Σας θυμίζω τις ώρες κοινής μεσημβρινής ησυχίας. Σύμφωνα με τον Οδηγό του Πολίτη, 15.00-17.30 το καλοκαίρι και 15.30-17.30 τον χειμώνα, απαγορεύονται εργασίες ή άλλες δραστηριότητες, που δημιουργούν θόρυβο, και τα παιδιά οφείλουν να «φιμώνονται». Κομμένη η μπάλα και τα ουρλιαχτά το καταμεσήμερο στους δρόμους και στις αλάνες, όπου υπάρχουν ακόμα τέλος πάντων.
Κάποιοι εργαζόμενοι, συνήθως σε μικρά καταστήματα, διακόπτουν την εργασία τους αυτές τις ώρες. Και αν είναι τυχεροί και μένουν κοντά στη δουλειά τους, κάνουν σιέστα, με άλλα λόγια παίρνουν έναν υπνάκο. Η συνήθεια, όπως αποκαλύπτει το όνομά της, είναι ισπανική, οι ρίζες της είναι ιταλικές, αλλά και στην Ελλάδα την είχαμε περί πολλού, επίσης.
Πάνε όμως αυτά τα μεσημεριανά «μεγαλεία», έχουν τελειώσει προ πολλού, τόσο εδώ όσο και στην Ισπανία. Και μπορεί, μεν, στην κωμόπολη Αντόρ κοντά στην Βαλένθια, το δικαίωμα των πολιτών στην σιέστα να θεωρείται ιερό (το 2015, ο δήμαρχός της επέβαλε το κλείσιμο των μαγαζιών μεταξύ 14:00 και 17:00 και τον περιορισμό των θορύβων στο ελάχιστο), αλλά όπως αποκαλύπτει το BBC το 60% των Ισπανών δεν ξέρει τι θα πει μεσημεριανός ύπνος και μόλις το 18% τον απολαμβάνουν μερικές φορές.
Στην πραγματικότητα, οι Ισπανοί δουλεύουν πολύ περισσότερο από ό, τι άλλοι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες περισσότερο και από τους Ισπανούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2015, οι Έλληνες εργάστηκαν κατά μέσο όρο 2.042 ώρες, οι Ισπανοί 1.691 ώρες, ενώ οι Βρετανοί 1.674 και οι Γερμανοί μόλις 1.371 ώρες το χρόνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη siesta προέρχεται από την λατινική sexta, την έκτη ώρα της ημέρας, όταν οι Ρωμαίοι σταματούσαν για να φάνε και να ξεκουραστούν: «Αν λάβουμε υπόψη ότι χώριζαν τις περιόδους φωτός σε 12 ώρες, στην Ισπανία, η έκτη ώρα αντιστοιχεί με την χρονική περίοδο μεταξύ 1 μ.μ. (το χειμώνα) και 3 μ.μ. (το καλοκαίρι)», εξηγεί ο Χουάν Χοσέ Ορτέγκα, ειδικός ιατρός ύπνου και αντιπρόεδρος της Ισπανικής Εταιρείας Ύπνου.
Από την ρωμαϊκή εποχή, η σιέστα έγινε διαπολιτισμικό φαινόμενο, αλλά οι ιστορικά ιδιαίτερες εργάσιμες ώρες της Ισπανίας ήταν αυτές που έδωσαν ειδικά στους Ισπανούς την ευκαιρία να χωρέσουν τον περίφημο μεσημεριανό ύπνο στην ημέρα τους.
Παραδοσιακά, η ισπανική εργάσιμη ημέρα χωρίστηκε σε δύο μέρη: οι άνθρωποι δούλευαν 9πμ – 2μμ, έκαναν ένα δίωρο μεσημεριανό διάλειμμα και επέστρεφαν στη δουλειά από τις 4 μ.μ. – 8 μ.μ. Αυτό συνέβη μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, όταν πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να εργάζονται σε δύο διαφορετικές δουλειές για να στηρίξουν τις οικογένειές τους, μια πρωινή και μια απογευματινή. Το διάλειμμα των δύο ωρών τούς επέτρεπε να ξεκουραστούν, ιδιαίτερα σε εκείνοους που έκαναν αγροτικές δουλειές, ή να ταξιδέψουν μετά την ολοκλήρωση της πρωινής εργασίας τους.
Στη συνέχεια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, συνέβη μια πρωτοφανής μετακίνηση από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις της Ισπανίας, όπου σήμερα εργάζεται η πλειονότητα των πολιτών της. Στις πόλεις, λοιπόν, λίγοι άνθρωποι κάνουν σιέστα, αλλά φαίνεται ότι η μακρά εργάσιμη ημέρα είναι για τα καλά ριζωμένη στην κουλτούρα των Ισπανών.
Η παγίδα της «υπερβολικής παρουσίας στην εργασία»
Προφανώς, οι περισσότερες ώρες εργασίας δεν ισοδυναμούν με μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Αντ ‘αυτού, πολλές ισπανικές επιχειρήσεις πλήττονται από το «presentismo» ή «presenteeism», όρος που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «υπερβολική παρουσία στην εργασία»: «Ο “υπερβολικά παρών” ξοδεύει περισσότερες ώρες στην εργασία του από ό,τι χρειάζεται πραγματικά, για να φανεί πιο σοβαρός και αφοσιωμένος», δήλωσε ο Μαρκ Γκράου, ερευνητής της Σχολής Κένεντι του Χάρβαρντ και ειδικός στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, «Είναι [μια συνήθεια] ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ισπανία λόγω της παλιάς νοοτροπίας [που επικρατεί] στις παραδοσιακές εταιρείες, ότι οι περισσότερες ώρες ισοδυναμούν με περισσότερη εργασία, και της επιμήκυνσης του ωραρίου λόγω του μεγάλου μεσημεριανού διαλείμματος σε πολλές επιχειρήσεις».
Ο αμερικανός ερευνητής σημειώνει επίσης ότι η «υπερβολική παρουσία στην εργασία» μπορεί να φανεί καλή βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα είναι εξαιρετικά διαβρωτική αφού «μπορεί να επηρεάσει τα κίνητρα, την απόδοση και την ικανοποίηση από την εργασία, την ικανοποίηση από τη ζωή, ενώ προφανώς έχει επίδραση και στην οικογενειακή ζωή».
Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη από τότε που η πρόσφατη οικονομική κρίση έπληξε τη χώρα. Το 2013, η ανεργία στην Ισπανία ανέβηκε στο 27%, ενώ την ίδια χρονιά η ανεργία των νέων έφτασε στο 56,1%. Έκτοτε, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε, αλλά το πρώτο τρίμηνο του 2017 ήταν 18,8% εξακολουθώντας να είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Ελλάδα. Οπότε ο μεγάλος φόβος των Ισπανών, ότι μπορεί να χάσουν την εργασία τους, κάνει πολλούς υπαλλήλους να ξοδεύουν ακόμα περισσότερο χρόνο στα γραφεία τους.
Η σιέστα του 21ου αιώνα
Το 2016, η ισπανική κυβέρνηση προσπάθησε να λάβει μέτρα για να συντομεύσει την εργάσιμη ημέρα έως και δύο ώρες, θέτοντας τέλος στα μεγάλα μεσημεριανά διαλείμματα. Όμως ορισμένοι εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι η παραδοσιακή σιέστα εξακολουθεί να έχει μια θέση στον σύγχρονο κόσμο της εργασίας, ειδικά όταν τόσοι πολλοί από εμάς -όπως δείχνουν πολλές έρευνες- κοιμούνται προφανώς λιγότερο από όσο χρειάζονται. Οι Ισπανοί, εξάλλου, πηγαίνουν πιο αργά για ύπνο σε σχέση με τους ευρωπαίους γείτονές τους. Σύμφωνα με την Eurostat, οι Ισπανοί πηγαίνουν στο κρεβάτι, κατά μέσο όρο, τα μεσάνυχτα, ενώ οι Γερμανοί στις 10 μ.μ., οι Γάλλοι στις 10.30 μ.μ. και οι Ιταλοί στις 11 μ.μ..
«Όπως και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα ύπνου σε σχέση με τους προγόνους μας, [κοιμόμαστε] περίπου 1,2 – 1,3 ώρες [λιγότερο] από ό,τι οι παππούδες μας», λέει ο Χουάν Χοσέ Ορτέγκα, ο οποίος εργάζεται επίσης στα Ευρωπαϊκά Ερευνητικά Εργαστήρια Ύπνου στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Καστεγιόν. Σύμφωνα με τον ισπανό γιατρό ύπνου, εξακολουθεί να υπάρχει μια θέση για την σιέστα τόσο στην Ισπανία όσο και σε άλλα μέρη του κόσμου. «Ένας σύντομος μεσημεριανός υπνάκος μάς ανακουφίζει από το στρες, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και βελτιώνει την απόδοση», υποστηρίζει.
Αλλά το αν θα επιβιώσει η σιέστα τον 21ο αιώνα, εξαρτάται από το αν θα τα καταφέρει να γίνει συμβατή με την εργασιακή κουλτούρα των μεγάλων πόλεων. Ορισμένες εταιρείες αναζητούν ήδη νέους τρόπους, ώστε οι εργαζόμενοι να απολαμβάνουν έναν υπνάκο στο χώρο εργασίας, όχι πάνω στο γραφείο ή σε καναπέδες αλλά σε ειδικά κουβούκλια ύπνου. Κουβούκλια ύπνου δοκιμάστηκαν στις αρχές του 2017 και στον Ατότσα, τον μεγαλύτερο σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης.
Η δοκιμή αποδείχτηκε πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους Μαδριλένους, που μπορούσαν να κάνουν online κράτηση για ένα κουβούκλιο SalvaLaSiesta μέσω του Hoteles.com. «Υπάρχουν αμέτρητες μελέτες που δείχνουν ότι περίπου 20-30 λεπτά ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της κόπωσης και στην αύξηση της συγκέντρωσης» δήλωσε ο μάρκετινγκ μάνατζερ της ιστοσελίδας, Σάντι Περέζ Ολάνο, που ως Ισπανός, γνωρίζει καλά τη δύναμη της σιέστας. Τόνισε επίσης ότι: «Αν η σιέστα μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της παραγωγικότητας, ίσως θα πρέπει να επανασχεδιαστεί για [να ταιριάξει] τη σύγχρονη ζωή».
Τα οφέλη της σιέστας, πάντως, έχουν ήδη ενσωματωθεί στη σύγχρονη ζωή μέσω της τεχνολογίας. Το SiestAPP, που σχεδιάστηκε το 2014 από Ισπανούς προγραμματιστές, είναι μια από τις πολλές εφαρμογές βελτιστοποίησης του ύπνου, η οποία υπόσχεται να βοηθήσει τους χρήστες να αναπαράγουν την ισπανική σιέστα παρακολουθώντας τον υπνάκο τους και ξυπνώντας τους την σωστή στιγμή (μόλις νιώσουν αναζωογονημένοι).
«Η σιέστα δεν θα πρέπει να είναι ασυμβίβαστη με τη σύγχρονη επαγγελματική ζωή, ακόμη και στο χώρο εργασίας», λέει ο Ορτέγκα, «Αν οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν διάλειμμα για έναν καφέ ή ένα τσιγάρο, γιατί όχι και για έναν υπνάκο;»
Άδικο έχει;