Οταν είσαι 81 ετών και έχεις φωτογραφίσει τους πάντες, τους πιο διάσημους και λαμπερούς ανθρώπους που πάτησαν το πόδι τους στον πλανήτη, σίγουρα έχεις πολλά να θυμηθείς και να αφηγηθείς. Ο διάσημος βρετανός φωτογράφος Ντέιβιντ Μπέιλι, μέσα από μία απολαυστική συνέντεξή του στη βρετανική εφημερίδα Guardian, εξηγεί πώς είναι να στέκεσαι απέναντι – και οπλισμένος με τον φακό σου -, από όλους τους επίγειους θεούς του star system.
Το πολυσέλιδο φωτογραφικό λεύκωμα που κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 2019 από τις εκδόσεις Taschen, φέρει ως τίτλο, το όνομά του. Και αυτό φτάνει και περισσεύει.
Οπως αναφέρει εύστοχα η δημοσιογράφος Ζόι Γουίλιαμς, το συγκεκριμένο λεύκωμα ανήκει στη σειρά «Taschen Sumo, με τα τεράστια ογκώδη βιβλία που κοστίζουν μία μικρή περιουσία και πρέπει να φορέσεις λευκά γάντια για να τα ξεφυλλίσεις». Οντως, η τιμή του βιβλίου ανέρχεται στις 2.500 ευρώ. Οι ιστορίες πίσω από κάθε διάσημο πορτρέτο, είναι ακόμη πιο πολύτιμες.
Οι εικόνες είναι τοποθετημένες με χρονολογική σειρά, αρχίζοντας από τα γοητευτικότατα 60s. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μαρτυρά πότε τραβήχτηκε η κάθε φωτογραφία. Ηθελα να κάνω πορτρέτα που θα αντέξουν στον χρόνο, όπως άντεξαν στον χρόνο και οι ίδιοι οι άνθρωποι που πόζαραν για μένα. Δεν καταλαβαίνω για παράδειγμα, γιατί να χρειαστώ έναν φοίνικα για να φωτογραφίσω δίπλα του την Κέιτ Μος. Η Κέιτ είναι αρκετή. Γι’ αυτό προτιμώ το λευκό φόντο. Δεν το έκανα από τεμπελιά. Αλλά επειδή, αφαιρώντας όλα τα άλλα, τότε μόνο πετυχαίνεις να βγάλεις την προσωπικότητα του κάθε προσώπου. Σε κάθε φωτογράφιση, είχα την τάση να μιλάω πολύ περισσότερο με τους ανθρώπους, παρά να τους φωτογραφίζω» λέει χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση αν κατά τη διάρκεια της συναρπαστικής πορείας του ένιωσε έστω και για μια στιγμή ανασφαλής ή ανεπαρκής, η απάντησή του είναι απολαυστικά αφοπλιστική: «Τα κορίτσια με χώριζαν. Αλλά αυτά μαθαίνεις να τα ξεπερνάς».
Μπορεί φαινομενικά ο έρωτας και η καριέρα να μην συνδέονται μεταξύ τους, όμως ο Μπέιλι, ως καλλιτέχνης που αγαπούσε τις Μούσες του και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, έχει πολλά να πει: «Ας πάρουμε για παράδειγμα την Κατρίν Ντενέβ. Αν και με εκείνη, τα πράγματα δεν ήταν πολύ στενάχωρα. Απλώς απομακρύνθηκε ο ένας από τον άλλο. Εκείνη ήταν στο Παρίσι, εγώ στο Λονδίνο. Κάποια στιγμή με παίρνει και μου λέει: “Καλέ μου Μπέιλι, αυτό είναι υπέροχο”. “Ποιο είναι υπέροχο; Σήμερα βγήκε το διαζύγιό μας” τη ρωτάω. “Αυτό είναι το υπέροχο. Τώρα μπορούμε να ξαναγίνουμε εραστές!” ήταν η απάντησή της».
Οσο για το κίνημα του #MeToo και όλες τις ιστορίες σεξουαλικής παρενόχλησης που κατακλύζουν τον χώρο της μόδας: «Ποτέ δεν μπήκα σε τέτοια διαδικασία. Δεν ήταν καθόλου στον χαρακτήρα μου. Αν για παράδειγμα, έταζες σε κάποια ότι θα την κάνεις εξώφυλλο στη Vogue αν κάνει σεξ μαζί σου, το ζήτημα ήταν, ότι έπρεπε να είναι πολύ καλή. Οχι στο σεξ, αλλά στη φωτογράφιση. Εμαθα να τα διαχωρίζω από πολύ νωρίς αυτά».
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα στη φτώχεια: μία οικογένεια που έμενε σε ένα πολύ μικρό σπίτι. «Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ παρών. Ο αδερφός της μητέρας μου, ήταν ομοφυλόφιλος και ο πατέρας μου ένιωθε πολύ άβολα. Είχε άγνοια. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι γυναίκες και το ποτό» λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος, σταμάτησε να πίνει στα 30 του, όταν φωτογράφιζε πάρα πολλές διαφημιστικές καμπάνιες και χρειαζόταν έξτρα ενέργεια. «Εβγαλα πολλά περισσότερα χρήματα από τη διαφήμιση, παρά από την καλλιτεχνική φωτογραφία. Κέρδισα ακόμη και βραβείο Emmy για ένα διαφημιστικό σποτ! Δεν μπορούσα να το πιστέψω» θυμάται.
Στη συνέχεια, εξηγεί με αριστουργηματικό τρόπο το γιατί είναι τόσο άνετος με τους ανθρώπους: «Εχει να κάνει με τον τρόπο που μεγάλωσα. Είναι ζήτημα άμυνας. Οταν είσαι περικυκλωμένος από αγροίκους και κακούς, κάν’ τους να γελάσουν».
Κάθε φορά που φωτογράφιζε πολιτικούς, ήταν πολύ επιφυλακτικός. Παρατηρεί ωστόσο, ότι εκείνοι της παλιότερης γενιάς, ήταν πιο αυθεντικοί, ενώ οι σημερινοί, είναι σαν τους ηθοποιούς: «Ποτέ δεν σου δείχνουν τον πραγματικό εαυτό τους».
Οταν περιγράφει τη διαδικασία φωτογράφισης πορτρέτων, ο τόνος του είναι σχεδόν μυστικιστικός: «Η φωτογραφία είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη ζωγραφική, γιατί στη φωτογραφία μεσολαβεί πάντα η δική σου ερμηνεία πάνω σε αυτό που βλέπεις – ενώ στη φωτογραφία, έχεις κάτι αληθινό απέναντί σου. Εκείνο που είναι αληθινό, είναι το πνεύμα του κάθε ανθρώπου: το ξεγελάς, το βγάζεις προς τα έξω και το πιάνεις με τον φακό. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, είναι σα να παραμονεύεις να πιάσεις κάτι πολύ φευγαλέο, κάτι άπιαστο. Αυτό ακριβώς συνέβαινε με τον Αντι Γουόρχολ. Δεν μπορούσες να τον φωτογραφίσεις. Ηταν σα να φωτογραφίζεις καπνό. Ξαφνικά, δεν ήταν εκεί. Ηξερα τον Αντι αρκετά καλά. Δεν ήταν εκεί στην πραγματικότητα. Προτιμούσε να παρατηρεί, παρά να υπάρχει».
Αμέσως μετά, αφηγείται μία πολύ ιδιαίτερη εμπειρία που είχε ο Μπέιλι με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη: «Στο βιβλίο υπάρχει η φωτογραφία από την πρώτη μας συνάντηση, είναι μία φωτογραφία με τους δυο μας, τραβηγμένη από ψηλά. Μου είπε ότι θα το έκανε μόνο αν ξάπλωνα μαζί του στο κρεβάτι. Αυτή ήταν η δική μου… στιγμή #MeToo!».
Πώς νιώθει λοιπόν ένας άνθρωπος που έχει ζήσει μία τόσο γεμάτη ζωή και έχει γνωρίσει τόσους πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους; «Μόνο ένα πράγμα δεν μπορώ να αποδεχτώ: τον θάνατο. Η ζωή είναι τραγική αν το καλοσκεφτείς. Ζεις μία υπέροχη ζωή και μετά γερνάς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αρρωσταίνουν. Εχω πολλούς φίλους που πλέον περπατούν με μπαστούνι. Κάπως έτσι τελειώνοουν όλα. Η ζωή είναι θλιβερή. Είναι τραγική».
Οπως όμως παρατηρεί η βρετανίδα δημοσιογράφος, «ακόμα και αυτά ο Μπέιλι, τα λέει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο». Σα να μας κλείνει το μάτι.