Ο Γουίλιαμ Μπραντ Πιτ γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1963, αλλά ως ηθοποιός-φετίχ αποκαλύφθηκε στα μάτια των σινεφίλ το 1991, τη στιγμή που η κάμερα αγκαλιάζει κυριολεκτικά σαν χάδι το γυμνό του στήθος και το πρόσωπό του, στην ταινία «Θέλμα και Λουίζ».
Εκείνα τα 13 δευτερόλεπτα που ο Τζει Ντι – Μπραντ Πιτ αποπλανεί τη Θέλμα – Τζίνα Ντέιβις πυροδότησαν την αρχή μιας καριέρας και μιας ζωής, που το κοινό παρακολουθεί στενά, δεκάδες ταινίες, διθυράμβους και ανόητα κουτσομπολιά, αλλά και τολμηρές, σχεδόν πορνογραφικές φωτογραφίσεις για περιοδικά.
Τελευταία, το… παραλήρημα ξανάρχισε με το «Μια φορά κι έναν καιρό στο Χόλιγουντ» του Κουέντιν Ταραντίνο, στο οποίο ο Πιτ υποδύεται τον ιδανικό, για τον Πιτ, ρόλο του Κλιφ Μπουθ, κασκαντέρ και κολλητό φίλο του τηλεοπτικού σταρ Ροκ Ντάλτον – Λεονάρντο ντι Κάπριο. (Δείτε το trailer της ταινίας στο τέλος του κειμένου)
Οι New York Times είχαν γράψει κάποτε ότι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ «αντιπροσωπεύει το όνειρο της βιομηχανίας του κινηματογράφου για την Καλιφόρνια». Και τώρα, στη νέα του ταινία, ο Ταραντίνο αξιοποιεί την εμφάνιση και τη γοητεία του Πιτ για να δημιουργήσει άλλο ένα ηλιοφίλητο, χρυσαφένιο και πολύ λευκό καλιφορνέζικο όνειρο: μια μέρα καυτή, ο γυμνασμένος Πιτ-Μπουθ αρπάζει τα εργαλεία του και μια μπίρα και σκαρφαλώνει σε μια στέγη για να επιδιορθώσει την κεραία της τηλεόρασης.
Εκεί ψηλά στη στέγη πετάει το χαβανέζικο πουκάμισο και το φανελάκι του και μένει γυμνός από τη μέση και πάνω, γνέφοντας πονηρά στη «Θέλμα» του Ρίντλεϊ Σκοτ, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στα μάτια των θεατών την αψεγάδιαστη αρρενωπή ομορφιά του, θολώνοντας ακόμη περισσότερο την αχνή γραμμή ανάμεσα στον ηθοποιό και τον ρόλο.
Στις 9 Φεβρουαρίου, τη βραδιά των Οσκαρ, ο Μπραντ Πιτ, υποψήφιος αυτή τη φορά για Οσκαρ καλύτερου β’ ανδρικού ρόλου στο «Μια φορά κι έναν καιρό στο Χόλιγουντ», θα μαγνητίσει και πάλι το βλέμμα μας. Παρά την πολυετή συνεισφορά του στο σινεμά, μέχρι στιγμής έχει παραλάβει μόνο ένα Οσκαρ, και αυτό όχι ως ηθοποιός, αλλά ως παραγωγός του ιστορικού δράματος «12 χρόνια σκλάβος», που τιμήθηκε το 2013 με το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.
Στο παρελθόν προτάθηκε τρεις φορές για Οσκαρ, μία για Οσκαρ β’ ανδρικού ρόλου («12 Πίθηκοι») και δύο φορές για Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου («Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» και «Moneyball»), ενώ επίσης ήταν υποψήφιος πέντε φορές για Χρυσή Σφαίρα και έλαβε μόνο μία, για την ταινία «Θρύλοι του πάθους».
Ομως δεν είναι μόνο η Ακαδημία Κινηματογράφου που έχει υποτιμήσει τον Μπραντ Πιτ. Η ομορφιά μπορεί να είναι ευλογία, αλλά και παγίδα, ακόμα και για τους άνδρες, σημειώνει στους New York Times η κριτικός κινηματογράφου Μάνολα Ντάργκις. Ορισμένες από τις προηγούμενες επιλογές του δεν βοήθησαν, για παράδειγμα οι δημοσιογράφοι «έθαψαν» την υποκριτική του στους «Θρύλους του πάθους», αναδεικνύοντας μόνο τα ωραία μακριά μαλλιά του, ενώ και ο ίδιος τροφοδότησε τα «σαλιαρίσματα» με φωτογραφίσεις όπως εκείνη για το εξώφυλλο του Rolling Stone.
Οι κριτικοί μπορεί να υπήρξαν αγενείς, αρχικά, αλλά καθώς οι κακές ταινίες έδιναν τη θέση τους σε καλές, βελτιώθηκαν και οι αναφορές τους. Σύντομα, το αγαπημένο κλισέ για τον Μπραντ Πιτ έλεγε ότι ήταν ηθοποιός για ασυνήθιστους ή εκκεντρικούς χαρακτήρες, παγιδευμένος στο σώμα ενός σταρ… Μερικά από αυτά σχόλια πηγάζουν, όμως, από μια υποψία ότι δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί την ομορφιά, γράφει η Ντάργκις, ότι είναι απλώς επιφανειακή και ανόητη, πράγμα που κάνει τον ωραίο επίσης επιφανειακό, ίσως ακόμη και άξιο περιφρόνησης… Βέβαια, δεν είναι νέο ότι η κριτική τιμωρεί την ομορφιά. Η ιστορία του σινεμά είναι γεμάτη από θύματα αυτής της κακοήθειας, και τα θύματα δεν είναι απαραίτητα γυναίκες.
Μόλις ο σταρ καθιερωθεί, μπορεί να πλαισιωθεί από μια ιδέα, όχι απλώς μια μάσκα, που είναι δύσκολο να απομακρυνθεί. Για παράδειγμα, η πρώιμη επιτυχία του Μπραντ Πιτ συνοδευόταν συχνά από ένα παραμύθι για έναν νεαρό από το Μιζούρι που «χωρίς προφανή λόγο», όπως έγραψε κάποιος, ήρθε στο Χόλιγουντ και γρήγορα έγινε «το επόμενο μεγάλο πράγμα».
Ο Μπραντ Πιτ σπούδασε υποκριτική στο Λος Αντζελες, μεταξύ άλλων, πλάι στον σκηνοθέτη και ηθοποιό Ρόι Λόντον, coach πολλών διάσημων ηθοποιών, αλλά η δουλειά της ερμηνείας δεν είναι σέξι. Επίσης, δεν ταιριάζει με το ψέμα ότι οι σταρ δεν μπορούν να παίξουν.
Ενώ θα έπρεπε να είναι υποψήφιος για την ευαίσθητη και πολύ εσωτερική ερμηνεία του στο περσινό «Ad Astra» του Τζέιμς Γκρέι, έναν αναστοχασμό για το αφόρητο βάρος του αρσενικού που βρίσκεται στο Διάστημα, δεν προτάθηκε για το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου. Η ταινία εγκωμιάστηκε απλώς για την επιστροφή του Μπραντ Πιτ.
Αλλά δεν πειράζει. Ο ωραίος ηθοποιός έχει καιρό μπροστά του. Ο Πολ Νιούμαν προτάθηκε επτά φορές για Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου και το κέρδισε τελικά για την ταινία «Το χρώμα του χρήματος», το 1987. Και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ προτάθηκε μόνο μία φορά ως ηθοποιός, το 1973, για το «Κεντρί» και έχασε…
Οπως ο Νιούμαν και ο Ρέντφορντ, έτσι και ο Πιτ από την πρώτη στιγμή έδειξε ότι ήταν γεννημένος για την οθόνη. Εχει μια φυσική ευκολία, που δεν μπορείς να τη διαχωρίσεις από την εμφάνισή του, είναι ένας ωραίος άντρας, ό,τι κι αν κάνει στη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ωραίοι άνθρωποι δεν έχουν τα ίδια προβλήματα και τις νευρώσεις που βασανίζουν εμάς τους κοινούς θνητούς.
Ο Πιτ, όμως, κινείται πάντα με την απόλυτη σιγουριά που διαθέτουν μερικοί ωραίοι άνδρες (και χορευτές), διαθέτει αυτή την άνεση, που εκφράζει κάτι περισσότερο από απλή αυτοπεποίθηση, μαζί και μια αδιόρατη έλλειψη συνείδησης του τι είναι, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται κάπου δεν είναι πομπώδης, απλά ρέει, παρατηρεί η Μάνολα Ντάργκις.
Κατά τη διάρκεια μιας καριέρας τριάντα χρόνων, ο Πιτ έπαιξε διάφορους ρόλους: υποδύθηκε τον στρατιώτη, τον ναύτη, τον πλούσιο, τον φτωχό, το βαμπίρ, τον κλέφτη. Ανάμεσα στους πιο «ανεξίτηλους» είναι ο αινιγματικός (και διαταραγμένος) αντιήρωας Τάιλερ Ντάρντεν (αναδείχθηκε ο καλύτερος κινηματογραφικός χαρακτήρας όλων των εποχών, σε ψηφοφορία του βρετανικού κινηματογραφικού περιοδικού Empire) στο «Fight Club» (1999) του Ντέιβιντ Φίντσερ, μπροστά στον οποίο ο «Joker» μοιάζει με… γατάκι.
Ο Πιτ-Ντάρντεν και το άλλο του μισό, ο Εντουαρντ Νόρτον, έρχονται αντιμέτωποι με τον καταναλωτισμό, τα μεταμοντέρνα κυρίαρχα πρότυπα και τη λατρεία των fight clubs – χώρων εκτόνωσης των καταπιεσμένων ανδρών. Και πέρα από κάθε αμφιβολία (και πιθανή αρνητική κριτική), το ματωμένο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ και το σμιλεμένο σώμα του έγινε έμβλημα της σύγχρονης αρρενωπότητας και των αντιφάσεών της.
Σε κάθε περίπτωση, ένας ωραίος άνδρας μπορεί να μας κάνει νευρικούς, εν μέρει επειδή τα πρότυπα των φύλων περιπλέκονται. Εχει γραφτεί, για παράδειγμα, ότι ο Τζορτζ Κλούνεϊ είναι κάτι περισσότερο από ένα ωραίο πρόσωπο. Ναι, αλλά είναι επίσης χαριτωμένος και κομψός. Ολα αυτά, όμως, «βρωμάνε» gay πανικό και μισογυνισμό.
Αν και μερικές φορές έχει αρνηθεί τον ρόλο του ωραίου, ο Πιτ μπορεί φυσικά να τον παίζει με μεγάλη άνεση. Με την ίδια άνεση εξάλλου μπορεί να σταθεί δίπλα σε άλλους πρωταγωνιστές ή ακόμη και στη σκιά τους, όπως στο «Μια φορά κι έναν καιρό στο Χόλιγουντ», και φυσικά πλάι σε πρωταγωνίστριες, ακόμη και πρώην του, όπως η Τζούλιετ Λιούις στο «Καλιφόρνια» και η Αντζελίνα Τζολί στο «By the Sea», ενώ επίσης είναι από τους λίγους σύγχρονους άνδρες ηθοποιούς που η περσόνα του, τουλάχιστον εν μέρει, ορίζεται από τις διάσημες γυναίκες της ζωής του.
Ειδικά στο αμερικανικό σινεμά, εξάλλου, που κυριαρχείται από χαρακτήρες ανδρών οι οποίοι περιφέρονται ομαδικά ή μόνοι σε κακόφημους δρόμους, αξίζει να υπογραμμιστεί πόσο φιλικός προς τις γυναίκες είναι ο Μπραντ Πιτ, τόσο στην οθόνη όσο και εκτός. Και αυτό είναι κάτι που πηγαίνει πολύ πίσω, στον ρόλο του Τζέι Ντι –αντικείμενο του πόθου της Θέλμα–, σε μια ταινία για τη γυναικεία ευχαρίστηση και την απελευθέρωση του σώματος και της ψυχής.
Η ερωτική σκηνή συμβαίνει μια νύχτα στο μέσο της ταινίας. Λίγο πριν κάνουν έρωτα, ο Τζέι Ντι κουνάει το πιστολάκι των μαλλιών σαν όπλο, της λέει ότι κάνει ληστείες, πριν φύγει θα κλέψει και το κομπόδεμά τους, πράγμα που θα απελευθερώσει τη Θέλμα και θα την ωθήσει στο έγκλημα. Τα ανάκατα μηνύματα (το πιστολάκι ως γυναικείο εργαλείο και ταυτόχρονα φαλλικό σύμβολο) φαινομενικά δημιουργούν μια παραφωνία στη σημειολογία της ταινίας, που ανακατεύει το αρσενικό με το θηλυκό, την επιθυμία με τον κίνδυνο, το γέλιο με το καρδιοχτύπι.
Αυτή η παραφωνία όμως είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την ταινία όσο και για την περσόνα, που θα αναπτύξει στο μέλλον ο Πιτ, εν μέρει επειδή αμβλύνει την ομορφιά, καθιστώντας την προσιτή, αστεία, ανθρώπινη. «Αυτή η σκηνή, ακριβώς εκεί», είπε ο Ρίντλεϊ Σκοτ αργότερα, «είναι το ξεκίνημα του Πιτ». Αλλά ο Σκοτ έκανε λάθος, υποστηρίζει η Ντάργκις. Ολόκληρη η ερμηνεία του Πιτ ήταν η αρχή, και η αγάπη της κάμερας, το τζακ ποτ…