Να εκλέξουν τον Τζο Μπάιντεν για πρόεδρό τους, προτρέπουν οι New York Times τους αμερικανούς ψηφοφόρους μέσω κεντρικού άρθρου τους, όπως άλλωστε κάνουν κάθε τέσσερα χρόνια, έναν μήνα πριν από τις προεδρικές εκλογές, εκφράζοντας την υποστήριξή τους προς τον/την εκάστοτε υποψήφιο/α που θεωρούν πως θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των πολιτών τους.
Η επιλογή των Times είναι παραπάνω από αυτονόητη, δεδομένου ότι η εφημερίδα – προπύργιο της φιλελεύθερης Αμερικής δεν σταμάτησε λεπτό επί μία τετραετία να σφυροκοπά, σύμφωνα πάντα με τις αρχές της δημοσιογραφίας, τον Ντόναλντ Τραμπ, τον πρόεδρο ο οποίος υπονόμευσε όσο κανένας άλλος τους κανόνες της πολιτικής αλλά και της αξιοπρέπειας.
Οπότε, περισσότερο ενδιαφέρον από την ανάδειξη των λόγων που οι Times στηρίζουν τον Τζο Μπάιντεν, ενδέχεται να έχει η σύγκριση του τωρινού άρθρου τους υπέρ του Δημοκρατικού υποψήφιου με το άρθρο μέσω του οποίου πριν από μία τετραετία η νεοϋορκέζικη εφημερίδα προέτρεπε τους Αμερικανούς να ψηφίσουν τη Χίλαρι Κλίντον.
Στην εν λόγω αντιπαραβολή προέβη ο Τζανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera με στόχο να διαπιστώσει πώς αυτή η τετραετία που συντάραξε την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί να άλλαξε την προσέγγιση «μιας εφημερίδας που συνοψίζει τικ, αξίες, ελαττώματα και προκαταλήψεις της παγκόσμιας αριστεράς». Στο κείμενό του ο ιταλός δημοσιογράφος διερωτάται επίσης τι μπορεί να διδάχθηκαν από το πέρασμα του «κυκλώνα Τραμπ» τα μέλη της άρχουσας – «περισσότερο πνευματικά παρά οικονομικά» – τάξης των ΗΠΑ που τον αντιμάχονται αλλά και ποιες διαφορές μεταξύ των δύο Δημοκρατικών υποψηφίων ενδέχεται να αποδειχτούν καθοριστικές, όσον αφορά την έκβαση της εξαιρετικά κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης της 3ης Νοεμβρίου.
Στο άρθρο υπέρ του Μπάιντεν, ο Τραμπ δεν αναφέρεται ούτε μία φορά και η ύπαρξή του γίνεται αντιληπτή μόνον γιατί η υπόσχεση του υποψήφιου των Δημοκρατικών να αποκαταστήσει την «ψυχή της Αμερικής» αποτελεί «μια επώδυνη υπενθύμιση ότι η χώρα είναι πιο αδύναμη, πιο θυμωμένη και διχασμένη από όσο ήταν πριν από μια τετραετία, ένας έθνος ανήσυχο και εξουθενωμένο» στο οποίο ο αντίπαλος του αμερικανού προέδρου προσφέρει «κάτι που ξεπερνά την πολιτική και την ιδεολογία».
Στο άρθρο γίνεται, φυσικά, λόγος για την «θαρραλέα» αλλά όχι «μαξιμαλιστική» ατζέντα του Μπάιντεν με την οποία o 77χρονος πολιτικός σκοπεύει, εάν τελικά εκλεγεί, να αντιμετωπίσει την τριπλή – πανδημική, οικονομική και φυλετική – κρίση. Υπογραμμίζεται επίσης η τεράστια εμπειρία του στα κοινά, εμπειρία πάνω στην οποία εδράζεται η πεποίθησή του πως «Πρώτα η Αμερική» σημαίνει «Μόνη η Αμερική» ενώ επαινείται και η επιλογή της Κάμαλα Χάρις για την αντιπροεδρία των ΗΠΑ καθώς αποδεικνύει πως ο Τζο Μπάιντεν αναγνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός πως δεν είναι πια «ένα φρέσκο πρόσωπο» αλλά «μια γέφυρα προς μια νέα γενιά ηγετών».
Ομως, σύμφωνα με τον Τζανλούκα Μερκούρι, περισσότερο σημασία έχει η ανάδειξη των αρετών του χαρακτήρα του γηραιού Τζο Μπάιντεν, όπως η ικανότητά του να διαμορφώνει τις πολιτικές του, ακούγοντας τους ίδιους και όλους τους πολίτες ή η ενσυναίσθησή του που του επιτρέπει μιλάει «τη γλώσσα του πόνου και της συμπόνιας με ανεπιτήδευτη οικειότητα», συγκινώντας, για παράδειγμα, τον πατέρα του Τζέικομπ Μπλέικ, ενός εκ των πολλών Αφροαμερικανών που έπεσαν θύματα του υπέρμετρου (ρατσιστικού) ζήλου αστυνομικών. Σύμφωνα με τους New York Times ο Τζο Μπάιντεν διαθέτει «την εμπειρία, το ταπεραμέντο και τον χαρακτήρα που χρειάζονται για να οδηγήσει τη χώρα σε ένα πιο φωτεινό και ελπιδοφόρο μέλλον» και για αυτόν τον λόγο «έχει τη στήριξή μας για την προεδρία».
Οσον αφορά τη Χίλαρι Κλίντον, η αντιπαραβολή των δύο άρθρων στήριξης των δύο Δημοκρατικών υποψήφιων για την προεδρία είναι σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο «δραματική». Τότε οι New York Times επισήμαναν καταρχάς πως επέλεξαν να στηρίξουν την Κλίντον, σεβόμενοι «τη νοημοσύνη της, την εμπειρία της, την επιμονή και το κουράγιο που επέδειξε κατά την καριέρα της που ήταν αφιερωμένη σχεδόν αποκλειστικά στα κοινά, συχνά ως η πρώτη ή η μοναδική γυναίκα στη σκηνή».
Επικαλούμενη, ωστόσο, τους ψηφοφόρους που εμφανίζονταν απρόθυμοι να στηρίξουν «μια υποψήφια η οποία μπορεί να φαίνεται επιφανειακά ανίκανη να επιφέρει την αλλαγή από τη στιγμή που ανήκει σε ένα κατεστημένο που φαίνεται να αδιαφορεί και σε ένα πολιτικό σύστημα που φαίνεται σάπιο», η εφημερίδα έδινε την εντύπωση ότι σχεδόν συμμεριζόταν τους ενδοιασμούς τους.
Μάλιστα οι Times θέλησαν να επισημάνουν πως ενώπιον «της απόγνωσης και της οργής των φτωχών Αμερικάνων και της μεσαίας τάξης που υποστηρίζουν ότι το Κράτος έκανε ελάχιστα για να τους απαλλάξει από το βάρος της ύφεσης και των τεχνολογικών αλλαγών», η Χίλαρι Κλίντον δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να προσφέρει κάτι παραπάνω από μια λίστα με πολιτικές προτάσεις και «αυτό αποτελεί μια αδυναμία που προκαλεί αμηχανία».
Δεν παρέλειψαν φυσικά να γράψουν για όλα όσα έκανε η Χίλαρι Κλίντον επί τέσσερις δεκαετίες υπέρ των γυναικών και για τις εξαιρετικές της επιδόσεις στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Εγραψαν, όμως, επίσης και για την αλλαγή της στάσης όσον αφορά ζητήματα όπως το διεθνές εμπόριο και το μεταναστευτικό και για την «απαράδεκτη ροπή της προς τη μυστικότητα» που οδήγησε στο σκάνδαλο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.
Στην αρχή του άρθρου τους υπέρ της πρώτης γυναίκας υποψήφιας για την προεδρία των ΗΠΑ, οι Times επισήμαναν πως οι αμερικανοί ψηφοφόροι δεν έπρεπε να ψηφίσουν την Χίλαρι Κλίντον μόνο και μόνο επειδή ο αντίπαλός της ήταν ο ανεκδιήγητος Ντόναλντ Τραμπ, «αλλά στο τέλος η αίσθηση ήταν αυτή», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μερκούρι.
Ολοκληρώνοντας το κείμενό του επισημαίνει πως η Χίλαρι Κλίντον παρότι έλαβε τρία εκατομμύρια περισσότερες ψήφους, έχασε τελικά τις εκλογές, κυρίως επειδή δεν κατάφερε να κερδίσει τη στήριξη των «ξεχασμένων» Αμερικάνων, των λευκών ανδρών με χαμηλά εισοδήματα και των ηλικιωμένων κυρίως, σε κρίσιμες πολιτείες.
Κατά πόσο έχει καταφέρει να τους πείσει ο Τζο Μπάιντεν ότι μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά τους από τον Ντόναλντ Τραμπ, θα το μάθουμε σε λίγες εβδομάδες. Όπως θα μάθουμε επίσης εάν η στάση και η ατζέντα του μετριοπαθούς Μπάιντεν αποξένωσε τους πιο ριζοσπαστικούς από τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο αντίπαλος του Ντόναλντ Τραμπ οδεύει προς τις εκλογές με ούριο άνεμο ενώ η Χίλαρι Κλίντον τον είχε απέναντί της.