Η Νίσυρος είναι ένα όμορφο νησάκι αλλά πολύ ιδιαίτερο. Και σίγουρα είναι ένα νησί που δεν κάνει για όλα τα γούστα. Για παράδειγμα αν ρέπετε προς τη φλωριά ξεχάστε το. Δεν θα βρείτε εκεί σούπερ καταλύματα, trendy shopping, πολυτελή ή τέλος πάντων στιλάτα εστιατόρια και παραλίες με ομπρέλες και beach bar.
Αν επίσης έχετε μικρά παιδιά, ξαναξεχάστε το. Το νησί είναι μεν φτηνό αλλά έχει μόνο δύο παραλίες. Μία μαύρη κακοτράχαλη με κύμα στη Χώρα και μία άλλη με μπόλικη άμμο αλλά μακριά από τη Χώρα (με το ξενοδοχείο). Επίσης καντίνα πουθενά ούτε για πλάκα!
Αν όμως είστε γιόγκι, μάλλον θα έχετε ήδη πάει στη Νίσυρο και θα έχετε μείνει στα λουτρά. Αν είστε καλλιτέχνης, ίσως θα σας έχουν μιλήσει συνάδελφοί σας (έχουν αρκετοί σπίτια εκεί). Αν είστε αρχιτέκτονας, πιθανόν το νησί να σας έχει απασχολήσει, λόγω του ηφαιστείου.
Εγώ πήγα στη Νίσυρο γιατί έχει εκεί σπίτι μια φίλη μου και γιατί πήγαινε παλιά η γιαγιά μου στα λουτρά που χτίστηκαν από τους Ιταλούς οπότε είχα περιέργεια να τα δω. Οι Ιταλοί έχουν κάνει αρχιτεκτονικά θαύματα στα Δωδεκάνησα.
Το ταξίδι μου πάντως είχε δύο αντιξοότητες. Πρώτον την ημέρα που έφτασα η φίλη μου έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει, άρα ανατράπηκε το πρόγραμμα που είχαμε καταστρώσει. Δεύτερον την ίδια μέρα, ο φίλος μου, που πήγαμε μαζί, έπαθε τρομερό λουμπάγκο και καθηλώθηκε στο ξενοδοχείο όλα τα πρωινά. Βγαίναμε μόνο για βραδινό φαγητό. Εκτός από την τελευταία μέρα που έγινε κάπως καλύτερα και τον έκανα τουρ στο νησί για να του δείξω ό,τι είχα δει μόνη μου όσο εκείνος ήταν τέζα στη σεζλόγκ του ξενοδοχείου.
Ένα από τα must αξιοθέατα του νησιού είναι το ηφαίστειο. Αυτό το βλέπεις από δύο μικρά χωριά. Το Εμποριό (εκεί μένει η φίλη μου) και τα Νικειά.
Τα Νικειά διαθέτουν μια πανέμορφη, ζωγραφιστή και στρογγυλή πλατεία. Στην πλατεία αυτή υπάρχουν δύο καφενεία. Εκεί στρωθήκαμε, με τον κουτσό από το λουμπάγκο φίλο μου, σ’ ένα σκιερό τραπέζι και μας πλησίασε ο γιος του ιδιοκτήτη. Πολύ φιλικός, γύρω στα 17, αλλά έδειχνε εικοσάρης. Δεν θέλαμε καφέ και δεν ξέραμε τι να παραγγείλουμε.
«Θα σας στύψω πορτοκαλάδα!» μας ανακοίνωσε. «Την πιο δροσερή πορτοκαλάδα που έχετε πιεί και την πιο ωραία! Γιατί θα σας την στύψω από πορτοκάλια που έχω στο ψυγείο – μεγαλείο! Όχι ζεστά με παγάκια, που λιώνουν τα παγάκια και νερώνει η πορτοκαλάδα… Καταλάβατε;».
Καταλάβαμε. Η πορτοκαλάδα ήταν όνειρο! Δροσερή, πλούσια, αρωματική, γλυκιά και εντελώς πορτοκαλί. Ο γιος του ιδιοκτήτη κάθισε για λίγο μαζί μας. Φτάσαμε να λέμε τις ηλικίες μας. Όταν ο φίλος μου είπε ότι είναι 43 το σχεδόν ενήλικο παιδί γούρλωσε τα μάτια: «Ο πατέρας μου είναι 43!». Κοιταχτήκαμε.
Όχι ότι είχαμε ποτέ βλέψεις για οικογένεια. Αλλά αυτό που πάντα μας φαινόταν φυσιολογικό (μια σχέση χωρίς οικογένεια) εκεί στα Νικειά έμοιαζε σαν φλώρικος παλιμπαιδισμός. Όταν τελειώσαμε τις πορτοκαλάδες φωνάξαμε το παιδί να πληρώσουμε και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Τότε ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Το παιδί είδε τον φίλο μου να πασχίζει να ισιώσει από το λουμπάγκο και είπε πρόσχαρα: «Ωχ! Πιάστηκε ο μπαμπάς! Μπαμπά, θες βοήθεια;». Η πορτοκαλάδα είχε ξεκάθαρα πλέον οσμή συνειδητοποίησης.
Λίγα μέτρα πιο πέρα οσμιστήκαμε και το θειάφι απ΄το ηφαίστειο.