Αν οι Γκέιτς, ο 65χρονος Μπιλ και η 56χρονη Μελίντα, ζούσαν σε άλλη εποχή, δεν θα έκαναν άλλη δουλειά. Θα αντάλλασσαν βεγγέρες και θα σκέφτονταν τι θέλουν να γραφτεί στο επιτύμβιο. Η συμπόρευσή τους όμως στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα, τους δίνει το δικαίωμα να δηλώνουν δημοσίως πως «δεν πιστεύουν ότι μπορούν πλέον να εξελιχθούν ως ζευγάρι». Υστερα από 27 ολόκληρα χρόνια; Τόσα. Κατάδικά τους: τα ευχαριστήθηκαν, τα τσακώθηκαν, τα βαρέθηκαν, τα γέμισαν παιδικές ευθύνες, τα έζησαν με κάθε τρόπο, αλλά τώρα αποφάσισαν ότι θέλουν τα επόμενα να είναι αλλιώς. Αδιανόητο; Οχι και τόσο.
Τα «ασημένια διαζύγια», οι επίσημοι χωρισμοί των 50ρηδων και των 60ρηδων που πέφτουν ως κεραυνός εν αιθρία στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς βάζουν τέλος σε δεκαετίες γάμου, είναι δημοφιλέστατα – το μαρτυρούν στατιστικές, δικηγορικά γραφεία ανά τον κόσμο και εφημερίδες περιωπής όπως ο Guardian. Οι Γκέιτς διαθέτουν βεβαίως λάμψη, το διαζύγιό τους είναι από τα πανάκριβα του μάταιου τούτου κόσμου και ο πλανήτης δικαιολογημένα τους χαζεύει. Η προσομοίωση του φαινομένου στους κοινούς θνητούς έχει όμως κι αυτή το δικό της ενδιαφέρον.
Το συμβατικό μονοπάτι σκέψης, και πάντως μια ρομαντική διάθεση, θέλει το ντουέτο με πολύχρονη βέρα στο δεξί να αισθάνεται με όρους «I ‘ve got you under my skin». Πώς αλλιώς πλαγιάζεις με τον άλλον νύχτες αναρίθμητες, αν δεν τον αισθάνεσαι ως άλλο σου εαυτό, τον μόνο ίσως που μπορεί και παρεισφρέει σε μύχιες σκέψεις σου, εκείνον που καταφέρνει να ξέρει τα σώψυχά σου από τον τρόπο που γυρνάς στην πόρτα το κλειδί;
Η πραγματικότητα θέλει πολλές φορές την καθημερινότητα ζευγαριών που έχουν μακροημερεύσει να δοκιμάζεται σκληρά. Κατ’ αρχάς, να καταδυναστεύεται από το σύνδρομο της άδειας φωλιάς. Πάει το πουλάκι, πέταξε, είναι στα Χανιά ή στο Εδιμβούργο, δεν έχει τόση σημασία. Κι αυτοί που φρόντισαν να του δώσουν φτερά, μαραζώνουν από την απουσία του. Το σπίτι μένει αδειανό, δίχως νεανικούς ήχους, η ζωή χωρίς έγνοιες και αυστηρά προγράμματα και οι μεσήλικοι γυμνοί από το ατράνταχτο επιχείρημα τού «είμαστε μαζί για τα παιδιά». Ισως δεν είναι σύμπτωση ότι ακόμη και οι Γκέιτς έχουν ξεμπερδέψει με το μεγάλωμα των βλασταριών τους: το μικρότερο έχει ήδη πατήσει τα 18.
Φταίει και το προσδόκιμο ζωής – μη γελάτε. Οταν ξέρει κανείς ότι το κοντέρ μπορεί να γράψει 80+, μπαίνει σε σκέψεις για το πώς δύναται να περάσει τα προσεχή 20-30 χρόνια. Πόσοι και πόσοι δεν προσπαθούν να πείσουν την ανθρωπότητα ότι η ζωή αρχίζει στα 50; Θαυματουργά ελιξίρια (δεύτερης) νεότητας, προκλήσεις για μια δεύτερη καριέρα, δυνατότητα για απόλαυση ως το μεδούλι. Η κατάκτηση της σεξουαλικότητας δεν είναι βραβείο που δίνεται στα χρόνια της μετεφηβείας.
Δείτε τον Ζοσέ Σαραμάγκου, έγινε γνωστός ως μυθιστοριογράφος στα 60 του, μέχρι τα 87 πρόλαβε να γίνει από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής του. Ο Στίβεν Γουάλας δημοσίευσε τα σημαντικότερα ποιήματά του μετά την ηλικία των 50, ο Μπουκόφσκι παράτησε τη δουλειά του στο ταχυδρομείο για το γράψιμο, λίγο προτού σβήσει τα 50 κεράκια του. Και η Τζέιν Φόντα παραδέχθηκε δημοσίως ότι το καλύτερο σεξ ever, το είχε στα 70 της…
Είναι αυτή η άτιμη φωνή που σου ψιθυρίζει λόγια για την ουσία της ύπαρξης, την τελευταία ευκαιρία για ευτυχία, για ζωή «όπως τη θέλω, τώρα που ξέρω πώς να τη διεκδικώ». Το αιώνιο «ή τώρα ή ποτέ». Είναι κι αυτή η καταραμένη πανδημία που εξάντλησε όλα τα αποθέματα, που έδωσε αξία στο απλό, το εφήμερο, το δήθεν αυτονόητο. Επανεκκίνηση κι όποιον πάρει ο Χάρος…
Πάει το στερεότυπο του «7 χρόνια φαγούρα». Ο κακός δαίμονας ενός γάμου μπορεί να κάνει την επίσκεψή του σχεδόν αναπάντεχα, όταν η συμβίωση ταυτιστεί με μια μορφή δυστυχίας, ανίας, αδιεξόδου. Οταν καμία έκπληξη, τίποτε το εξωτικό, δεν μένει να αποκαλυφθεί ως προς το έτερον ήμισυ. Το συναισθηματικό κόστος ενός διαζυγίου είναι ασφαλώς βαρύ, ποτέ κανείς δεν ένιωσε ευτυχής όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του δικηγόρου του. Ισως όμως –κομβική αυτή η εσώτερη η σκέψη– είναι καλύτερο το πικρό ποτήρι μια φορά, παρά ο θάνατος με την πίκρα στο στόμα επειδή η τόλμη δεν παρέσυρε ποτέ τη βούληση.
Σχεδόν τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει έναν αποφασισμένο μεσήλικα: έναν άνδρα που έχει πλήξει, απορριφθεί, περιθωριοποιηθεί – ενίοτε με 15ωρα δουλειάς, απουσίας από το σπίτι. Ή μια γυναίκα που έχει περάσει από τη Σκύλλα της αμείλικτης εργασιακής πραγματικότητας, τη Χάρυβδη αέναων απαιτήσεων, τη φροντίδα των παιδιών ή και των υπερήλικων γονέων της και κολυμπάει στη θάλασσα-λάδι της ζωής μετά την εμμηνόπαυση. Οσα πρόσωπα αισθάνονται ότι έχουν συνθλιβεί από το τρίπτυχο υπομονή – ανοχή – θυσία και βγαίνουν στη μάχη για το ακατόρθωτο.
Δειλά δειλά, έστω. Ξεχνιέται και το πώς να ερωτοτροπείς, ούτε το σώμα είναι αυτό που ήταν κάποτε… Αλλά με δύναμη.
Κι όσο οι Γκέιτς θα μοιράζουν τις αμύθητες περιουσίες τους, επηρεασμένοι από τυχόν παραστρατήματα παρουσία του Τζέφρι Επστάιν, αθέατοι, με εκτάρια γης να περιβάλλουν το διαστημικό σπιτικό τους, οι έχοντες αργυρά διαζύγια θα προετοιμάζονται για να χαρούν τη ζωή τους. Δεν φαντάζει πια ημιθανής η προοπτική της προσωπικής ευδαιμονίας τους.
Τους ζυγούς λύσατε.