Περίοδος επικίνδυνων πολιτικών εξελίξεων στην Τουρκία είναι αυτή που ανοίγεται τους αμέσως επόμενους μήνες, με βάση όχι κάποιες αόριστες πληροφορίες, αλλά τις διαρροές του ίδιου του προεδρικού παλατιού. Είναι ενδεικτικό το «σπινάρισμα» των τελευταίων 24ωρων, με βάση τις δηλώσεις του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν κατά το ταξίδι της επιστροφής από τη Ρώμη στην Αγκυρα, όσο και των πληροφοριών που διαχύθηκαν στα τουρκικά ΜΜΕ.
Ο Ερντογάν, συνοπτικά, εμφανίστηκε να είναι προβληματισμένος με την «επιθετικότητα» της Ελλάδας, να διαφωνεί με την πώληση Ραφάλ, λέγοντας μάλιστα στον Εμανουέλ Μακρόν ότι οι Ελληνες «δεν έχουν λεφτά», να τονίζει στον Τζο Μπάιντεν την ενόχλησή του για τη στάση των ΗΠΑ στη Συρία, αλλά και για την παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων στην Αλεξανδρούπολη. Επίσης, εμφανίστηκε σίγουρος ότι θα προχωρήσει η υπόθεση του εκσυγχρονισμού υφισταμένων και αγοράς νέων F-16 για την τουρκική Αεροπορία. Και, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν μίλησε για την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ εξέφρασε (στον Μακρόν) την δυσαρέσκειά του για την πρόσκληση της Ελλάδας στη Διάσκεψη που προγραμματίζεται στο Παρίσι για το μέλλον της Λιβύης.
Ιδιαίτερα από τον Λευκό Οίκο –πέρα από την ανακοίνωση που εκδόθηκε– φαίνεται ότι εστάλησαν τρία μηνύματα: Πρώτον, να απομακρυνθούν άμεσα οι Τούρκοι από τη Λιβύη, μαζί με όλες τις ξένες δυνάμεις. Δεύτερον, να σταματήσει η δημοκρατική οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό. Και, τρίτον, ότι για τα F-16 δεν μπορεί να παρακαμφθεί το Κογκρέσο. Ειδικά ως προς το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, ο Τζο Μπάιντεν είπε στον Ερντογάν ότι «θα συνεχίσουμε να εγείρουμε αυτά τα ζητήματα, διότι αυτό είμαστε ως χώρα, αυτό είμαι εγώ ως πρόεδρος», όποια τριβή και αν αυτά προκαλέσουν.
Για τον Ερντογάν, βέβαια, όλα αυτά ακούγονται περισσότερο ως υπεκφυγές, παρά ως ουσιαστικά προβλήματα. Λίγες ώρες μετά τη συνάντηση με τον Μπάιντεν, η τουρκική λίρα εμφανίστηκε να ανακτά κάποιο χαμένο έδαφος, ωστόσο αυτές οι τάσεις κρίνονται σε βάθος χρόνου και όχι παροδικά.
Ισως η πιο σημαντική ένδειξη για το πόσο καλά (δεν) πήγαν τα ραντεβού του Ερντογάν στη Ρώμη ήταν η απόφασή του να μη μεταβεί στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή Cop26 στη Γλασκώβη, με το επιχείρημα ότι η Βρετανία δεν μπορούσε να παρέχει στον ίδιο τα κριτήρια ασφαλείας που έθετε η Αγκυρα. Μάλιστα, η τουρκική πλευρά κατηγόρησε τους Βρετανούς ότι τα ίδια κριτήρια υιοθετήθηκαν για άλλους ηγέτες. Και προχώρησε, επιπλέον, στη διευκρίνιση ότι ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον ήθελε, αλλά οι Σκωτσέζοι διοργανωτές το αρνήθηκαν.
Οι παλινωδίες και οι διαρκείς μετατοπίσεις του τούρκου προέδρου δεν είναι νέο φαινόμενο. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο ίδιος και η κυβέρνησή του παρουσίασαν την εκτόνωση της κρίσης που είχε ξεκινήσει με τις απειλές για απέλαση 10 πρέσβεων, περίπου ως απόλυτη υπαναχώρηση των Δυτικών απέναντι στον… πολυχρονεμένο. Φαίνεται ότι η συγκεκριμένη υπόθεση έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από όσο διακρίνεται αυτή τη στιγμή.
Το συγκεκριμένο σκηνικό υποδηλώνει ότι η Δύση δεν πρόκειται να επιτρέψει στον Ερντογάν να συνεχίσει αυτές τις παλινωδίες. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, άλλωστε, ήδη κάποιες δυνάμεις αρχίζουν και αντιτάσσονται απέναντι σε επιλογές που μέχρι πρότινος θεωρείτο αδιανόητο να απορριφθούν. Την περασμένη εβδομάδα, το βασικό αντιπολιτευτικό κόμμα, το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό CHP (μαζί και το κουρδικό HDP), καταψήφισε την παράταση για δύο ακόμα χρόνια της παραμονής τουρκικού στρατού και αστυνομίας στο βόρειο Ιράκ και στη Συρία. Ουδέποτε, βέβαια, υπήρχε κίνδυνος καταψήφισης του νομοσχεδίου, ωστόσο καθίσταται σιγά σιγά ορατή μια δυσαρέσκεια για τις πολεμικές περιπέτειες του Ερντογάν στις γειτονικές χώρες. Η ρωσική παρουσία στη βόρεια Συρία και, κυρίως, η αδυναμία των Τούρκων να καθυποτάξουν και να ελέγξουν το σύνολο των περιοχών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι Κούρδοι, επιτείνουν το πολιτικό αδιέξοδό του.
Κυρίως, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), όπως και το ΙΥΙ (το οποίο, ως ακροδεξιό, υπερψήφισε τη σχετική παράταση), εμφανίζονται ως πιθανός συνασπισμός που θα αντικαταστήσει τον υφιστάμενο σε περίπτωση εκλογών και επιθυμούν να εμφανιστούν προς τη Δύση ως αξιόπιστοι συνομιλητές σε περίπτωση αποχώρησης ή πτώσης του Ερντογάν. Βέβαια, όλα αυτά με βάση αναλύσεις και δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται σε ένα κλίμα οικονομικού ζόφου και δυσπραγίας, πολύ μακριά από τις εκλογές του 2023.
Για τη Δύση και για την Ελλάδα, αναμένεται η επόμενη κρίση που θα προκύψει από κάποια τουρκική επιλογή…