώς τον έχει επηρεάσει καταλυτικά. Αρκεί να δείτε κάποιους από τους τίτλους των επτά βιβλίων που έχει γράψει: «Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής, και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ», αλλά και «Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο», αμφότερα με όρους για μουσικά είδη που άνθισαν την εποχή της ύστερης Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Ο καθηγητής αγαπά αναμφίβολα τον Μπαχ, αλλά από ό,τι έδειξε το ταξίδι που έκανε το καλοκαίρι στο Βερολίνο, για την ομώνυμη Συμφωνική Ορχήστρα, τρέφει επίσης αδυναμία στον Μότσαρτ και τον Σούμπερτ. Oπως και να ‘χει, γνωρίζει άριστα τι εστί αρμονία και τέμπο, τονικό ύψος και μοτίβο, παραφωνία και φάλτσο. Ενα τέτοιο του «ξέφυγε» στο πεδίο της Επιστήμης και το άκουσε όλος ο πλανήτης.