Επίκειται η έγκριση και η κυκλοφορία τουλάχιστον δύο εμβολίων με εξαιρετικά υψηλή αποτελεσματικότητα κατά του κορονοïού και το γεγονός αυτό έχει αναπτερώσει τις ελπίδες της ανθρωπότητας για το ξεπέρασμα του κινδύνου και το τέλος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους μετά το πέρας του χειμώνα.
Θα μπορέσει, ωστόσο, ο κόσμος να επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση ή θα αναδυθεί αλλαγμένος από την κρίση του κορονοïού, οδεύοντας προς μια καινούργια κανονικότητα; Το ερώτημα, το οποίο απασχολεί ιδιαίτερα τα Μέσα όλου του κόσμου, θα απαντηθεί εκ των πραγμάτων κατά τους επόμενους μήνες. Θέλοντας, όμως, να προλάβουν τις εξελίξεις πέντε συντάκτες του Observer αποπειράθηκαν να σκιαγραφήσουν τη νέα κανονικότητα στη μετά Covid εποχή, αναδεικνύοντας την επίδραση της πανδημίας στις μεγαλουπόλεις, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην πολιτική, στον πολιτισμό και στην εργασία.
Πόλεις
Εξαιτίας της πανδημίας εκατομμύρια άνθρωποι εξοικειώθηκαν με την τηλεργασία ενώ συγχρόνως εκτίμησαν τη σημασία των κοινωνικών επαφών και των μαζικών εκδηλώσεων. Ο κορονοïος κατέστησε επίσης σαφές πόσο σημαντικός είναι ένα λειτουργικός χώρος διαβίωσης αλλά και το πόση ενέργεια και πόσοι πόροι σπαταλώνται κατά τη μαζική προσέλευση και αποχώρηση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους.
Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι οι μεγαλουπόλεις θα εγκαταλειφθούν, επισημαίνει ο Ρόουαν Μορ, κριτικός αρχιτεκτονικής του Observer, αλλά ότι θα αλλάξουν οι προτεραιότητες πολλών ανθρώπων όσον αφορά το πώς και το πού ζουν. «Πάντα θα υπάρχουν εκατομμύρια που θέλουν να ζουν στις πόλεις και εκατομμύρια που θα θέλουν να ζουν σε κωμοπόλεις και χωριά», σημειώνει ο βρετανός δημοσιογράφος. Πάρα πολλοί, όμως, πρόκειται να αλλάξουν τις ζωές τους με βάση τα νέα δεδομένα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τις συγκεκριμένες ανάγκες τους.
Οποιος, οπότε, έχει πλέον τη δυνατότητα να εργάζεται εξ αποστάσεως και δεν πρέπει να μεταβαίνει καθημερινά σε κάποιο γραφείο και έχει, για παράδειγμα, μικρά παιδιά, ενδέχεται να επιλέξει να μετακομίσει στην ύπαιθρο ή σε κάποια προαστιακή περιοχή.
Ενδέχεται επίσης, πολλοί να μην εγκαταλείψουν τις πόλεις τους αλλά να αποφασίσουν να μετακομίσουν σε πιο ήσυχες και φθηνές περιοχές εντός, όμως, των αστικών κέντρων, ούτως ώστε να μην χάσουν όλα όσα προσφέρει μια μεγαλούπολη στους πολίτες της.
Η μετακίνηση ανθρώπων από τις μεγαλουπόλεις σε μικρότερα αστικά κέντρα θα συμβάλει συγχρόνως και στην αποσυμφόρηση των μεγαλουπόλεων και στην ανάπτυξη (πληθυσμιακή και οικονομική) των μικρότερων πόλεων και κοινοτήτων. Ο Ρόουαν Μορ ευελπιστεί πως η κρίση του κορονοïού θα αποτελέσει αφορμή για να αρχίσουν να βλέπουν οι άνθρωποι με άλλο μάτι τους χώρους όπου ζουν και εργάζονται.
Αλληλεπίδραση και ανθρώπινες σχέσεις
Εξαιτίας της επιβεβλημένης, σε παγκόσμιο επίπεδο, στρατηγικής της κοινωνικής αποστασιοποίησης, όσοι ζουν μόνοι αναγκάστηκαν να στερηθούν τις ανθρώπινες σωματικές επαφές. Οσοι ζουν με τον ή την σύντροφό τους, τα παιδιά τους ή τους γονείς τους ενδέχεται να πέρασαν το ίδιο χρονικό διάστημα, λαχταρώντας να μείνουν μονάχοι. Πρόκειται για δύο διαμετρικά αντίθετα βιώματα, αναφέρει η Σόνια Σόντα, επικεφαλής αρθρογράφος του Observer, δίχως, ωστόσο, να είναι σίγουρη πως αυτές οι πρωτόγνωρες για την πλειονότητα των ανθρώπων εμπειρίες «μπορούν μακροπρόθεσμα να μας αλλάξουν βαθιά».
Καταρχάς επισημαίνει πως η επιβολή της καραντίνας τον περασμένο Μάρτιο, η μετέπειτα άρση της αλλά και η εκ νέου επιβολή της ενώπιον της κορύφωσης του δεύτερου κύματος της πανδημίας, μας υπενθύμισαν «πόσο προσαρμοστικοί είμαστε ως άνθρωποι».
Παρότι, όμως, οι πρωτόγνωροι φόβοι και οι ανησυχίες και τα συναισθήματα που κυρίευσαν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους την περασμένη άνοιξη, κατέληξαν να συνθέσουν μια νέα κανονικότητα, σύμφωνα με την Σόνια Σόντα αυτό το νέο καθεστώς είναι αδύνατο να διατηρηθεί.
Γιατί η πανδημία απέδειξε πως η ψηφιακή αλληλεπίδραση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τη φυσική επαφή μεταξύ των ανθρώπων. Πάρα πολλοί μπορεί σήμερα να επικοινωνούν περισσότερο και συχνότερα με φίλους, γνωστούς και συγγενείς αλλά η ανταλλαγή μηνυμάτων και οι διαδικτυακές συνομιλίες και οι τηλεμαζώξεις απέχουν πάρα πολύ από το «υπέροχο συναίσθημα του να αγκαλιάζεις έναν φίλο, ή να περνάς τρεις ώρες προσφέροντας την αδιάσπαστη προσοχή σου σε κάποιον που έχει να δεις χρόνια κατά τη διάρκεια ενός γεύματος ή να διεξάγεις μια συζήτηση όχι μόνον με λέξεις αλλά χρησιμοποιώντας και τη γλώσσα του σώματος».
Η βρετανίδα δημοσιογράφος αμφιβάλλει πως εξαιτίας της πανδημίας οι άνθρωποι θα αρχίσουν να αποστρέφονται τα πλήθη. Αντιθέτως προβλέπει πως εάν η διανομή των εμβολίων και ο εμβολιασμός της πλειονότητας του παγκόσμιου πληθυσμού εξελιχθεί ομαλά, το ερχόμενο καλοκαίρι θα είναι μια μεγάλη μάζωξη με την ανθρωπότητα να γιορτάζει και να διασκεδάζει στους δρόμους.
Τα εμβόλια, ωστόσο, δεν πρόκειται να εξαλείψουν τις άκρως αρνητικές συνέπειες του εγκλεισμού και της απομόνωσης στον ψυχισμό ευάλωτων ανθρώπων – των καταθλιπτικών, των γυναικών που έχουν εγκλωβιστεί σε τοξικές σχέσεις, των παιδιών τα οποία οι γονείς τους είτε τα παραμελούν είτε τα κακομεταχειρίζονται αλλά και όλων όσοι πλήττονται οικονομικά. Για να επουλωθούν οι πληγές της πανδημίας δεν αρκούν τα αντισώματα, για να αποθεραπευτεί πλήρως η κοινωνία πρέπει να στηριχθούν όλοι όσοι υπέφεραν περισσότερο, καταλήγει η Σόνια Σόντα.
Πολιτική
«Οσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα, τόσο παραμένουν τα ίδια», υποστηρίζει η Γκάμπι Χίνσλιφ, αρθρογράφος της Guardian, της καθημερινής αδελφής στον κυριακάτικο Observer εφημερίδας. Λαμβάνοντας υπόψη άλλα καθοριστικά γεγονότα που σημάδεψαν την πρόσφατη παγκόσμια ιστορία, όπως οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ή η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, προβλέπει πως, εξαιτίας της πανδημίας, συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής θα αλλάξουν ριζικά ενώ άλλες θα παραμείνουν ίδιες κι απαράλλαχτες.
Φαίνεται, λόγου χάρη, πως λόγω της πανδημίας και του σαρωτικού αντικτύπου της στις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων, έχουν αρχίσει να αλλάζουν οι απόψεις πολλών εξ αυτών όσον αφορά τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός ηγέτη.
Εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 εκατομμύρια οργισμένοι και απελπισμένοι ψηφοφόροι στράφηκαν «προς λαϊκιστές με εύκολες απαντήσεις τύπου “ας κάνουμε ξανά μεγάλη την Αμερική”», αλλά η Covid – 19 υπενθύμισε με το πλέον τραγικό τρόπο πως όταν οι συνθήκες είναι οριακές και τίθενται ζητήματα ζωής και θανάτου, «το παν είναι η ικανότητα», υπενθυμίζει η Χίνσλιφ. Και σημειώνει πως, τουλάχιστον, ο Μπάιντεν δεν διερωτάται δημοσίως για τα πιθανά οφέλη χορήγησης χλωρίνης σε όλους όσοι έχουν προσβληθεί από τον κορονοïό. Προσθέτοντας πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας ενισχύθηκε η εικόνα κυρίως της Ανγκελα Μέρκελ, της Τζασίντα Αρντερν πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας και της Νίκολα Στέρτζον πρωθυπουργού της Σκωτίας, τριών ηγέτιδων οι οποίες τείνουν να κυβερνούν πραγματιστικά και συναινετικά, όχι διεξάγοντας «πολιτισμικούς πολέμους».
Κάποιοι σίγουρα αισιοδοξούν πως αυτή «συλλογική επιθανάτια εμπειρία» θα αποτελέσει αφορμή για να στρέψουν οι πολιτικοί την προσοχή τους σε όλα όσα έχουν πραγματικά αξία στη ζωή, «από την αλληλοϋποστήριξη έως την ομορφιά του φυσικού κόσμου».
Οι πεσιμιστές, όμως, ανησυχούν για το ενδεχόμενο οι εκκλήσεις για «δίκαιη» και «πράσινη» ανάκαμψη, να αποτελέσουν το πρώτο θύμα μιας βαριάς νέας ύφεσης στο πλαίσιο της οποίας τους περισσότερους ανθρώπους θα απασχολεί η οικονομική τους επιβίωση.
Εάν η προηγούμενη κρίση αποτέλεσε την αρχή μιας περιόδου ριζοσπαστισμού και εξεγέρσεων, δεν αποκλείεται μετά από την τρέχουσα κρίση του κορονοïού «οι άνθρωποι να λαχταρούν μια ήσυχη ζωή. Μετά από τέτοια αναταραχή, μην υποτιμάτε την επιθυμία της επιστροφή στην κανονικότητα, παρότι η κανονικότητα που κάποτε γνωρίζαμε έχει χαθεί».
Πολιτισμός
Δυστυχώς γνωρίζουμε πως οι παραδοσιακοί χώροι ανάδειξης του πολιτισμού επλήγησαν επίσης βαριά από την πανδημία. Πολλά θέατρα και βιβλιοπωλεία, χώροι συναυλιών και γκαλερί τέχνης δεν θα αντέξουν το βάρος των αλλεπάλληλων lockdown αλλά ακόμη και στην περίπτωση που καταφέρουν να επιβιώσουν, θα δυσκολευτούν ιδιαίτερα να ορθοποδήσουν. Ποιος θα είναι, όμως, ο αντίκτυπος της πανδημίας στη δημιουργικότητα; Θα καθορίσει ο κορονοïός την καλλιτεχνική δημιουργία στην μετά Covid εποχή ή οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί θα γιορτάσουν, δημιουργώντας, την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα δεσμά του;
Επικαλούμενος την παγκόσμια ιστορία, ο Τιμ Ανταμς, πρώην βιβλιοκριτικός του Observer και νυν αρθρογράφος, σημειώνει πως ενδέχεται να συμβούν αμφότερα. Η τρομακτική θνησιμότητα, η κοινωνική αποστασιοποίηση και τα οικονομικά δεινά που επέφερε η πανδημία της ισπανικής γρίπης το 1918-1919 μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρξαν οι δυνάμεις που καθόρισαν τον πεσιμισμό του μοντερνισμού στην ποίηση και τη λογοτεχνία αλλά και τον ηδονισμό της τζαζ.
«Η “Ερημη Χώρα” του Ελιοτ και το τσάρλεστον, αυτός ο χαρούμενος χορός, χορός εμφανίστηκαν με λίγους μήνες διαφορά. Ο Τόμας Στερνς Ελιοτ έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, υποφέροντας από τα επακόλουθα της γρίπης, στοιχειωμένος, όπως η σύζυγός του σημείωσε, από τον φόβο πως εξαιτίας του ιού, “το μυαλό του δεν λειτουργεί όπως λειτουργούσε”», μας πληροφορεί ο Ανταμς. Υπενθυμίζει, ωστόσο, πως ο Ελιοτ είχε αναφέρει επίσης πως ο άνθρωπος δεν αντέχει «πάρα πολύ πραγματικότητα». Οπότε, μετά από τη φετινή χρονιά κατά την οποία ειδικά οι νέοι έχουν στερηθεί τόσα πολλά – «ευκαιρίες να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να πιούν και να αγαπηθούν», μπορούμε σίγουρα να ευελπιστούμε σε ένα «δημιουργικό ξέσπασμα».
Εργασία
Κάποιοι υποστηρίζουν πως μετά την πανδημία δεν θα υπάρχουν γραφεία, τουλάχιστον με τη σημερινή τους μορφή και δομή, ενώ αρκετοί είναι κι εκείνοι που θεωρούν πως πολλές θέσεις εργασίας χαμηλών απολαβών στον κλάδο της φιλοξενίας και της αναψυχής που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν πρόκειται να δημιουργηθούν ξανά στο μέλλον.
Σύμφωνα, όμως, με τον Τόρστεν Μπελ, διευθυντή του Resolution Foundation, μιας δεξαμενής σκέψης με αποστολή να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, αμφότερες οι προβλέψεις είναι πολύ πιθανό να αποδειχθούν λάθος.
Αναντίρρητα η πανδημία επέφερε μεγάλες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας. Αρκεί να σημειωθεί πως την ώρα που κάποιοι έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται εξ αποστάσεως, κάποιοι άλλοι (κατά κανόνα χαμηλόμισθοι) δεν μπορούν να εργαστούν καθόλου.
Για να προβλέψει το μέλλον, ο Μπελ στρέφει την προσοχή του στις προϋπάρχουσες τάσεις οι οποίες ενισχύθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υποστηρίζει πως στο άμεσο μέλλον θα υπάρχουν «λιγότεροι ταμίες και περισσότεροι διανομείς» γιατί κατά πάσα πιθανότητα οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να πραγματοποιούν σημαντικό μέρος των αγορών τους από το Διαδίκτυο.
Δεν συμμερίζεται, ωστόσο, όλους όσοι προαναγγέλλουν την παρακμή της φιλοξενίας και της αναψυχής. Παρότι ένας τεράστιος αριθμός εργαζόμενων του κλάδου είτε έχασαν τη δουλειά τους είτε τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, θεωρεί πως «η μακροπρόθεσμη τάση είναι η αντίθετη: τα ξενοδοχεία και εστιατόρια θα ανακάμψουν».
Σημαντική αλλαγή αποτέλεσε σίγουρα η εργασία από το σπίτι. Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται το τέλος των γραφείων. Σημειώνοντας πως, πριν από την κρίση, μόλις ένας στους είκοσι εργαζόμενους της Βρετανίας εργαζόταν αποκλειστικά εξ αποστάσεως ενώ τριπλάσιος αριθμός εργαζόταν τουλάχιστον μια φορά από την κατοικία του, ο Μπελ προβλέπει πως και αυτή η τάση θα ενισχυθεί μετά την πανδημία, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας νέας «υβριδικής» μορφής εργασίας με τους εργαζόμενους να μοιράζουν τον χρόνο τους μεταξύ γραφείου και κατοικίας.
Ιδανικά, η πανδημία θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή ούτως ώστε να καταστεί ο κόσμος της εργασίας πιο δίκαιος. Η διασφάλιση των θέσεων εργασίας όλων όσοι κινδύνευσαν και εξακολουθούν να κινδυνεύουν περισσότερο από την πανδημία θα μπορούσε να αποτελέσει μια ιδανική αρχή, λέει ο αρθρογράφος.